Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Aπληστία: Από αμάρτημα, καθήκον;

Mπανγκόκ, 6 Δεκεμβρίου 2002. Eνα κοριτσάκι κοιτάζει μαγνητισμένο μια κούκλα barbie σε προθήκη καταστήματος της ταϊλανδέζικης πρωτεύουσας. H κούκλα φοράει τουαλέτα και διαμάντια 4,43 καρατιών, τα δε χρήματα από την πώλησή της –9.500 δολάρια!– προορίζονταν για παιδικές φιλανθρωπίες. O θαυμασμός στο βλέμμα του παιδιού και η επιθυμία απόκτησης που αυτός γεννά, είναι η κινητήρια δύναμη του καταναλωτικού πολιτισμού μας (Reuters/Sukree Sukplang).


Η AΠΛHΣTIA -η αχορταγία, η πλεονεξία, το ακόρεστο του ανθρώπινου ψυχισμού- είναι ίσως από όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα εκείνο που, στην ιστορία του πολιτισμού, συναντά την πιο καθολική αναγνώριση και καταδίκη. Σε αυτό το ζήτημα φαίνεται να υπάρχει ακόμα και διαθρησκειακό consensus. Η απληστία στιγματίζεται εξίσου στον βουδισμό και τον ινδουισμό, τον ιουδαϊσμό και τον χριστιανισμό. Ακόμα περισσότερο, κοινό τόπο φαίνεται να αποτελεί και η άποψη ότι η απληστία δεν λειτουργεί απλώς ως ένα μεταξύ των άλλων αμαρτημάτων ή έστω ως πρώτη μεταξύ ίσων, αλλά ότι συνιστά την πηγή των άλλων αμαρτημάτων.

Αν όμως η απληστία αποτελεί τη «μητέρα όλων των αμαρτημάτων» -κατά το σανταμικό «μητέρα όλων των μαχών»- αυτό δεν σημαίνει ότι κρίνεται ως το εγγύτερο όλων; ως κάτι «πανταχού παρόν»; και ως εκ τούτου, ως εκείνο από το οποίο κινδυνεύει περισσότερο καθένας μας στην καθημερινή ζωή του; Δεν θα αναγνωριζόταν φυσικά ως το πιο επικίνδυνο αμάρτημα αν δεν ήταν εκείνο που μας βάζει συνεχώς σε πειρασμό, αν δεν ήταν, εν τέλει, σύμφυτο με την κοινωνική ζωή, με τη σύσταση του ίδιου του κοινωνικού υποκειμένου.

Πώς ακριβώς ορίζεται αυτή η οιονεί ανθρωπολογική σταθερά; Ενώ στα ζώα το βιολογικό ένστικτο ρυθμίζει την ικανοποίηση των αναγκών για την επιβίωση, στον άνθρωπο η βιολογική ανάγκη διαμεσολαβείται από τη γλώσσα και προϋποθέτει τον κοινωνικό δεσμό: ανήμπορο να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, το βρέφος τις αρθρώνει σε ένα αίτημα προς τον Aλλο, αρχικά προς τη μητέρα, και αργότερα -μέσω της κοινωνικοποίησης- στην κοινωνία εντός της οποίας μεγαλώνει. Το τίμημα αυτής της εξάρτησης από τη γλώσσα και τον Νόμο που συνθέτει τον κοινωνικό ιστό είναι η απώλεια κάθε αμεσότητας στη σχέση μας με τη σφαίρα των αναγκών. Παγιδευμένο στον κοινωνικό κόσμο της γλώσσας το υποκείμενο χάνει τη δυνατότητα κάθε άμεσης, απόλυτης ικανοποίησης. Αποζημιώνεται όμως με την εμπλοκή του στο παιχνίδι της επιθυμίας, δώρο και κατάρα συγχρόνως. Εδώ εντοπίζεται και η είσοδος της αμαρτίας.

Η καταδίκη του ανθρώπου να αναζητεί την ικανοποίησή του, την ίδια την ευτυχία, σε ένα πλαίσιο -τη γλώσσα, τον κοινωνικό κόσμο- που προϋποθέτει και επιβάλλει την ίδια την απώλειά της είναι ισοδύναμη του προπατορικού αμαρτήματος. Εξ ου και η καταδίκη της γλώσσας στην επιστολή του Ιακώβου, από την Καινή Διαθήκη: «H γλώσσα είναι μικρό μέλος και όμως καυχάται για μεγάλα πράγματα. Πόσο μικρή φωτιά κατακαίει ένα τόσο μεγάλο δάσος. Και η γλώσσα είναι μια φωτιά, κόσμος κακίας... Από το ίδιο στόμα βγαίνει ευλογία και κατάρα» (3.5).

Η καταδίκη αυτή εξηγείται εύκολα: από τη στιγμή που χάνεται το πεδίο της αμεσότητας των βιολογικών αναγκών, ο άνθρωπος γίνεται έρμαιο της επιθυμίας, μιας επιθυμίας που είναι ακόρεστη, μιας επιθυμίας που δεν έχει (φυσικό) τέλος αφού την κινητοποιεί η ίδια η απώλεια του πραγματικού και έτσι περνάει από λέξη σε λέξη, από αντικείμενο σε αντικείμενο, από το καλό στο κακό.

Aτέρμονη αναζήτηση

Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς εδραιώνεται αυτή η δομή της επιθυμίας ως ατέρμονης αναζήτησης. Γνωρίζουμε ότι ήταν μάλλον άγνωστη σε πολλές «πρωτόγονες» κοινωνίες, αλλά σίγουρα απασχολεί την ελληνική αρχαιότητα (παράδειγμα το πλατωνικό Συμπόσιο). Συναντά πάντως στον Απόστολο Παύλο τον πρώτο αυθεντικά οξυδερκή μελετητή της.

Για τον Παύλο το πρόβλημα της απληστίας, αλλά και της αμαρτίας γενικά, είναι ένα πρόβλημα που σχετίζεται πρωτίστως με το επιθυμείν. Oπως παρατηρεί στην πρώτη προς Τιμόθεον επιστολή «Εκείνοι όμως που θέλουν να πλουτίσουν πέφτουν σε πειρασμό και παγίδα και σε πολλές επιθυμίες ανόητες και βλαβερές, οι οποίες βυθίζουν τους ανθρώπους στον όλεθρο και την απώλεια. Διότι η ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία» (6.9).

Ο Παύλος συναισθάνεται επίσης πως η απαγόρευση του (κοινωνικού) νόμου δεν μπορεί να μας βοηθήσει να λύσουμε το πρόβλημα της απληστίας, το ακόρεστο της επιθυμίας. Η επιθυμία βρίσκεται πάντα σε μια ζωογόνο διαλεκτική με τον Νόμο, αφού είναι ο νόμος που συγκροτεί τον κοινωνικό δεσμό (όπως, παραδείγματος χάριν, η απαγόρευση της αιμομιξίας κινητοποιεί την επιθυμία της αναζήτησης άλλων σεξουαλικών συντρόφων - υπάρχει, εξάλλου, κατά την παιδική ηλικία μεγαλύτερο κίνητρο για την ανάπτυξη μιας επιθυμίας από την απαγόρευσή της εκ μέρους των γονέων;): «Tην αμαρτίαν δεν θα την είχα γνωρίσει χωρίς τον νόμο. Και την επιθυμία δεν θα την ήξερα, εάν ο νόμος δεν έλεγε: να μην επιθυμήσεις. Διά της εντολής εκείνης βρήκε την ευκαιρία η αμαρτία και ξύπνησε μέσα μου κάθε επιθυμία, διότι χωρίς τον νόμο η αμαρτία είναι νεκρή» (Προς Ρωμαίους, 7.7-7.9).

Ο νόμος, με άλλα λόγια, ζωογονεί την επιθυμία, και ο αυτονομημένος αυτοματισμός της επιθυμίας, αδιανόητος χωρίς τον νόμο, προσδένει το υποκείμενο στον σαρκικό δρόμο του θανάτου (Badiou).

Oλα δεν είναι όλα
Η λύση που προτάσσει ο Παύλος στο σύνθετο αυτό αδιέξοδο συμπυκνώνεται στο δίπολο Πίστις-Χάρις. Αν κρίνουμε όμως από την κεντρική θέση που εξακολουθεί να κατέχει το πρόβλημα της επιθυμίας πολύ αργότερα, στην κομβική συζήτηση περί παθών, η λύση αυτή δεν στάθηκε αρκετή.

Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης και μέχρι τον 17ο αιώνα είχε πλήρως επικρατήσει η άποψη ότι οι ηθικές και θρησκευτικές αρχές δεν επαρκούσαν για τον περιορισμό των ανθρώπινων παθών. Ο Πασκάλ, για παράδειγμα, είχε πλήρη επίγνωση της παράδοξης και τόσο χαρακτηριστικά ανθρώπινης διαλεκτικής της επιθυμίας (και, στο σημείο αυτό, αντλώ από πρόσφατο κείμενο του Γεράσιμου Βώκου): «Μόλις οι άνθρωποι που επιθυμούν και κυνηγούν ένα πράγμα το κατακτήσουν μένουν σαν αποσβολωμένοι, η ευτυχία τους διαρκεί για πολύ λίγο, και μεταβάλλεται, σχεδόν την άλλη μέρα σε ανία, η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στην αηδία... αυτός που είχε εναποθέσει την ευτυχία του στον πλούτο τώρα που έγινε πλούσιος δεν θα ησυχάσει ποτέ γιατί θέλει περισσότερα. Ο άλλος που ονειρεύεται αξιώματα, καταξιωμένος δεν ηρεμεί, γιατί θέλει να γίνει βασιλιάς και βλέπουμε. ..».

Oταν η ανάγκη της επιβίωσης συναντιέται με την απύθμενη βουλιμία του πλούτου: εργάτες αχθοφόροι, μυρμήγκια ανθρώπινα στον βόρβορο και στον ιδρώτα, με το άχθος της χρυσοφόρου λάσπης στις πλάτες, αναρριχώνται με κόπο από τον πυθμένα του φρέατος της απληστίας. Xρυσωρυχείο Σέρα Πελάδα. Στο Παρά της Bραζιλίας. Σήμερα. Kαι πάντα. Aπό το βιβλίο «Humanity and Inhumanity» του φωτογράφου George Rodger.

Η απληστία, το ακόρεστο της επιθυμίας είναι κάτι που συναντούμε ακόμα και στον Kαντ, ο οποίος σε μιαν επιστολή του γράφει: «Δώσε σε έναν άνθρωπο όλα όσα επιθυμεί και, εν τούτοις, την ίδια αυτή στιγμή, θα αισθανθεί ότι αυτό το όλα δεν είναι όλα».

Tο συμφέρον ως μήνυμα σωτηρίας!
Αν όμως το ακόρεστο της επιθυμίας, το αμάρτημα της απληστίας, φαίνεται να συνιστά μια σταθερά στην πορεία του δυτικού πολιτισμού, αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει μια αδιατάρακτη συνέχεια χωρίς τομές, και μάλιστα τομές ουσιαστικές. Eτσι, η άνοδος και η εδραίωση του καπιταλισμού θα σημάνει μια αξιοσημείωτη αλλαγή στην αντιμετώπιση του φαινομένου. Η αλλαγή αυτή σημαδεύεται από τουλάχιστον δύο επεισόδια.
Το πρώτο αναλύεται διεξοδικά από τον Aλμπερτ Xίρσμαν στο διάσημο βιβλίο του Τα πάθη και τα συμφέροντα. Με τον καπιταλισμό, ως μέσο χαλιναγώγησης των παθών προβάλλει η επιδίωξη του συμφέροντος. Κυρίαρχος λόγος καθίσταται η αντιπαραβολή «των θετικών συνεπειών που προκύπτουν όταν οι άνθρωποι καθοδηγούνται από τα συμφέροντά τους με την καταστροφική κατάσταση που επικρατεί όταν οι άνθρωποι αφήνουν αχαλιναγώγητα τα πάθη τους». Ο πλουτισμός προσλαμβάνει μια θετική και θεραπευτική σημασία τόσο για την ιδιωτική όσο και για τη δημόσια ζωή. Χωρίς υπερβολή «η θεωρία του συμφέροντος έγινε δεκτή την εποχή εκείνη ως μήνυμα σωτηρίας!», αφού έγινε πιστευτό ότι είχε επιτέλους ανακαλυφθεί μια ρεαλιστική βάση για μια εύτακτη και βιώσιμη κοινωνικο-πολιτική τάξη, προβλέψιμη και σταθερή. Κάπως έτσι η απληστία άρχισε να νομιμοποιείται, να έρχεται στο προσκήνιο, και να αναγνωρίζεται ως θεμέλιο πια ενός ολόκληρου πολιτισμού.

Στον αστερισμό της απόλαυσης
Η ολοκλήρωση αυτής της «καταξίωσης» της απληστίας λαμβάνει βέβαια χώρα με το πέρασμα στην κοινωνία της κατανάλωσης. Oπως επισημαίνει ο λακανικός θεωρητικός Tοντ Mακγκόουαν, ο καταναλωτισμός επιφέρει μια σημαντική αλλαγή στην κοινωνικο-πολιτική οργάνωση των κοινωνιών μας: πρόκειται για το πέρασμα από την «κοινωνία της απαγόρευσης» σε μια οιονεί «κοινωνία της απόλαυσης». Ενώ παλαιότερα η αναπαραγωγή του κοινωνικού δεσμού απαιτούσε τη θυσία της απόλαυσης του υποκειμένου προς χάριν του κοινωνικού καθήκοντος, τώρα πια, στην κοινωνία της κατανάλωσης, το κύριο κοινωνικό καθήκον συνίσταται στην όλο και μεγαλύτερη απόλαυση. Αυτό το κάλεσμά μας απευθύνεται από παντού, από την τηλεόραση, από τις διαφημίσεις, από τον κινηματογράφο, από τις ίδιες τις παρέες μας και τους φίλους που δεν ξεχνούν να μας υπενθυμίζουν πως δεν υπάρχει μεγαλύτερο αμάρτημα από τα να μην «περνάμε καλά».

Βέβαια, το γεγονός ότι το κυνήγι της (ιδιωτικής, καταναλωτικής) απόλαυσης τίθεται στο επίκεντρο του κοινωνικού δεσμού, δεν σημαίνει ότι εμείς, οι πολίτες των σημερινών δυτικών κοινωνιών, απολαμβάνουμε πιο πολύ από ό,τι άλλοτε. Λίγο - πολύ όλοι γνωρίζουμε πώς παίζεται το παιχνίδι της κατανάλωσης: η φαντασίωση μιας απόλυτης, τελικής απόλαυσης κινητοποιεί την επιθυμία μας για αγορές, αλλά μόλις έρχεται στην κατοχή μας το αντικείμενο-αίτιο της επιθυμίας μας, το επίκεντρο της φαντασίωσης μας -π.χ. το καινούργιο αυτοκίνητο- την προσδοκία διαδέχεται η δυσαρέσκεια. Oπως το θέτει ο Λακάν στο σεμινάριο του Encore, «Δεν είναι αυτό! Αυτή είναι η ίδια η κραυγή μέσω της οποίας η απόλαυση (jouissance) που λαμβάνουμε διαφοροποιείται από την απόλαυση που περιμέναμε».

Με κάθε εμπειρία απογοήτευσης αυτού του είδους, μια έλλειψη επανεγγράφεται στο υποκείμενο. Oσο για την ικανοποίηση της επιθυμίας, αυτή αναβάλλεται από λόγο σε λόγο, από φαντασίωση σε φαντασίωση, από προϊόν σε προϊόν. Είναι μάλιστα αυτή η συνεχής, άπληστη και ακόρεστη μετάθεση που συνιστά την ουσία του καταναλωτισμού. Δεν είναι τελικά αυτή ακριβώς η συγκεκριμένη, ιστορικά διακριτή, οικονομία της επιθυμίας, δηλαδή η μετατροπή της απληστίας από αμάρτημα σε καθήκον, που εξασφαλίζει την αναπαραγωγή της σημερινής φάσης της οικονομίας της αγοράς στο πλαίσιο μιας ηγεμονικής «καταναλωτικής κουλτούρας»;

Του ΓIANNH ΣTAYPAKAKH
Eπισκέπτη Eρευνητή στο Πανεπιστήμιο του Essex

5.2.06


























Δεν υπάρχουν σχόλια:

ShareThis