Σε κάθε δύσκολη εποχή -κι αυτή που περνάμε είναι ακραία δύσκολη- οι άνθρωποι γνωρίζουν πολύ καλύτερα τα προβλήματα από τις λύσεις, και αυτό γιατί τα προβλήματα είναι παρόντα, ολοζώντανα, ενώ οι λύσεις βρίσκονται στη σφαίρα της σκέψης και μόνο.
Ομως η μεγάλη τραγωδία των δύσκολων καιρών είναι ότι σε τυφλώνουν. Κι αυτό γιατί η σκέψη υποχωρεί κάτω από την πίεση του φόβου και της αγωνίας αφήνοντας τη θέση της στη φαντασία, η οποία και την αντίληψη των προβλημάτων αλλοιώνει, δίνοντας στις αιτίες τους διαστάσεις μυθικές, και κατά συνέπεια κάνει αδύνατη την εξεύρεση λύσης πραγματικής, καθώς, πιεσμένος από το θυμικό, ο άνθρωπος ψάχνει καταφύγιο σε μαγικές διεξόδους.
Ετσι και τώρα. Ολο και περισσότερο ο δημόσιος διάλογος μπολιάζεται με σχηματοποιήσεις απλοϊκές, που αναζητούν, μέσω του μηχανισμού ψυχικής άμυνας της προβολής, να βρουν τα προβλήματα σε δυνάμεις έξω από εμάς: τα μονοπώλια, την Ε. Ε., τη Γερμανία, τον Φ τραπεζίτη, τον Χ μεγαλοεκδότη, τον Ψ μεγαλοεργολάβο... Και ενώ κάθε στοιχείο αυτής της λίστας έπαιξε τον ρόλο του στη δημιουργία των προβλημάτων, και συνεχίζει να τον παίζει στην παρεμπόδιση των λύσεων, η προβολή σε αυτά ατόφιου του κακού μάς στερεί τη δυνατότητα να δούμε τις δικές μας ευθύνες, των κυβερνήσεων που εκλέξαμε, των κομμάτων, του κράτους, όλων ημών. Αλλά αυτό είναι ολέθριο, γιατί μόνο η ξεκάθαρη αντίληψη των ευθυνών που βρίσκονται υπό τον άμεσο έλεγχό μας θα μας επιτρέψει να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τα προβλήματα.
Εκεί είμαστε σήμερα. Οι περισσότεροι, αντί να αναζητούμε έλλογα, με όση νηφαλιότητα επιτρέπουν οι συνθήκες, το τι να κάνουμε για να σωθούμε, είτε ξεπέφτουμε στην απάθεια -είναι κι αυτή μηχανισμός άμυνας σε ακραίες καταστάσεις- είτε στρεφόμαστε στα άκρα, στις επικίνδυνες ρητορικές της ξεπερασμένης παλαιομαρξιστικής θεωρίας, του παρανοειδούς υπερεθνικισμού ή της δαιμονολογίας των προσφερόμενων παραλλαγών του λαϊκισμού. Η αποτελεσματική θεραπεία απαιτεί προηγούμενως σωστή διάγνωση. Οταν όμως η διάγνωση είναι τύπου μαγικού, ότι για όλα φταίνε τέρατα και δαίμονες, τότε αντί για γιατρό τρέχεις στον μάγο, με τα ξόρκια και τις μαγγανείες του. Κι από τέτοιους έχουμε μπόλικους, σε όλα τα κόμματα - σε κάποια, μάλιστα, είναι και επικεφαλής. Σε τέτοιο αδιέξοδο όμως, ποια είναι η λύση;
Αναζητώ την απάντηση από εντελώς παράδοξη δίοδο, το εξαίρετο καινούργιο βιβλίο του Δημήτρη Τζιόβα «Ο Μύθος της Γενιάς του Τριάντα». Ο σκοπός μου δεν είναι να το παρουσιάσω (το έκανε επαρκέστατα η Ελισάβετ Κοτζιά στην «Κ» της 29ης Οκτωβρίου), αλλά να αναφέρω κάποιους τρόπους με τους οποίους, έμμεσα αλλά καίρια, οι προβληματισμοί του είναι πολύτιμοι στη σημερινή συγκυρία. Και αυτό γιατί αναλύοντας το βιβλίο την ουσία του πολιτισμικού προτάγματος της Γενιάς του Τριάντα, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους αυτό διαστρεβλώθηκε στις μετέπειτα δεκαετίες από τους επικριτές του, δείχνει τελικά το πόσο, και με ποιους τρόπους, ξεστρατίσαμε από αυτό που θα μπορούσαμε να είμαστε σήμερα. Η Γενιά του Τριάντα αποτελούνταν από ανθρώπους ανοιχτόμυαλους και ανοιχτόκαρδους, φρέσκα μυαλά που μπόρεσαν να κοιτάξουν τον τόπο χωρίς τις τότε παρωπίδες του λογιωτατισμού, του επαρχιωτισμού, του αυτιστικού εθνικισμού, της ξενομανίας ή του μιμητικού αριστερισμού. Ανοίχτηκαν τολμηρά στην Ευρώπη και στο καινούργιο χωρίς να ξεχνούν ούτε πού μένουν, ούτε ποια γλώσσα μιλούν, ούτε ποια παράδοση κουβαλούν. Στο βιβλίο του Τζιόβα φαίνεται καθαρά ότι αυτή η Γενιά εκφράζει τη σπουδαιότερη απόπειρα να δημιουργηθεί ένα όραμα για την Ελλάδα που να συνθέτει δημιουργικά το αρχαίο με το μοντέρνο, το αστικό με το λαϊκό, το ανατολίτικο με το ευρωπαϊκό, το τοπικό με το κοσμοπολίτικο, το σεβαστικό με το ρηξικέλευθο.
Ο Θεοτοκάς, ο χαρακτηριστικότερος θεωρητικός εκφραστής της, έγραψε ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, σαν το 1922, σπάζοντας τη συνέχεια της ψυχικής ιστορίας της Ελλάδας, διέκοψε την προσπάθεια της Γενιάς να χτίσει ένα νέο όραμα. Η ολοκλήρωσή του όμως αποτελούσε ουσιαστική εθνική ανάγκη, και γι’ αυτό πιστεύω πως δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η μετέπειτα μάχη για την ιδεολογική, και όχι μόνο, κυριαρχία της χώρας από τη σοβιετόδουλη Αριστερά και, αντιδραστικά, από μια ιδεοληπτική, στείρα εθνικοφροσύνη, περιέλαβε, ως κύριο στοιχείο της, αμφίπλευρες επιθέσεις στο ελεύθερο πνεύμα της Γενιάς του Τριάντα, με αποτέλεσμα αυτό να μην μπορέσει να ξαναεκφραστεί παρά είκοσι χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του ’60. Μα πάλι το διέκοψε βίαια η δικτατορία.
Διαβάζοντας τον «Μύθο της Γενιάς του Τριάντα» του Τζιόβα σκέφτομαι ότι αυτό που ονομάζουμε «νίκη των ηττημένων του Εμφυλίου» στο φαντασιακό της χώρας, μια νίκη της οποίας το χειρότερο σύμπτωμα ήταν ο εξαγιασμός του καταστροφικού λαϊκισμού του Ανδρέα Παπανδρέου της δεκαετίας του ’80, και η μετέπειτα εξαχρείωση, στο αυλάκι του, της πολιτικής ζωής της χώρας, ήταν στην ουσία η ήττα του δημιουργικά ελληνικού και γόνιμα φιλευρωπαϊκού πνεύματος της σπουδαίας αυτής Γενιάς.
Κατά συνέπεια, σήμερα που κινδυνεύουμε, με δική μας κυρίως ευθύνη, να βγούμε οικονομικά και πολιτικά από την Ευρώπη, έχοντας ταυτόχρονα διαστρέψει στο όνομα των ιδεολογιών της αρπαχτής οτιδήποτε γνήσια και αρχοντικά ελληνικό είχαμε, η πρόκληση της αναζήτησης της Γενιάς του Τριάντα μάς ανοίγει ένα μονοπάτι στο υπόδειγμα που τόσο χρειαζόμαστε, στη θετική πολιτισμική σύνθεση που αποτελεί τη μόνη εναλλακτική στην καταστροφή.
Του Απόστολου Δοξιάδη (Ο κ. Απόστολος Δοξιάδης είναι συγγραφέας.)
Πηγή Καθημερινή
4.12.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου