Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Περπατάς και δεν έχεις που να ακουμπήσεις το βλέμμα σου

Παναγιώτης Τέτσης, ζωγράφος - ακαδημαϊκός - Ο μεγάλος δάσκαλος μιλάει για την Αθήνα, την κρίση, το περιβάλλον

Ο Παναγιώτης Τέτσης είχε φτάσει νωρίτερα στο ραντεβού, γιατί ήθελε να εξασφαλίσει ένα γωνιακό, ήσυχο τραπέζι. Θαμώνας του εστιατορίου, ήξερε ότι σε λίγη ώρα θα γέμιζε από παρέες και επαγγελματικά ραντεβού για το μεσημεριανό φαγητό. Ο ενθουσιασμός του για το γουρουνόπουλο στο φούρνο με πατάτες και «κρουστή, ξεροψημένη πετσούλα» είναι τόσο μεταδοτικός, που δύσκολα αντιστέκεσαι αν και είναι μόλις 1 η ώρα. Στην περιγραφή του πιάτου βάζει τα πιο ρεαλιστικά και ελκυστικά χρώματα της τέχνης του. Οχι. Ο εικαστικός καλλιτέχνης δεν επιδίδεται σε γευσιγνωστικές ασκήσεις. Απλώς, εκτιμά το αυθεντικά ωραίο όπου κι αν το συναντάει. Και μάλιστα ανιδιοτελώς. Γιατί ο ίδιος επιλέγει να φάει κάτι ελαφρύ: φρέσκα φασολάκια.

Η κουβέντα ξεκινάει από τη μεγάλη αναδρομική έκθεση του Πιερ Σουλάζ, του 90χρονου πλέον Γάλλου φορμαλιστή –από τους τελευταίους ζωντανούς εικαστικούς μύθους της χώρας του– που διοργανώθηκε πρόσφατα στο Μπομπούρ, στο Παρίσι. Παρατηρώ ότι οι παραλλαγές πάνω στο μαύρο στα μεγάλα ταμπλό που φιλοτεχνεί είναι αποκαλυπτικές. «Πόση ποικιλία μπορεί να έχει η μονοχρωμία», λέω. Κάτι ανάμεσα σε διαπίστωση και ερώτηση. «Μα κι εμένα μια θητεία μου είναι στο ασπρόμαυρο. Οπως το είπατε. Εχει τέτοιο πλούτο το μαύρο, που ίσως δεν βρίσκεις στο χρώμα. Προσωπικά εκτιμώ τις μαυρόασπρες ταινίες».

– Τι σας συγκινεί στο χρώμα; Τι προσπαθείτε να συλλάβετε με το χρώμα;

– Μην το λέτε έτσι. Τα υλικά των ζωγράφων είναι αυτά. Ο κολορίστας βρίσκει την ισορροπία στη σχέση του τόνου, της απόχρωσης και της ποσότητας, της έκτασης, της ποιότητας.

Οι ρυθμοί ανεβαίνουν, ο ήχος από τα πιάτα και τις παραγγελίες εντείνεται, η ζωή εκτοπίζει την τέχνη. «Στην επιστολή σας, κύριε Τέτση, για τους πρώην εργαζόμενους της Ολυμπιακής που είχαν αποκλείσει την Πανεπιστημίου, η οποία δημοσιεύτηκε στην πρώτη σελίδα της «Κ», διαπίστωσα ότι χρησιμοποιείτε τα μέσα μαζικής μεταφοράς». Η απάντηση δεν διευκολύνει τη συνέχεια: «Εχω ένα πρόβλημα με τα γόνατά μου τελευταία και παίρνω πλέον όλο και πιο συχνά ταξί...». Επιμένω: «Παρ’ όλα αυτά, ήθελα να σας ρωτήσω πόσο έχει αλλάξει η Αθήνα στα χρόνια που τη ζείτε και την ξέρετε;». «Πολύ. Υπάρχει μεγάλη αταξία στους δρόμους. Το πανεπιστημιακό άσυλο έχει καταλήξει να είναι άσυλο για τους κακοποιούς ή τους οργισμένους. Οταν ήμουν πρύτανης στη Σχολή Καλών Τεχνών είδα να γίνονται καταστροφές από καταλήψεις. Μπροστά στα μάτια μου διαδραματίζονταν απίστευτα πράγματα. Τώρα αρχίζει και την πληρώνει το κτίριο της Ακαδημίας Αθηνών, παρότι δεν είναι πανεπιστημιακός χώρος. Για ποιες ιδέες μιλάνε;»

– Γιατί, κατά τη γνώμη σας, γίνονται τόσο βίαιες οι διαμαρτυρίες;
– Μήπως θα έπρεπε να ρωτήσετε κάποιον ψυχίατρο;
– Γιατί; Θεωρείτε το φαινόμενο παθολογικό;
– Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Από την άλλη, στόχος τους είναι και η κλοπή. Παίρνουν ό, τι βρούνε. Η δικτατορία σίγουρα έχει παίξει ρόλο σε αυτές τις αντιδράσεις, αλλά μετά από τόσα χρόνια δεν θα ’πρεπε να έχουν ηρεμήσει;
– Πόσο πιστεύετε ότι επηρεάζει η μεγάλη οικονομική κρίση;
– Τα οικονομικά της Ελλάδος ήταν ανέκαθεν σαθρά. Με εντυπωσιάζει η έκπληξή μας. Δεν ξέραμε εδώ και δεκαετίες ότι δεν παράγουμε, άρα δεν εισπράττουμε; Αναλογιστείτε πόσες εργοστασιακές μονάδες έχουν κλείσει. Είμαστε μια φτωχή χώρα με πλούσιους κατοίκους. Αντιθέτως. Η Πολωνία, για παράδειγμα, είναι μια πλούσια χώρα με φτωχούς ανθρώπους. Εγώ, ούτως ή άλλως, πέρασα τη ζωή μου με περιορισμένα οικονομικά. Τώρα, τα πράγματα είναι καλύτερα, αλλά δεν μου λείπει ποτέ αυτή η έγνοια.
– Από τις πωλήσεις των έργων σας, δεν αποκτήσατε χρήματα;
– Σας είπα ότι τώρα ζω καλά. Εχω ένα σπίτι στην Υδρα, ένα στη Σίφνο, έχω εξασφαλίσει και τον γιο μου τον Αλέξη, που τώρα είναι κοντά 38 ετών. Βέβαια, δεν μπορεί κανείς να σκέφτεται με προσωπικούς, ατομικούς όρους, γιατί μία, ο μη γένοιτο, χρεοκοπία μάς αφορά όλους. Εκεί όμως που περπατάς στο δρόμο και βλέπεις να κλείνει ένα κατάστημα, ξεπηδάει στην ίδια θέση ένα καινούργιο. Αν κάνετε μια βόλτα πάνω από την Ελλάδα με ελικόπτερο, θα δείτε δεκάδες μαρίνες με σκάφη όλων των ειδών και μεγεθών. Αυτά τα βλέπει και η κ. Μέρκελ! Και ύστερα θέλουμε να μας δώσει χρήματα!.. Δημιουργείται μια περίεργη κατάσταση, όπου ο καθένας εξαιρεί τον εαυτό του. Πάντα οι «άλλοι», ποτέ «εμείς». Υστερα, είναι κι αυτή η υποκρισία. Συμμετέχουμε στην Ωρα της Γης, για παράδειγμα, και μέσα στο υπόλοιπο 24ωρο γίνεται απίστευτη κατασπατάληση ενέργειας και ηλεκτρικού ρεύματος...

Οι περιβαλλοντικές ανησυχίες του Π. Τέτση είναι πολλές και ξεκινούν από την καθημερινότητα, εκεί που ο καθένας μας οφείλει να δίνει τις μικρές, αλλά απαραίτητες, μάχες του. Τον απασχολούν όλα όσα καταγράφει (κατέγραφε τουλάχιστον) στις πεζοπορίες του στο κέντρο της πόλης. Για τα δέντρα στα πεζοδρόμια, αφιερώνει μια ολιγόλεπτη αφήγηση. «Μα κανείς δεν σκέφτεται να τους ρίξει λίγο νερό;», διαμαρτύρεται. Οι εικόνες του από την «παλιά Αθήνα» δεν έχουν καθόλου ξεθωριάσει. Αναβιώνουν με λεπτομέρειες: «Στη μέση της Βασιλίσσης Σοφίας ήταν οι γραμμές του τραμ. Οδόστρωμα αριστερά, δεξιά και τα πεζοδρόμια είχαν διπλή δεντροστοιχία. Οχι μονή, διπλή. Γωνία Οθωνος και Αμαλίας ήταν το σπίτι του Νεγρεπόντη, το ωραιότερο της Αθήνας... Σήμερα, περπατάς και δεν έχεις πού να ακουμπήσεις το βλέμμα σου. Η τόση ασχήμια της Πανεπιστημίου, η μαυρίλα του καυσαερίου, τα κλιματιστικά…».
– Εν τούτοις, το ωραίο ζωγραφίζετε.
– Ωραίο το κάνει η ελληνική ατμόσφαιρα και ο ήλιος. Μέσα σε ένα άσχημο κτίριο μπορείς να δεις μια αντανάκλαση, ένα κομμάτι, που να είναι θέμα ζωγραφικής...
Ο πολιτισμός στην Ελλάδα είναι πάντα τελευταίος στη λίστα
Ο Παναγιώτης Τέτσης, κολορίστας, προσωπογράφος, τοπιογράφος από τους εξέχοντες στην παράδοση της νεοελληνικής ζωγραφικής. Υδραίος, Πειραιώτης, Αθηναίος, πανεπιστημιακός δάσκαλος, Ακαδημαϊκός, μέλος, στο παρελθόν, του Δ.Σ. της Εθνικής Πινακοθήκης. Αντλώ από την τελευταία ιδιότητα για να τον ρωτήσω για την έλλειψη μουσειακής πολιτικής.

«Πιστεύετε ότι η Εθνική Πινακοθήκη εκπληρώνει τον σκοπό της;».
«Η αποστολή της Πινακοθήκης -απαντά- δεν είναι να οργανώνει εκθέσεις, αλλά να δείχνει τις συλλογές της, την πορεία της νεοελληνικής τέχνης. Οι εκθέσεις οφείλουν να λειτουργούν συμπληρωματικά. Η Πινακοθήκη πάσχει στους χώρους, στη διαμόρφωση του κτιρίου. Είναι ακατάλληλο. Οι συλλογές της, επίσης, δεν είναι μόνο ό,τι βλέπετε. Αδικούνται επιπλέον και από τον τρόπο που παρουσιάζονται. Τρία έργα του Βολανάκη, ύστερα Λεμπέσης, κ.ο.κ., στη σειρά. Κάθε έργο, όμως, θέλει τον χώρο του. Δεν μπορεί να παρατίθενται σαν να είναι στρατιώτες. Υπάρχουν σημαντικά έργα και άλλων καλλιτεχνών που δεν είναι τόσο γνωστοί και πρέπει και αυτά να βρουν τη θέση τους».

Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης;
«Ανύπαρκτο. Φιλοξενείται στο Ωδείο. Και αυτός δεν είναι χώρος διαμορφωμένος για μουσείο. Υστερα τι να δω αυτήν την περίοδο; Βίντεο; Τον Μπότσογλου τον ξέρω, τον έχω παρακολουθήσει, έχω δει και προηγούμενες εκθέσεις του. Θα ήθελα να πάω στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης για την έκθεση περί έρωτος, αλλά με εμποδίζουν, δυστυχώς, τα γόνατά μου».

Η Αθήνα είναι μια πόλη ζωντανή πολιτιστικά, συμφωνούμε. Ομως ο πολιτισμός χρειάζεται και υποδομές. «Πώς βρέθηκαν χρήματα για να χτιστεί το κτίριο της Αστυνομίας στην Αλεξάνδρας; Οχι ότι δεν χρειαζόταν, αλλά βρέθηκαν τα χρήματα. Αν ήθελαν να κατασκευάσουν ένα μουσείο, θα τα έβρισκαν. Ο πολιτισμός, όμως, είναι πάντα τελευταίος στη λίστα», σχολιάζει.

Το γεύμα μας ολοκληρώνεται σιγά σιγά και με προετοιμάζει για το επιδόρπιο: «Ξέρετε, εδώ φτιάχνουν και μια καταπληκτική τάρτα μήλου»... Εμφανίζεται βιαστικός ο φωτογράφος Νίκος Πηλός με πλήρη εξάρτυση. «Θα πιω μόνο ένα ποτήρι νερό. Εχω κι άλλη φωτογράφιση», λέει. «Αδύνατον», επεμβαίνει ο κ. Τέτσης. Πρέπει να δοκιμάσει το γουρουνόπουλο. Ο Ν. Πηλός υποχωρεί και υποκύπτει...
Το εστιατόριο είναι, πλέον, γεμάτο. Πρόσωπα διαφορετικής καταγωγής και ηλικίας μάς περιβάλλουν. Στρέφομαι στον συνομιλητή μου: «Ο Μπέργκμαν υποστηρίζει ότι το ανθρώπινο πρόσωπο είναι το καλύτερο τοπίο». «Για μένα, το καλύτερο τοπίο είναι τα χέρια όσο και το πρόσωπο. Είναι πολύ εκφραστικά. Ιδίως σε εμάς, τους Μεσογειακούς. Στα πορτρέτα των μεγάλων ζωγράφων πάντα φαίνονται τα χέρια».
– Ανάμεσα στα τοπία και στους ανθρώπους υπάρχει διαφορά;
– Οχι, οι αξίες που αντλείς από ένα πρόσωπο και ένα τοπίο είναι ίδιες. Στο τέλος τέλος, ένα τοπίο είναι ένα πρόσωπο.
«Αυτόν τον καιρό έχω μπροστά μου ένα δέντρο, μ’ αυτό ασχολούμαι», λέει ο Π. Τέτσης. «Οσο μεγαλώνεις η δραστηριότητα μειώνεται. Υστερα, ψάχνεις περισσότερο και με διαφορετικό τρόπο. Ενα σημερινό έργο μου είναι πιο μεστό από ένα νεανικό... Στο παρελθόν έκανα ακροβασίες που μερικές φορές ήταν εις βάρος άλλων. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι στη Σίφνο ήθελα να κάνω ένα μεγάλο πορτρέτο. Ζήτησα από έναν φίλο μου να ποζάρει κάτω από τον καυτό ήλιο. Φανταστείτε: Αύγουστο, ντάλα μεσημέρι... Οι φίλοι μου είχαν πάντα κατανόηση. Θα ήθελα να τους απευθύνω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Να το γράψετε. Εχουν συμβάλει στο έργο μου. Είναι μέρος του».
Θα ’θελα να ήμουν 15 χρόνων κι ας είχα πανελλήνιες

Για τη διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, ο Παναγιώτης Τέτσης παραμένει «ένας από τους τελευταίους οπαδούς της ζωγραφικής του βλέμματος». «Το βλέμμα του, ωστόσο, δεν είναι ούτε αθώο ούτε ακαδημαϊκό. Είναι ένα βλέμμα θρεμμένο από μια μακρά ζωγραφική παράδοση, που ξεκινά από τους μεγάλους Βενετούς του 16ου αιώνα, περνάει από τον Γκρέκο και τον Ντελακρουά και εκβάλλει στον Ματίς, τον Μπονάρ, ακόμη και στον Ρόθκο».

Ο 85χρονος Π. Τέτσης προβάλλει το δικό του αποτύπωμα: «Οταν ήμουν 15 χρόνων, κάποιοι άνθρωποι μου είπαν ότι αυτό που κάνω δεν είναι ασήμαντο. Αρχισα να το παίρνω απάνω μου. Ο Νικολής Χατζηκυριάκος, όχι Νίκος, Νικολής, ο Πικιώνης, ο Φρισλάντερ και παράλληλα ο Περικλής ο Βυζάντιος, αργότερα και ο Πρεβελάκης».
Ο ζωγράφος δεν επιστρέφει στο παρελθόν μόνο για να τιμήσει τους δασκάλους του, αλλά και για να σχολιάσει το σήμερα. «Εχω ζήσει στην Υδρα μέχρι 12 χρόνων. Τα δόντια μου άρχισαν να καταστρέφονται από τα 10. Ομως ο οδοντογιατρός ήταν τότε πολυτέλεια. Ξέρετε πώς έβγαλα το γυμνάσιο; Ηταν Κατοχή, μας λυπήθηκαν και μας έδωσαν το απολυτήριο χωρίς να τελειώσουμε το σχολείο. Εγώ, δεν πήγα στις δύο τελευταίες τάξεις. Γλίτωσα χημεία, τριγωνομετρία, φυσική πειραματική. Στα 15 μου πέρασα τον πόλεμο και την Κατοχή. Και ξέρετε, είμαι ευτυχής γι’ αυτό. Οσοι επιβίωσαν έγιναν δυνατοί. Οχι, σαν τα σημερινά παιδιά που τα έχουν όλα. Ξέραμε να εκτιμούμε και την μπουκιά το ψωμί που δεν υπήρχε. Παρ’ όλα αυτά, θα ’θελα να ήμουν 15 - 16 χρόνων και ας είχα μπροστά μου πανελλήνιες!..»
– Τι νιώθετε να σας έχει στερήσει ο χρόνος;
– Αντιμετώπιζα πάντα πρόβλημα βιοπορισμού. Θα είχα κερδίσει περισσότερο χρόνο αλλά, βέβαια, δεν ξέρω αν θα ήμουν αυτό που είμαι τώρα.
– Ποια είναι η πιο σοβαρή απώλεια που έχετε στο χρόνο;
– Επειδή εργάστηκα πολύ, στερήθηκα χαρές της καθημερινής ζωής. Επρεπε να αναπληρώσω τον χαμένο χρόνο. Στη Σίφνο, ένα καλοκαίρι ολόκληρο, κολύμπησα μόνο τέσσερις - πέντε φορές. Διότι, αν πήγαινα στη θάλασσα, θα έχανα τη μέρα.
– Τι είναι το αύριο για σας;
– Μια ευχάριστη μέρα. Οχι διασκεδαστική. Ευχάριστη. Να ζωγραφίσω κάτι, να συναντήσω έναν φίλο.
– Κοιμάστε με μια ευχάριστη σκέψη στο μυαλό;
– Κάποιες φορές. Οχι πάντα.
– Είστε αισιόδοξος άνθρωπος, κ. Τέτση;
– Μάλλον ναι. Δεν έχω μαυρίλες. Ισως με πιάσουν αργότερα… Προς το παρόν, καλά πάμε!
Oι σταθμοί του
1925
Ο Π. Τέτσης γεννιέται στην Υδρα.

1937
Σε ηλικία 12 ετών η οικογένεια μετακομίζει στον Πειραιά.

1953
Με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών συνεχίζει τις σπουδές του στο Παρίσι, στην Ecole des Beaux-Arts. Το 1960, μια τρίμηνη τιμητική υποτροφία της ιταλικής κυβέρνησης του δίνει τη δυνατότητα να μελετήσει την τέχνη σε ιταλικά μουσεία, ενώ το 1972 μια χορηγία του Ιδρύματος Ford του επιτρέπει να ασχοληθεί απερίσπαστος στη ζωγραφική και ως τη χαρακατική.
1976
Εκλέγεται καθηγητής στην ΑΣΚΤ, όπου δίδάσκει ώς το 1992.

1993
Εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της ζωγραφικής.

Της Μαριας Κατσουνακη

11.4.2010

1 σχόλιο:

koulpa είπε...

xaxaxa η μόνημη δικιολογία μου για να μη βγαίνω με αντροπαρέες.. "δεν έχω που να ακουμπήσω το βλέμα μου".. πω πω με τα ίδια λόγια.. :):)
ωραίος ο κύριος.. δεν έχουμε και πολλούς.. και έχουν μεγαλώσει αρκετά.. :):)
καληνυχτούδιααα :):)

ShareThis