Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γενιά του..... Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γενιά του..... Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Η Γενιά του Εγώ (ή Γενιά Υ)

Εδώ και μερικές δεκαετίες τα παιδιά του δυτικού κόσμου μεγαλώνουν με κανακέματα και επαίνους και διαρκείς τονωτικές ενέσεις του Εγώ τους σε μια καλών προθέσεων προσπάθεια ενίσχυσης της αυτοεκτίμησής τους. Πού οδήγησε αυτό; Στην εμφάνιση μιας γενιάς που αν και επισήμως ονομάζεται Γενιά Υ (ως διάδοχος της Γενιάς Χ), τώρα διεκδικεί τον καθόλου κολακευτικό τίτλο της «Γενιάς του Εγώ». Οι εκπρόσωποί της εμφανίζονται εγωκεντρικοί και νάρκισσοι, έχουν υπερτιμημένη άποψη για τον εαυτό τους και διακατέχονται από υπερβολικά υψηλές και έξω από τις δυνατότητές τους προσδοκίες, με αποτέλεσμα να «λυγίζουν» ευκολότερα κάτω από τις δυσκολίες της πραγματικής ζωής και να ρέπουν περισσότερο προς την κατάθλιψη. Το να σπεύσουμε να τους κατηγορήσουμε είναι εύκολο. Είναι όμως πολύ πιο εποικοδομητικό να κάνουμε μια γερή κριτική και να αναθεωρήσουμε τον τρόπο που έχουμε υιοθετήσει ως «καλύτερο» για την ανατροφή των παιδιών μας. Οι ειδικοί έχουν ήδη μπει στη διαδικασία και οι προτάσεις τους είναι πραγματικά ενδιαφέρουσες.


«Τ
ους νέους σήμερα συνεχίζουν να τους παραχαϊδεύουν για πολύ καιρό, ενώ θα έπρεπε πολύ νωρίτερα να έχουν αρχίσει να μαθαίνουν ότι δεν είναι τέλειοι». Αυτό ήταν το συμπέρασμα του HS, ενός μπλόγκερ που σχολίαζε ένα άρθρο των «New York Times» το οποίο οίκτιρε την κατάσταση της σημερινής νεολαίας. Το πρόβλημα με τα παιδιά, συνέχιζε, είναι ότι έχουν μια «παραφουσκωμένη» άποψη για τον εαυτό τους επειδή έχουν μεγαλώσει έτσι ώστε να πιστεύουν πως καθετί που κάνουν είναι αξιόλογο και σημαντικό. Δεν επρόκειτο για κάποιον γερογκρινιάρη αλλά για έναν νεαρό που έγραφε για την ίδια του τη γενιά, εκείνους που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1980 και στο 2000 και έχουν ονομαστεί Γενιά Υ ή Γενιά του Εγώ.
Οπως καταλαβαίνει κανείς από το όνομά της, η Γενιά του Εγώ έχει προσελκύσει ήδη τα πυρά. Οι εκπρόσωποί της κατηγορούνται ότι είναι κακομαθημένοι, αλαζονικοί και νάρκισσοι, ότι έχουν μια αδικαιολόγητη αίσθηση πως δικαιωματικά όλα τους ανήκουν. Οι καθηγητές παραπονούνται ότι οι σημερινοί φοιτητές απαιτούν μόνιμη προσοχή. Οι εργοδότες δυσκολεύονται να καταπιούν τα υπερδιογκωμένα εγώ των νεαρών υπαλλήλων τους, ενώ οι ψυχοθεραπευτές λένε ότι βλέπουν μια νέα γενιά ασθενών οι οποίοι έχουν κατάθλιψη επειδή δεν μπορούν να φθάσουν στο ύψος των υπερβολικών προσδοκιών τους. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι το φταίξιμο βρίσκεται στους γονείς, στους δασκάλους και στους άλλους ενηλίκους οι οποίοι υπερέβαλαν στο να μεγεθύνουν την άποψη που έχουν τα παιδιά για τον εαυτό τους από τα πρώτα τους χρόνια.
Οι κατηγορίες αυτές δεν βαρύνουν μόνο τη Γενιά Υ αλλά και μια ολόκληρη φιλοσοφία για την ανατροφή των παιδιών, η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 και εξακολουθεί να ισχύει ακόμη. Αν είναι βάσιμες, θα πρέπει να αναθεωρήσουμε την άποψη ότι η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης των παιδιών είναι ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλίσουμε το ότι θα εκμεταλλευθούν στο έπακρο τις δυνατότητές τους. Τι λένε λοιπόν τα στοιχεία; Είναι η σημερινή νεολαία πραγματικά πιο εγωιστική από τις παλαιότερες γενιές; Αν είναι έτσι, αποτελεί αυτό πρόβλημα; Και αν η σύγχρονη δυτική κουλτούρα της οικοδόμησης αυτοεκτίμησης είναι ένοχη, τι μπορούμε να κάνουμε γι' αυτό;

Παραφουσκωμένο Εγώ
Ενας από τους πλέον ένθερμους επικριτές της σημερινής νεολαίας είναι η Τζιν Τουένγκι, ψυχολόγος στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας και συγγραφέας τού «Generation Me». Για να βρούμε αποδεικτικά στοιχεία υπέρ του υπερδιογκωμένου Εγώ της Γενιάς Υ αρκεί, όπως λέει, να κοιτάξουμε την ετήσια μελέτη των αμερικανών πρωτοετών φοιτητών που περιλαμβάνει 9 εκατ. φοιτητές κολεγίου. Αποκαλύπτει ότι το 52% των συμμετεχόντων του 2009 θεωρούσε πως είχε επίπεδα κοινωνικής αυτοπεποίθησης υψηλότερα από εκείνα του μέσου γενικού πληθυσμού σε σχέση με το 30% των φοιτητών που δήλωνε το ίδιο στη μελέτη του 1966. Οι σημερινοί φοιτητές επίσης αξιολογούν τη νοητική τους αυτοπεποίθηση, τις δεξιότητές τους στο να μιλούν δημόσια καθώς και τις ηγετικές τους ικανότητες περίπου κατά 50% υψηλότερα από ό,τι οι ομόλογοί τους του 1966.
Η υπερβολική σημασία της αυτοεκτίμησης για τη Γενιά Υ σκιαγραφήθηκε σε ένα πείραμα το 2010. Μια ομάδα με επικεφαλής τον Μπραντ Μπούσμαν του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο στο Κολόμπους διαπίστωσε ότι οι φοιτητές έδιναν στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησής τους - π.χ., το να πάρουν μεγαλύτερο βαθμό ή να δεχθούν μια φιλοφρόνηση - μεγαλύτερη αξία από ό,τι στις ανταμοιβές που κινητοποιούν την ανθρωπότητα από τις απαρχές της ύπαρξής της, όπως το να φάει κάποιος το αγαπημένο του φαγητό ή το να επιδοθεί σε σεξουαλική δραστηριότητα. Οι φοιτητές επίσης αξιολογούσαν αυτή την επιβράβευση υψηλότερα από το να κερδίσουν χρήματα, να πιουν αλκοόλ ή να δουν τον καλύτερό τους φίλο. Διερευνώντας περισσότερο οι επιστήμονες ζήτησαν από τους φοιτητές να αξιολογήσουν το πόσο ήθελαν καθεμιά από αυτές τις ανταμοιβές καθώς και την ευχαρίστηση που λάμβαναν από αυτές. Το να θέλει κάποιος κάτι περισσότερο από ό,τι του αρέσει θεωρείται ένδειξη εθισμού. Σε όλες τις περιπτώσεις η ανταμοιβή «τούς άρεσε» περισσότερο από ό,τι «την ήθελαν», αλλά η διαφορά ανάμεσα στα δύο ήταν μικρότερη σε ανταμοιβές που πρόσφεραν ενίσχυση της αυτοπεποίθησης.

Γεγονός ή προκατάληψη;
Η εικόνα δεν είναι ωστόσο τόσο απλή. Ο Μαρκ Λίρι, κοινωνικός ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο Ντιουκ του Ντάραμ της Βόρειας Καρολίνας, προειδοποιεί ότι τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν είναι τόσο ελιτίστικα όσο ήταν τη δεκαετία του 1960 και άρα το δημογραφικό προφίλ των φοιτητών έχει αλλάξει καθιστώντας τις παλαιότερες και τις σημερινές ομάδες φοιτητών μη απόλυτα συγκρίσιμες. «Δεν γνωρίζουμε αν αυτή είναι μια πραγματική αλλαγή ή αν έχει να κάνει με μια αλλαγή των ανθρώπων που εξετάζονται» λέει.
Πράγματι, η Κάλι Τρεζνιέφσκι του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Ντέιβις ανέλυσε μια μελέτη 400.000 μαθητών γυμνασίου που διεξάγεται τα τελευταία 30 χρόνια, από το 1976, και δεν βρήκε στοιχεία για αύξηση του εγωισμού σε αυτή την ελαφρώς νεαρότερη ομάδα. «Οι βαθμολογίες στην αυτοεκτίμησση δεν έχουν αλλάξει καθόλου» λέει. Υποπτεύεται ότι ορισμένοι ψυχολόγοι, κυρίως μιας μεγαλύτερης ηλικίας, διακατέχονται από μια πανάρχαια προκατάληψη. «Επικρίνουμε την επόμενη γενιά. Αυτό ακριβώς κάνουμε» τονίζει. Είναι πιθανόν, υποστηρίζει, όλοι και όχι μόνο η Γενιά Υ, να έχουμε σταδιακά γίνει πιο εγωκεντρικοί - καθώς όμως τα στοιχεία είναι περιορισμένα στις άλλες ηλικιακές ομάδες, είναι δύσκολο να εξετάσει αυτή την ιδέα της.

Η «Γενναιόδωρη Γενιά»;
Ακόμη πιο επιφυλακτικός είναι ο Τζέφρι Αρνέτ, ψυχολόγος ο οποίος μελετά την εφηβεία στο Πανεπιστήμιο Κλαρκ της Μασαχουσέτης. Επισημαίνει ότι σήμερα οι νέοι προσφέρουν εθελοντική δουλειά σε φιλανθρωπικά έργα σε μεγαλύτερους αριθμούς από ποτέ και ότι ενδιαφέρονται περισσότερο για τις κοινωνικές ανισότητες από ό,τι ενδιαφέρονταν οι γονείς τους. Φθάνει μάλιστα ως το σημείο να ονομάζει τη Γενιά Υ «Γενναιόδωρη Γενιά».
Παρ' όλα αυτά, οι περισσότεροι ερευνητές αναγνωρίζουν ότι έχει σημειωθεί μια πραγματική αύξηση της αυτοεκτίμησης - τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου το φαινόμενο έχει μελετηθεί περισσότερο. Το ερώτημα του αν αυτό αποτελεί πρόβλημα παραμένει ανοιχτό. Οταν ο αμερικανός ψυχολόγος Γουίλιαμ Τζέιμς επινόησε τον όρο «αυτοεκτίμηση» τη δεκαετία του 1890, τον είχε προσδιορίσει ως τον λόγο των επιτυχιών ενός ατόμου προς τις «φιλοδοξίες» ή τους στόχους του. Με άλλα λόγια, η αυτοεκτίμηση είναι ένα υποκειμενικό μέτρο της αξίας του καθενός που αυξάνεται καθώς επιτυγχάνει τους στόχους του. Αυτό ταιριάζει με τον ορισμό που δίνει το λεξικό: «Ο σεβασμός ή η ευνοϊκή άποψη κάποιου για τον εαυτό του». Τι το κακό μπορεί να υπάρχει σε αυτό;

Ματαιοδοξία και ναρκισσισμός
Στις ημέρες μας, παρ' όλα αυτά, η αυτοεκτίμηση έχει αποκτήσει ένα δεύτερο νόημα: «Μια αδικαιολόγητα καλή γνώμη κάποιου για τον εαυτό του, ματαιοδοξία». Αυτός είναι ο ορισμός που ταιριάζει καλύτερα στη Γενιά Υ, σύμφωνα με την κυρία Τουένγκι. Και αυτή είναι η πηγή του προβλήματος. Κατ' αρχάς, τα παραφουσκωμένα εγώ δημιουργούν σε πολλά νεαρά άτομα μη ρεαλιστικές προσδοκίες και η ανικανότητά τους να τις εκπληρώσουν μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη. Δεν είναι σύμπτωση, λέει, ότι το αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών στην Ατλάντα της Τζόρτζια ανέφερε τον περασμένο Οκτώβριο πως ένας στους εννέα Αμερικανούς άνω των 12 ετών παίρνει αυτή τη στιγμή αντικαταθλιπτικά - αριθμός τετραπλάσιος από το αντίστοιχο ποσοστό στα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Η κυρία Τουένγκι βλέπει ένα άλλο δείγμα επικίνδυνα διογκωμένης αυτοεκτίμησης στα αυξανόμενα επίπεδα του ναρκισσισμού. Διαπίστωσε ότι διπλάσιοι φοιτητές είχαν υψηλά επίπεδα ναρκισσισμού το 2006 σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Οι νάρκισσοι τείνουν να μην ανέχονται την κριτική και έχουν ροπή προς την εξαπάτηση και την επιθετικότητα. «Αυτοί είναι οι άνθρωποι που έρχονται στο γραφείο σου και κάνουν ολόκληρο καβγά για έναν βαθμό» λέει. Επίσης ανησυχούν περισσότερο για την εξωτερική τους εμφάνιση και, όπως τονίζει, οι Αμερικανοί καταφεύγουν στην πλαστική χειρουργική σε μεγαλύτερους αριθμούς από ποτέ. Στο τελευταίο της βιβλίο, «The Narcissism Epidemic», το οποίο έχει γράψει μαζί με τον Γ. Κιθ Κάμπελ (Free Press, 2009), αφηγείται ανέκδοτα για ανθρώπους που προσέλαβαν δήθεν παπαράτσι για να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι είναι διάσημοι ή αγόρασαν τεράστια σπίτια με δάνεια ως απόδειξη του αμερικανικού παραφουσκωμένου εγώ.

Εγώ και στη... μουσική
«Το έχουμε παρακάνει με τον ατομισμό» λέει η κυρία Τουένγκι και αυτό αντανακλάται και στην ποπ κουλτούρα. Μαζί με τον ψυχολόγο Νέιθαν Ντε Βαλ και άλλους ερευνητές κατέγραψαν μια αύξηση της χρήσης της λέξης «εγώ» στους στίχους των αμερικανικών ποπ επιτυχιών από το 1980 ως το 2007. Ταυτοχρόνως η συχνότητα λέξεων που σχετίζονται με άλλους ανθρώπους, με την κοινωνική αλληλεπίδραση και τα θετικά συναισθήματα έχει μειωθεί. Η κυρία Τουένγκι θεωρεί υπεύθυνους τέσσερις παράγοντες: τις αλλαγές στη συμπεριφορά των γονέων, τη λατρεία της διασημότητας, το Διαδίκτυο και τον εύκολο δανεισμό. «Ολοι αυτοί οι παράγοντες επιτρέπουν στους ανθρώπους να έχουν μια διογκωμένη αίσθηση του εαυτού τους, στην οποία το φαίνεσθαι της επίδοσης είναι πιο σημαντικό από αυτή καθαυτή την επίδοση» λέει.
Αλλοι κατηγορούν το κίνημα της αυτοεκτίμησης που ξεκίνησε στην Καλιφόρνια τη δεκαετία του 1980. Δυστυχώς, λέει ο κ. Λίρι, το κίνημα γεννήθηκε από μια παρανόηση. Μελέτες είχαν δείξει έναν συσχετισμό ανάμεσα στην υψηλή αυτοεκτίμηση και στις θετικές εξελίξεις στη ζωή. «Ο κόσμος βιάστηκε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αυτοεκτίμηση ήταν η αιτία αυτών των άλλων πραγμάτων αλλά δεν είναι» λέει. Υστερα από τρεις δεκαετίες και πολλά προγράμματα ενίσχυσης της αυτοεκτίμησης επικρατεί η άποψη ότι ο καλύτερος τρόπος να αναθρέψει κάποιος τα παιδιά του είναι να οικοδομήσει την αυτοεκτίμησή τους μέσα από συνεχείς επαίνους και θετικές αναδράσεις. Τα στοιχεία είναι όμως είναι ασαφή, στην καλύτερη περίπτωση.

Μειωμένη αντοχή στις δυσκολίες
Το 2003 μια ομάδα με επικεφαλής τον Ρόι Μπαουμάιστερ του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Φλόριδας στο Ταλαχάσι διεξήγαγε μια μετα-ανάλυση των προηγούμενων ερευνών. Η εικόνα που αναδείχθηκε ήταν σύνθετη. Διαπίστωσαν ότι η υψηλή αυτοεκτίμηση σχετιζόταν γενικά με πιο χαρούμενη διάθεση και ανάληψη πρωτοβουλίας, ενώ η χαμηλή αυτοεκτίμηση συνδεόταν με κατάθλιψη. Παρ' όλα αυτά, αντίθετα με το αναμενόμενο, τα άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση καταθλίβονταν περισσότερο σε στιγμές στρες, ενώ εκείνα που είχαν χαμηλή αυτοεκτίμηση έδειχναν μεγαλύτερη αντοχή όταν έρχονταν αντιμέτωπα με τα σκαμπανεβάσματα της ζωής. Φάνηκε επίσης ότι η προσπάθεια ενίσχυσης της αυτοεκτίμησης των μαθητών δεν βελτίωνε τις επιδόσεις τους στα μαθήματα και μπορούσε μερικές φορές να είναι αντιπαραγωγική. Η υψηλή αυτοεκτίμηση φάνηκε να προστατεύει τα κορίτσια από τα νταηλίκια, δεν εμπόδιζε όμως τα παιδιά να καπνίσουν, να πιουν, να πάρουν ναρκωτικά ή να κάνουν σεξ - αντιθέτως, τα ωθούσε στο να δοκιμάσουν αυτά τα πράγματα. Οι καλές επιδόσεις στην εργασία σχετίζονταν μερικές φορές με την υψηλή αυτοεκτίμηση, ο συσχετισμός όμως ήταν ευμετάβλητος και η σχέση της αιτιότητας ασαφής. Η αυτοεκτίμηση δεν μπορούσε να προβλέψει ούτε την ποιότητα ούτε τη διάρκεια των σχέσεων. Η γενική εικόνα ήταν τόσο συγκεχυμένη ώστε ο κ. Μπαουμάιστερ και η ομάδα του θεώρησαν ότι δεν μπορούν να εγκρίνουν προγράμματα για την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης.
Σήμερα οι ψυχολόγοι συμφωνούν στο ότι η υψηλή αυτοεκτίμηση αποτελεί συχνότερα τη συνέπεια θετικών γεγονότων στη ζωή παρά την αιτία τους - ένα μήνυμα το οποίο ακόμη δεν έχει περάσει σε γονείς και δασκάλους. Ο κ. Λίρι φθάνει ως το σημείο να διαβεβαιώνει ότι η αυτοεκτίμηση που ενισχύεται με τεχνητό τρόπο, χωρίς αναφορά σε επιτεύγματα, δεν έχει καμία εγγενή αξία. Εν τω μεταξύ ο εκπαιδευτικός ψυχολόγος Χέρμπερτ Μαρς του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης υποστηρίζει ότι θα πρέπει να σκεφτόμαστε την αυτοεκτίμηση ως ένα τμήμα της ευρύτερης έννοιας ενός πράγματος που ονομάζεται αυτοαντίληψη και το οποίο περιλαμβάνει επίσης τις απόψεις που έχει κάποιος για την εθνοτική και μορφωτική του ταυτότητα, καθώς και για το φύλο του. Πιστεύει ότι η καλή αυτοαντίληψη και η υψηλή εκπαιδευτική απόδοση αποτελούν την αιτία και το αποτέλεσμα η μια της άλλης. «Αυτό είναι που κάνει τόσο δύσκολη τη δουλειά των δασκάλων» λέει. «Δεν πρέπει μόνο να διδάξουν δεξιότητες, πρέπει επίσης να οικοδομήσουν την πίστη των παιδιών στον εαυτό τους και μετά να συνδέσουν αυτά τα δύο».

Πιο σημαντικός ο αυτοέλεγχος
Ο κ. Μπαουμάιστερ υποστηρίζει ότι, αντί να «χτίζουμε» το εγώ των παιδιών, θα πρέπει να οικοδομήσουμε τον αυτοέλεγχό τους. Στο καινούργιο βιβλίο του «Willpower: Rediscovering Our Greatest Strength» (Allen Lane, 2012) παρουσιάζει στοιχεία υπέρ του ότι η δύναμη της θέλησης και όχι η αυτοεκτίμηση είναι το απαραίτητο συστατικό για μια επιτυχημένη ζωή. Υποστηρίζει ότι τα παιδιά θα πρέπει να μάθουν να ελέγχουν τις παρορμήσεις τους και να επιμένουν σε δύσκολα έργα ώστε να μπορέσουν να επιτύχουν τους στόχους τους, κάτι το οποίο θα ενισχύσει με φυσικό τρόπο την αυτοεκτίμησή τους. Οι γονείς και οι δάσκαλοι μπορούν να βοηθήσουν στην ανάπτυξη της αυτοπειθαρχίας ενθαρρύνοντας τα παιδιά να αποκτήσουν καλές συνήθειες. Και αντί να τους παρέχουν διαρκή και επομένως ανούσιο έπαινο, θα πρέπει να ενθαρρύνουν τα πραγματικά επιτεύγματα. Αν η προσέγγιση του κ. Μπαουμάιστερ φαίνεται υπερβολικά αυστηρή, ο κ. Λίρι είναι πιο πραγματιστής. Το μήνυμα που θα πρέπει να στέλνουν οι γονείς στα παιδιά τους, λέει, είναι ότι τα αγαπούν ακόμη και αν δεν είναι τέλεια και ότι μπορούν να βελτιωθούν. «Δώστε τους ειλικρινή πληροφόρηση» επισημαίνει. «Και πάνω από όλα, μη λέτε στο παιδί σας ότι είναι το καλύτερο παιδί του κόσμου γιατί κανένα δεν είναι».


Στροφή προς τους άλλους
Η υπερβολική αυτοεκτίμηση μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα, το ίδιο όμως ισχύει και για τη χαμηλή αυτοεκτίμηση. Στην εφηβεία τα παιδιά γίνονται ευάλωτα καθώς ο «συμπαγής» εγωκεντρισμός που έχουν στα πρώτα τους χρόνια αρχίζει γρήγορα να αποκτά ρωγμές. Στα κορίτσια η πτώση της αυτοεκτίμησης είναι μεγαλύτερη από ό,τι στα αγόρια, και στα δυο φύλα όμως η αλλαγή είναι μόνιμη. Επίσης σε αυτές τις ηλικίες η αυτοεκτίμηση μπορεί να είναι υψηλή αλλά ταυτόχρονα ασταθής, να καταποντίζεται με την πρώτη κριτική.
Οι γονείς φυσικά θέλουν να προστατεύσουν το παιδί τους σε αυτή την κρίσιμη ηλικία, όμως το να το στολίζουν με αβάσιμους επαίνους δεν είναι η λύση. Μια καλύτερη τακτική είναι να ενθαρρύνουν τα παιδιά να σκέφτονται τους άλλους. Μια από τις πολλές μελέτες που δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση έγινε από την Τζένιφερ Κρόκερ και την Εϊμι Κανεβέλο του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο στο Κολόμπους, σε περίπου 200 ζεύγη φοιτητών. Διαπίστωσαν ότι όσοι προσπάθησαν να ενισχύσουν την αυτοεκτίμησή τους βάζοντας τον ή την συγκάτοικό τους να τους αναγνωρίσει τα καλά σημεία τους απέτυχαν: τόσο η αυτοεκτίμηση των ίδιων όσο και η γνώμη των συγκατοίκων τους για εκείνους μειώθηκαν μέσα στους τρεις μήνες που διήρκεσε το πείραμα. «Εκείνο που πραγματικά λειτούργησε ήταν το να δείχνουν έμπρακτα ότι ενδιαφέρονται πραγματικά για τον συγκάτοικό τους» λέει η κυρία Κρόκερ.
Της Laura Spinney
Πηγή Το Βήμα 
23.9.2012

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Η απαραίτητη Γενιά του Τριάντα

Σε κάθε δύσκολη εποχή -κι αυτή που περνάμε είναι ακραία δύσκολη- οι άνθρωποι γνωρίζουν πολύ καλύτερα τα προβλήματα από τις λύσεις, και αυτό γιατί τα προβλήματα είναι παρόντα, ολοζώντανα, ενώ οι λύσεις βρίσκονται στη σφαίρα της σκέψης και μόνο.
Ομως η μεγάλη τραγωδία των δύσκολων καιρών είναι ότι σε τυφλώνουν. Κι αυτό γιατί η σκέψη υποχωρεί κάτω από την πίεση του φόβου και της αγωνίας αφήνοντας τη θέση της στη φαντασία, η οποία και την αντίληψη των προβλημάτων αλλοιώνει, δίνοντας στις αιτίες τους διαστάσεις μυθικές, και κατά συνέπεια κάνει αδύνατη την εξεύρεση λύσης πραγματικής, καθώς, πιεσμένος από το θυμικό, ο άνθρωπος ψάχνει καταφύγιο σε μαγικές διεξόδους.
Ετσι και τώρα. Ολο και περισσότερο ο δημόσιος διάλογος μπολιάζεται με σχηματοποιήσεις απλοϊκές, που αναζητούν, μέσω του μηχανισμού ψυχικής άμυνας της προβολής, να βρουν τα προβλήματα σε δυνάμεις έξω από εμάς: τα μονοπώλια, την Ε. Ε., τη Γερμανία, τον Φ τραπεζίτη, τον Χ μεγαλοεκδότη, τον Ψ μεγαλοεργολάβο... Και ενώ κάθε στοιχείο αυτής της λίστας έπαιξε τον ρόλο του στη δημιουργία των προβλημάτων, και συνεχίζει να τον παίζει στην παρεμπόδιση των λύσεων, η προβολή σε αυτά ατόφιου του κακού μάς στερεί τη δυνατότητα να δούμε τις δικές μας ευθύνες, των κυβερνήσεων που εκλέξαμε, των κομμάτων, του κράτους, όλων ημών. Αλλά αυτό είναι ολέθριο, γιατί μόνο η ξεκάθαρη αντίληψη των ευθυνών που βρίσκονται υπό τον άμεσο έλεγχό μας θα μας επιτρέψει να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τα προβλήματα.
Εκεί είμαστε σήμερα. Οι περισσότεροι, αντί να αναζητούμε έλλογα, με όση νηφαλιότητα επιτρέπουν οι συνθήκες, το τι να κάνουμε για να σωθούμε, είτε ξεπέφτουμε στην απάθεια -είναι κι αυτή μηχανισμός άμυνας σε ακραίες καταστάσεις- είτε στρεφόμαστε στα άκρα, στις επικίνδυνες ρητορικές της ξεπερασμένης παλαιομαρξιστικής θεωρίας, του παρανοειδούς υπερεθνικισμού ή της δαιμονολογίας των προσφερόμενων παραλλαγών του λαϊκισμού. Η αποτελεσματική θεραπεία απαιτεί προηγούμενως σωστή διάγνωση. Οταν όμως η διάγνωση είναι τύπου μαγικού, ότι για όλα φταίνε τέρατα και δαίμονες, τότε αντί για γιατρό τρέχεις στον μάγο, με τα ξόρκια και τις μαγγανείες του. Κι από τέτοιους έχουμε μπόλικους, σε όλα τα κόμματα - σε κάποια, μάλιστα, είναι και επικεφαλής. Σε τέτοιο αδιέξοδο όμως, ποια είναι η λύση;
Αναζητώ την απάντηση από εντελώς παράδοξη δίοδο, το εξαίρετο καινούργιο βιβλίο του Δημήτρη Τζιόβα «Ο Μύθος της Γενιάς του Τριάντα». Ο σκοπός μου δεν είναι να το παρουσιάσω (το έκανε επαρκέστατα η Ελισάβετ Κοτζιά στην «Κ» της 29ης Οκτωβρίου), αλλά να αναφέρω κάποιους τρόπους με τους οποίους, έμμεσα αλλά καίρια, οι προβληματισμοί του είναι πολύτιμοι στη σημερινή συγκυρία. Και αυτό γιατί αναλύοντας το βιβλίο την ουσία του πολιτισμικού προτάγματος της Γενιάς του Τριάντα, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους αυτό διαστρεβλώθηκε στις μετέπειτα δεκαετίες από τους επικριτές του, δείχνει τελικά το πόσο, και με ποιους τρόπους, ξεστρατίσαμε από αυτό που θα μπορούσαμε να είμαστε σήμερα. Η Γενιά του Τριάντα αποτελούνταν από ανθρώπους ανοιχτόμυαλους και ανοιχτόκαρδους, φρέσκα μυαλά που μπόρεσαν να κοιτάξουν τον τόπο χωρίς τις τότε παρωπίδες του λογιωτατισμού, του επαρχιωτισμού, του αυτιστικού εθνικισμού, της ξενομανίας ή του μιμητικού αριστερισμού. Ανοίχτηκαν τολμηρά στην Ευρώπη και στο καινούργιο χωρίς να ξεχνούν ούτε πού μένουν, ούτε ποια γλώσσα μιλούν, ούτε ποια παράδοση κουβαλούν. Στο βιβλίο του Τζιόβα φαίνεται καθαρά ότι αυτή η Γενιά εκφράζει τη σπουδαιότερη απόπειρα να δημιουργηθεί ένα όραμα για την Ελλάδα που να συνθέτει δημιουργικά το αρχαίο με το μοντέρνο, το αστικό με το λαϊκό, το ανατολίτικο με το ευρωπαϊκό, το τοπικό με το κοσμοπολίτικο, το σεβαστικό με το ρηξικέλευθο.
Ο Θεοτοκάς, ο χαρακτηριστικότερος θεωρητικός εκφραστής της, έγραψε ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, σαν το 1922, σπάζοντας τη συνέχεια της ψυχικής ιστορίας της Ελλάδας, διέκοψε την προσπάθεια της Γενιάς να χτίσει ένα νέο όραμα. Η ολοκλήρωσή του όμως αποτελούσε ουσιαστική εθνική ανάγκη, και γι’ αυτό πιστεύω πως δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η μετέπειτα μάχη για την ιδεολογική, και όχι μόνο, κυριαρχία της χώρας από τη σοβιετόδουλη Αριστερά και, αντιδραστικά, από μια ιδεοληπτική, στείρα εθνικοφροσύνη, περιέλαβε, ως κύριο στοιχείο της, αμφίπλευρες επιθέσεις στο ελεύθερο πνεύμα της Γενιάς του Τριάντα, με αποτέλεσμα αυτό να μην μπορέσει να ξαναεκφραστεί παρά είκοσι χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του ’60. Μα πάλι το διέκοψε βίαια η δικτατορία.
Διαβάζοντας τον «Μύθο της Γενιάς του Τριάντα» του Τζιόβα σκέφτομαι ότι αυτό που ονομάζουμε «νίκη των ηττημένων του Εμφυλίου» στο φαντασιακό της χώρας, μια νίκη της οποίας το χειρότερο σύμπτωμα ήταν ο εξαγιασμός του καταστροφικού λαϊκισμού του Ανδρέα Παπανδρέου της δεκαετίας του ’80, και η μετέπειτα εξαχρείωση, στο αυλάκι του, της πολιτικής ζωής της χώρας, ήταν στην ουσία η ήττα του δημιουργικά ελληνικού και γόνιμα φιλευρωπαϊκού πνεύματος της σπουδαίας αυτής Γενιάς.
Κατά συνέπεια, σήμερα που κινδυνεύουμε, με δική μας κυρίως ευθύνη, να βγούμε οικονομικά και πολιτικά από την Ευρώπη, έχοντας ταυτόχρονα διαστρέψει στο όνομα των ιδεολογιών της αρπαχτής οτιδήποτε γνήσια και αρχοντικά ελληνικό είχαμε, η πρόκληση της αναζήτησης της Γενιάς του Τριάντα μάς ανοίγει ένα μονοπάτι στο υπόδειγμα που τόσο χρειαζόμαστε, στη θετική πολιτισμική σύνθεση που αποτελεί τη μόνη εναλλακτική στην καταστροφή.

Του Απόστολου Δοξιάδη (Ο κ. Απόστολος Δοξιάδης είναι συγγραφέας.)
4.12.2011

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Η βαριά φτερούγα της οικογένειας (Η νέα γενιά και ο υπερπροστατευτισμός)

William Bouguereau-Angels Playing Violin
Παραμονή Πρωτοχρονιάς συζητούσα με δύο εξαίρετους νέους, τέλος πάντων νεότερούς μου, ο ένας κοντά στα 30, ο άλλος κοντά στα 40. Συζητούσαμε σαν φίλοι, πολιτισμένοι και αλληλοεκτιμώμενοι, ανταλλάσσαμε ροκιές και κομπλιμέντα, δίναμε έναν τόνο εορταστικό και φιλάλληλο σε μια χρονιά που ανέτελλε σκυθρωπή όσο να 'ναι. Και ανακάλυπτα με ευχάριστη έκπληξη ότι, παρ' όλη την πνευματική έλξη, δεν μοιραζόμασταν τα ίδια στερεότυπα.

Το σημαντικότερο στερεότυπο, γύρω από το οποίο βουίζαμε σαν διψασμένες μέλισσες, ήταν η οικογένεια. Πολύ αδρά, σχεδόν απλουστευτικά: οι συνομιλητές μου υποστήριζαν ότι η ελληνική οικογένεια είναι καταπιεστική έως ευνουχιστική· εγώ υποστήριζα ότι η μεγαλύτερη καταπίεση που ασκεί η ελληνική οικογένεια είναι το παραχάιδεμα των κανακάρηδων και των πριγκιπέσων, δηλαδή μια αντίστροφη καταπίεση, μια υπερπροσφορά ευκολιών και προστασίας, που πνίγει, μπουκώνει και καθηλώνει. Αλλά ποιος φταίει περισσότερο; Η υπερπροστατευτική και υπερταϊστική Ελληνίδα μάνα, η «σου άφησα σκεπασμένο το φαΐ, αν αργήσεις» και «βάλε το κασκόλ, γύρισε χιονιάς»; Ή ο μαντράχαλος και η μουλάρα των 25-30 χρόνων, που σιτίζονται από το χαρτζιλίκι των συνταξιούχων γονιών περιμένοντας τη μεγάλη καριέρα και την αναγνώριση των πριγκιπικών προσόντων;

Το θέτω τόσο αδρά, για να φτάσουμε σε μερικές διαπιστώσεις. Ας πούμε, οι γονείς των σημερινών 20-40 ευθύνονται για την απόκρυψη των υλικών δυσχερειών του βίου από τους γόνους τους - όσοι τουλάχιστον γνώρισαν ένδεια και δυσκολία. Η ανάμνηση της φτώχειας τούς οδήγησε να την αποκρύψουν και να υπερκαλύψουν τα μανάρια με πλησμονή υλικών αγαθών· να τα αναστήσουν σαν πρίγκιπες, με ιδιωτικά σχολεία, ιδιαίτερα, πολυτελή ρούχα και παιχνίδια, ταξίδια, σπουδές εξωτερικού, ακόμη και όταν αυτές οι δαπάνες στράγγιζαν το οικογενειακό βαλάντιο. Οι γονείς είχαν ξεπεράσει την ανέχεια και την ταπεινή καταγωγή, είχαν ενσωματωθεί στο Μεσαίο· οι γόνοι έπρεπε να απογειωθούν στο Ανώτερο, να εκπληρώσουν το όνειρο: κοσμοπολιτισμός, μετασπουδές, εκλέπτυνση. Μια αναδυόμενη αργόσχολη τάξη. Αλλά από πού θα αντλούσαν πόρους αυτοί οι δανδήδες;

Ακόμη και χωρίς την κρίση, και πριν απ' αυτήν, όλη αυτή η απόκρυψη και το παραχάιδεμα, οι προβολές των γονιών πάνω στους γόνους, η υπεραναπλήρωση, είχαν ήδη οδηγήσει στον φενακισμό και από κει απευθείας στη ματαίωση. Οι βλαστοί μεγάλωναν τρυφηλοί, υπερενημερωμένοι, ποπ, ευαίσθητοι, και ανυπεράσπιστοι, σε έναν κόσμο αυξανόμενης σκληρότητας, ερημίας και ατομοκεντρισμού. Η κρίση είχε εμφανιστεί, δομική και αμείλικτη, στην εργασία και στις σχέσεις, πολύ πριν από το χρηματοπιστωτικό και εθνικό κραχ. Υπό μία έννοια, η ενδημική αμεριμνησία των πριγκιπικών γόνων και των υπερδανεισμένων οικογενειών τους προοικονομούσε την κατάληξη ενός λαού που ζούσε με δανεικά από το μέλλον, διαρρηγνύοντας τους δεσμούς με το παρελθόν, παραχώνοντας τη μισητή σβουνιά της καταγωγής.

Η οικογένεια πέθανε. Χμμ… Ποια οικογένεια ακριβώς; Η ελληνική, η υπερπροστατευτική… Αυτή που εικονογραφεί γκροτέσκα η ταινία «Κυνόδοντας». Μα περιγράφει την ελληνική οικογένεια, τη μικροαστική και λαϊκή, τη μεσαία, το σετ ψυχοπαθών που βιαιοπραγούν γύρω από μια πισίνα, σε μια περίκλειστη έπαυλη; Πιστεύω ότι αυτή και άλλες ποπ απεικονίσεις οικογένειας στην πρόσφατη κινηματογραφική παραγωγή αντηχούν μια θεμελιώδη αδυναμία των δημιουργών τους· αδυναμία να αφουγκραστούν το πραγματικό, αδυναμία να αφουγκραστούν το κύριο: την υπερχειλίζουσα πολυσθενή σχέση τού μέσα με το έξω, του ενός με τους πολλούς, του ανθρώπου με το πετσί του, με το πρόσωπό του. Αδυναμία να αφουγκραστούν την αγάπη σαν κατόρθωμα, και σαν θεμελιώδη προϋπόθεση του Εγώ κινούμενου προς τον Αλλο. (Κάτι που το είδε και το υποστασίωσε συγκινητικά η έκκεντρη «Στρέλλα».) Ο φερ' ειπείν Κυνόδοντας, και κάθε Κυνόδοντας, αντλεί την αλήθεια της αφήγησής του από κατασκευές, από άλλες αφηγήσεις, αντλεί από φόρμες και καταλήγει σε φόρμα, κενή περιεχομένου· είναι ένα simulacrum, ομοίωμα που έχει λησμονήσει πια το μακρινό του πρωτότυπο· καθότι δεν μετουσιώνει καμιά πραγματικότητα, απλώς κάνει κόπι-πέιστ τις αναφορές του. Κατά τούτο, μοιάζει με τη διάχυτη στάση των μορφωμένων νέων που μεμψιμοιρούν για την ευνουχιστική οικογένεια, και εννοούν όχι τη δική τους, αλλά την οικογένεια που έχουν δει στις ταινίες του Χάνεκε και του Δόγματος. Ωσάν η ζωή να αντλείται από την τέχνη…

Υλικές προϋποθέσεις, κοινωνικοψυχολογικοί όροι, αισθητικά και φαντασιωσικά συμφραζόμενα. Και η ειρωνεία: η γενιά η πιο ποτισμένη, εκουσίως και ακουσίως, από τον ατομικισμό αποφεύγει την ατομική ευθύνη, την ενηλικίωση λ.χ., και κλαυθμυρίζει για τη βαριά φτερούγα της καταγωγικής οικογένειας. Μα ακριβώς αυτή η ειρωνεία είναι η πιο τρυφερή αντίφαση που τυλίγει τούτη τη γενιά, των αγαπημένων φίλων και των παιδιών μας.

Του Νίκου Ξυδάκη
www.vlemma.gr

9.1.2011

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

Η τεχνολογία δημιουργεί μέγα χάσμα μεταξύ γενεών (η "γενιά του διαδικτύου" και η γενιά "i")

Μια άκρως αποκαλυπτική έρευνα που πραγματοποίησε το ινστιτούτο Pew

The New York Times

Ενιωσα μεγάλη έκπληξη όταν η μόλις δύο ετών κόρη μου έδειξε το Kindle μου και είπε «το βιβλίο του μπαμπά». Ενα παιδί, που μόλις άρχισε να μιλάει, αποκάλυψε το πελώριο χάσμα που μας χωρίζει από τους νεότερους. Αναγνώρισε το Kindle ως το μέσο που θα αντικαταστήσει τα έντυπα. Η ηλεκτρονική συσκευή είναι δική μου, αλλά ακόμα δεν έχω εξοικειωθεί με την ιδέα. Η ζωή μας, ποιος μπορεί να το αρνηθεί αυτό, θα διαμορφωθεί από τις νέες τεχνολογίες, όπως το Kindle, ο νέος υπολογιστής της Apple, και τα υπερ-έξυπνα κινητά τηλέφωνα. Το παιδί μου θα γνωρίσει τον κόσμο από τα ηλεκτρονικά βιβλία, τις βιντεοδιασκέψεις μέσω Skype και τα παιχνίδια που μπορεί ακόμα και σήμερα να παίξει στο iphone. Σίγουρα θα δει τον κόσμο πολύ διαφορετικά από τους γονείς της.

Τα δεκάχρονα
Ομως, ακόμα και για δεκάχρονα παιδιά αυτή η τεχνολογία είναι καινούργια. Πιστεύω ότι η γενιά της κόρης μου θα διαφέρει ακόμα και από αυτούς που την περνούν μόλις λίγα χρόνια. Και οι ερευνητές υποστηρίζουν πως η τεχνολογία, που εξελίσσεται με ταχύτατους ρυθμούς, θα δημιουργήσει μικροχάσματα γενεών. Κάθε ηλικιακή ομάδα επηρεάζεται διαφορετικά από τα νέα τεχνολογικά εργαλεία στα οποία έχει πρόσβαση τα πιο κρίσιμα χρόνια της ανάπτυξής της. Οι νεότεροι θα έχουν παράξενες προσδοκίες από τον κόσμο. Το τρίχρονο παιδί είναι τόσο εξοικειωμένο με την οθόνη αφής του iphone, ώστε όποτε πλησιάζει φορητό κομπιούτερ, θα προσπαθεί να το θέσει σε λειτουργία ακουμπώντας τα δάκτυλά του πάνω στη οθόνη. Από την άλλη, όταν η τετράχρονη ανιψιά μου έλαβε ως δώρο Xριστουγέννων ένα Zhou Zhou χάμστερ, προσπάθησα να της εξηγήσω ότι είναι ένα ρομπότ με ικανότητες αποφυγής εμποδίων. «Οχι», μου απάντησε με βεβαιότητα, «είναι ζωάκι». Αυτές οι μικροδιαφορές ανάμεσα στις γενιές είναι πιο ορατές στην επικοινωνία και στις επιλογές διασκέδασης των διαφόρων ηλικιακών ομάδων. Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε πέρυσι το ινστιτούτο Pew, οι έφηβοι στέλνουν περισσότερα μηνύματα από τους 20άρηδες (68% έναντι 59%) και παίζουν περισσότερο παιχνίδια στο Ιντερνετ (78% έναντι 50%).

Ο δρ Μιζούκο Ιτο του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Μελετών υποστηρίζει ότι παιδιά που παίζουν περισσότερες ώρες ιντερνετικά παιχνίδια, όπως π. χ. το Club Penguiκαι το Moshi Monsters, δυσκολεύονται να ξεχωρίσουν ανάμεσα στους φίλους του Διαδικτύου και τους πραγματικούς τους. Η κοινωνική επαφή μέσω του Ιντερνετ είναι γι' αυτά εξίσου ευχάριστη με την πραγματική. Γενικά συμμετέχουν ενεργά σε δραστηριότητες που τα διασκεδάζουν.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα παιδιά είναι πιο δημιουργικά από τις παλιότερες γενιές και ότι δεν γίνονται εύκολα στόχοι των διάφορων διαφημιστικών εκστρατειών.

Μια ακόμα σημαντική διαφορά είναι ότι τα μικρότερα παιδιά μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα ταυτόχρονα.

Μελέτες που πραγματοποιήθηκαν από τον δόκτορα Ρόζεν δείχνουν ότι παιδιά ηλικίας από 16 έως 18 ετών μπορούν να κάνουν ακόμα και επτά διαφορετικά πράγματα την ίδια στιγμή. Eίναι πολύ αμφίβολο εάν η νεότερη γενιά θα καταφέρει να εστιάσει το ενδιαφέρον της σε ένα μόνον πράγμα, όπως π. χ. στα μαθήματα...

Η «γενιά του Διαδικτύου» και η «γενιά i»

Ο καθηγητής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας Λάρι Ρόζεν, συγγραφέας του βιβλίου «Κατανοώντας τη γενιά i και τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνει», υποστηρίζει ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε αυτή που αποκαλεί «γενιά του Διαδικτύου» (που γεννήθηκε τη δεκαετία του 1980) και τη «γενιά i», που γεννήθηκε μετά το 1990.

Η γενιά του Διαδικτύου, που σήμερα είναι 20 ετών, δαπανά τουλάχιστον δύο ώρες την ημέρα να μιλάει στο τηλέφωνο και εξακολουθεί να χρησιμοποιεί κατά κόρον το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

Αντίθετα, η «γενιά i» (τα μικρότερα αδέλφια όσων ανήκουν στη γενιά του Διαδικτύου) δαπανά περισσότερο χρόνο στέλνοντας μηνύματα, αντί να μιλάει στο τηλέφωνο, δεν παρακολουθεί τηλεόραση και επικοινωνεί μέσω των δικτύων instant messenger.

O δρ Ρόζεν πιστεύει ότι οι νεότερες γενιές, σε αντίθεση με τους παλιότερους, είναι πολύ πιο ανυπόμονες και περιμένουν να λάβουν άμεση απάντηση σε οποιοδήποτε αίτημά τους. «Αυτά τα παιδιά θέλουν να λάβουν άμεσα απαντήσεις από τους δασκάλους και τους καθηγητές τους, επειδή ακριβώς αυτή την εμπειρία έχουν όσο μεγαλώνουν. Επρεπε να μοιάζουν με τα μεγαλύτερα αδέλφια τους, αλλά τελικά είναι διαφορετικοί άνθρωποι».

========================================================
Φοβισμένοι οι μεγάλοι, αλλά απόλυτα εξοικειωμένοι οι νεότεροι

Οι πολύ νεαροί μπορεί να μεγαλώσουν με εξαιρετικά συγκεχυμένη έννοια του ιδιωτικού βίου και της ανάγκης να προστατευθεί. Η ιδέα ενός τηλεφώνου ή οποιασδήποτε άλλης συσκευής που θα γνωρίζει διαρκώς το ακριβές σημείο στο οποίο βρισκόμαστε και μπορεί μάλιστα να μας δώσει τις ακριβείς γεωγραφικές συντεταγμένες του, μπορεί να προκαλεί φόβο στους πιο μεγάλους, αλλά οι νεότεροι είναι απόλυτα εξοικειωμένοι μαζί του.

Μάλιστα, οι πιο εξοικειωμένοι με το Διαδίκτυο αλλά και οι χρήστες κινητών θεωρούν αυτές τις συσκευές δεύτερη φύση και συχνά περιμένουν ότι κάθε άλλη μηχανή μπορεί να τους δώσει τις ίδιες πληροφορίες. Και η αλήθεια είναι ότι τα νεότερα παιδιά που μεγαλώνουν –ενώ οι πλοηγοί και τα συστήματα προσδιορισμού θέσης μέσω δορυφόρου εξελίσσονται– δεν θα βρεθούν ποτέ στη ζωή τους εκτός δικτύου.

Χωρίς δισταγμό
Μάλιστα, είναι πολύ πιθανό ότι μελλοντικά θα περιμένουν να ενημερώνονται για τις προσφορές ενός μαγαζιού, παραδείγματος χάρη, ενόσω περνούν έξω από τη βιτρίνα του ή θα περιμένουν ότι οι φίλοι τους θα μπορούν να τους βρίσκουν κάθε στιγμή σε οποιοδήποτε σημείο και αν βρίσκονται. Αλλωστε, όσοι έχουν εντρυφήσει περισσότερο στη νέα τεχνολογία, όπως αυτή διαμορφώνεται με τη μορφή των μπλογκ και των ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης και άλλων, δεν έχουν τον παραμικρό δισταγμό να αποκαλύπτουν σε γνωστούς και αγνώστους πτυχές του προσωπικού τους βίου.

«Ανθρωποι με διαφορά ηλικίας δύο, τρία ή τέσσερα χρόνια έχουν εντελώς διαφορετικές εμπειρίες από την τεχνολογία», αναφέρει η Λι Ρεΐνι, διευθύντρια του ερευνητικού κέντρου για το πρόγραμμα «Ιντερνετ και Αμερικανική Ζωή», του ινστιτούτου Pew. «Οι φοιτητές συχνά αδυνατούν να κατανοήσουν τι ακριβώς κάνουν τα αδέλφια τους που πάνε στο γυμνάσιο, που με τη σειρά τους δεν καταλαβαίνουν τι ακριβώς κάνουν τα πιο μικρά παιδιά. Οι διαφορές μεταξύ των ηλικιακών ομάδων αυξάνονται».

«Εάν είναι μια τεχνολογία με την οποία έχεις μεγαλώσει, νιώθεις άνεση πολύ μεγαλύτερη από κάποιον που πρέπει να τη μάθει εξαρχής ή πολύ περισσότερο να ξεμάθει αυτά που γνώριζε μέχρι εκείνη τη στιγμή», εξηγεί

Δεν είναι σαφές κατά πόσο αυτές οι διαφορές μεταξύ παιδιών και εφήβων τελικά θα σβήνουν καθώς οι μεγαλύτεροι θα υιοθετούν τα νέα τεχνολογικά μέσα ή αν αυτές οι διαφορές θα μεγαλώσουν τα χάσματα ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές.
Ομως τα παιδιά, οι έφηβοι και οι νεαροί ενήλικοι που βρίσκονται στο επίκεντρο της τεχνολογικής εξέλιξης θα έχουν και πολλά κοινά σημεία. Δεν θα διστάζουν να μοιραστούν τις λεπτομέρειες της ιδιωτικής τους ζωής, θα βρίσκονται σε διαρκή επαφή με τους φίλους τους μέσω κάποιας διαδικτυακής συσκευής ή εφαρμογής, θα αγοράζουν εικονικά αγαθά και πάντα θα ελπίζουν στη δημιουργία μιας υπερσυσκευής που θα τα κάνει όλα. Θα πιστεύουν ότι ο ηλεκτρονικός αναγνώστης σαν το Kiddle είναι ακριβώς το ίδιο με το βιβλίο και πως οι γονείς τους τελικά δεν έχουν καμία επαφή με την εξέλιξη των πραγμάτων.

13.2.2010

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2008

Η γενιά χωρίς όνομα

Aποτυπωματα
Η γενιά χωρίς όνομα

Tης Mαριαννας Tζιαντζη

Ο διαχωρισμός σε γενιές έχει μια δημοσιογραφική χρησιμότητα. Ολοι το ίδιο περίπου πράγμα εννοούμε όταν μιλάμε για τη γενιά του πολέμου ή της Αντίστασης, τη γενιά του 1-1-4, τη γενιά του Πολυτεχνείου, της μεταπολίτευσης.

Πώς όμως να προσδιορίσουμε τη γενιά που θα ζήσει τη βαθιά οικονομική κρίση η οποία θα σφραγίσει τη νεότητα εκατομμυρίων ανθρώπων; Γενιά του ευρώ, του κινητού και του Ιντερνετ, της παγκοσμιοποίησης, της Ενωμένης Ευρώπης, της ανασφάλειας, των «εκσυγχρονισμών που έχει ανάγκη ο τόπος», των σκανδάλων, του κοινωνικού πολέμου; Η πολυσυζητημένη «γενιά των 700 ευρώ» είναι μεν αναγνωρίσιμη, όμως σε λίγο και οι εκπρόσωποί της θα θεωρούνται τυχεροί σε σχέση με τη εκείνους των «μηδέν ευρώ». Κανείς δεν ξέρει τι όνομα θα δοθεί στο αβάφτιστο τέκνο ή μάλλον τι όνομα θα δώσει το ίδιο στον εαυτό του.

Ολοι συμφωνούν ότι η φτώχεια που έρχεται δεν θα μοιάζει με εκείνη που γνώρισαν οι παππούδες μας. Αλλοι ήταν οι κώδικες, τα αναγνωριστικά σημάδια της στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’30, όταν η οικονομία ήταν κυρίως αγροτική. Τότε υπήρχαν κάποιοι ατομικοί ή οικογενειακοί μηχανισμοί άμυνας, π.χ., πολλές γυναίκες ήξεραν να ζυμώνουν, να φτιάχνουν σαπούνι από τη μούργα του λαδιού, να σφάζουν καμιά κότα και να ράβουν, ενώ τα ίδια τα καθημερινά χρηστικά αντικείμενα ήταν πιο ανθεκτικά, λιγότερο αναλώσιμα.

Μια ριπή ανέμου είναι ικανή για να ξεχαρβαλωθεί η καινούργια μας ομπρέλα, που δεν θα τη στείλουμε στον μάστορα για να τη διορθώσει, αλλά στα σκουπίδια με 3-5 ευρώ, θα αγοράσουμε μια καινούργια από τον υπαίθριο Πακιστανό πωλητή, όχι για να βγάλουμε πολλούς χειμώνες ή, έστω, τον φετινό χειμώνα, αλλά την ξαφνική μπόρα. Για τις επόμενες μπόρες, βλέπουμε. Ζούμε ανάμεσα σε αντικείμενα, σουξέ, φιλίες, δράματα και σκάνδαλα μιας χρήσεως, μιας σεζόν.

Η φτώχεια σήμερα μπορεί να συνυπάρχει με την τηλεόραση LHD, το κινητό τρίτης γενιάς, το iPod, το ακριβό Ι.Χ. αυτοκίνητο, αλλά και με τα χιλιάδες αναπάντητα βιογραφικά που στέλνονται στον Αγνωστο Εργοδότη, με τα λουκέτα και τα «κανόνια» της αγοράς.

Τα νέα παιδιά της θύελλας μπορεί να μη γνωρίσουν την ταπείνωση της τρύπιας σόλας, όμως η ασφυξία που φέρνει η απότομη στέρηση αυτών που μέχρι χθες θεωρούσαμε αυτονόητα θα είναι πολύ πιο αβάσταχτη. Το κρύο δεν θα μπαίνει από το τρύπιο πανωφόρι αλλά από το χαλασμένο φερμουάρ του ακριβού δερμάτινου μπουφάν.

Αναρωτιέται κανείς αν η γενιά της κρίσης θα γίνει θύμα των περιστάσεων ή αν οι περιστάσεις θα την οδηγήσουν στο να γίνει υποκείμενο της ιστορίας, να αποκτήσει συλλογική αυτοπεποίθηση και περηφάνια, να δώσει νέο οικουμενικό και, ταυτόχρονα, βαθύ προσωπικό νόημα σε λέξεις παλιές, όπως δημιουργία, γνώση, φιλία, έρωτας και αγώνας, χαρά και ελευθερία. Η κρίση από μόνη της δεν εξευγενίζει ούτε επιβάλλει τις «αληθινές» αξίες: μερικές φορές επιταχύνει την εκβαρβάρωση ή ανοίγει τον δρόμο για νέες αυταπάτες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς που δεν χωράνε στα τραγούδια, τα συνθήματα, τις πολιτικές συνταγές και τις βεβαιότητες του χθες.

Σήμερα δεν είναι «a good day to die», όπως έλεγε ο θυμόσοφος γερο-Ινδιάνος στο «Μεγάλο Ανθρωπάκι», αλλά μια καλή μέρα για να ξεκινήσουμε. Αν ξέραμε και από πού...

ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

2/11/08

ShareThis