Η θάλασσα ήταν λάδι και το σκάφος έμοιαζε περισσότερο σαν να γλιστράει πάνω σ’ ένα σύννεφο παρά να ακουμπάει στο νερό. Πλέαμε αργά, σαν να θέλαμε να καθυστερήσουμε όσο περισσότερο γινόταν την άφιξή μας στο Σούνιο, στον τόπο όπου θα τελείωνε το μεγάλο θαλασσινό μας ταξίδι. Ηξερα ότι εδώ θα αποχαιρετήσω τον Φρόντι, τον καπετάνιο και οδηγό μου, ύστερα από 2.000 ναυτικά μίλια θαλασσοπορίας, ύστερα από οκτώ μήνες σύμπλευσης και εξερεύνησης στη νησιωτική και παράκτια Ελλάδα. Σχεδόν 250 ημέρες και νύχτες μαζί του, και ακόμα παρέμενε ένας γοητευτικός άγνωστος, τυλιγμένος σ’ ένα σύννεφο μυστηρίου. Αφού δεν θέλει να τον γνωρίσω καλύτερα, γεννηθήτω το θέλημά του, σκεφτόμουν όλον αυτόν τον καιρό και δεν τον ρώτησα όλα αυτά που θα ήθελα να ξέρω γι’ αυτόν. Ομως στο τέλος, όταν πια φάνηκαν οι κολώνες του ναού του Ποσειδώνα πάνω στο ακρωτήριο, δεν άντεξα. «Φρόντι, πριν φύγεις, μπορείς να μου πεις ποιος είσαι; Δεν θέλω να ξέρω πολλά, δείξε μου μόνο την ταυτότητά σου».
Είχα γυρίσει στο πλάι και τον κοίταζα επίμονα, θα πρέπει να ένιωθε το βλέμμα μου να τον διαπερνάει. Αφησε να περάσουν μερικά λεπτά μέσα στη σιωπή. Μετά, με μια αργή κίνηση, άφησε το ένα χέρι από το τιμόνι, έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί από την τσέπη του και μου το έδωσε. Το ξεδίπλωσα κρατώντας το προσεκτικά να μην μου το πάρει ο άνεμος και το διάβασα. Ηταν ένα απόσπασμα από την Οδύσσεια του Ομήρου, οι στίχοι 276-285 της τρίτης ραψωδίας, στο αρχαίο κείμενο. Ηξερε ότι είχα άνεση με τα αρχαία ελληνικά Είναι η αφήγηση του Νέστορα, συνταξιδιώτη του Μενελάου κατά το ταξίδι της επιστροφής του ελληνικού στόλου από την Τροία, μετά το τέλος του Τρωικού Πολέμου. Απευθύνεται στον Τηλέμαχο, τον γιο του Οδυσσέα, που είχε πάει στο παλάτι του Νέστορα αναζητώντας πληροφορίες για τον χαμένο πατέρα του. Ηταν το πρωτότυπο κείμενο, αλλά το μεταφέρω στην υπέροχη μετάφραση των Καζαντζάκη-Κακριδή:
«Μαζί αρμενίζαμε λοιπόν γυρνώντας απ’ την Τροία
αγαπημένα και πιστά, εγώ και ο γιος τ’ Ατρέα.
Μα όταν στο Σούνιο φτάσαμε, στων Αθηνών τον κάβο,
σκότωσε του Μενελάου εκεί τον κυβερνήτη ο Φοίβος
χτυπώντας με σαΐτες του πυκνές, ενώ κρατούσε
το διάκι, κι έτρεχε γοργά στο κύμα το καράβι,
τον Φρόντι, γιο του Ονήτορα, που δεν τον έφτανε άλλος
όταν φουρτούνες πέφτανε, να κυβερνά καράβι.
Στάθηκε εκεί, κι ας βιάζονταν να φύγει, για να θάψει
το σύντροφο, και νεκρικά να του προσφέρει δώρα...»
Σταθήκαμε στη μέση του όρμου δυτικά από τις Καβοκολόνες, μπροστά από την αμμουδερή παραλία που ήταν εντελώς ερημική αυτή την εποχή. Ο Φρόντις έριξε άγκυρα, και άρχισε να με ξεναγεί στα μέρη του.
«Οταν έριξε άγκυρα εδώ το πλοίο του Μενελάου, το μέρος αυτό ήταν εντελώς ερημικό. Ο βασιλιάς της Σπάρτης πήρε αγκαλιά τον νεκρό καπετάνιο του, ανέβηκε στο διάσελο που βλέπεις ανάμεσα στο ακρωτήριο και τον αμέσως γειτονικό λόφο, και τον έθαψε προσφέροντάς του όλες τις νεκρικές τιμές. Γύρω από τον τάφο του έχτισε έναν κυκλικό περίβολο με μεγάλες αδούλευτες πέτρες, που τις μισοέχωσε στο χώμα. Εδώ, σε αυτό το τέμενος, που είναι ίσως το αρχαιότερο που σώζεται στην Ελλάδα, οι αρχαίοι Σουνιείς που ήρθαν αργότερα και έχτισαν τα σπίτια τους στους γύρω λόφους, πρόσφεραν εναγισμούς για αιώνες. Δίπλα στο τέμενος έχτισαν, πολύ αργότερα, (γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ.) έναν μικρό ναό όπου λάτρευαν την Αθηνά, και δίπλα του έναν ακόμα μικρότερο αφιερωμένο στην Αρτεμη, την προστάτιδα των μεταλλουργών που δούλευαν στα γειτονικά αργυρωρυχεία. Στην κορυφή του νότιου λόφου, στο ακρωτήριο επάνω, είχαν τη μικρή τους ακρόπολη. Εδώ πάνω οι Αθηναίοι έχτισαν, γύρω στο 440 π.Χ., τον περίφημο ναό του Ποσειδώνα και ένα αμυντικό τείχος γύρω του, για να προστατεύει το νότιο άκρο της επικράτειάς τους.
Πέρασαν αιώνες πολλοί. Ο ναός του Ποσειδώνα αναστηλώθηκε και τραβάει σαν μαγνήτης τους εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες που επισκέπτονται το Σούνιο. Και έτσι έμεινε στην ησυχία του ο ναός της Αθηνάς Σουνιάδος και το τέμενος του Φρόντι, πίσω από μια πεσμένη σκουριασμένη περίφραξη, μόλις 300 μέτρα πιο βόρεια. Οι πέτρες του περιβόλου, έτσι όπως τις τοποθέτησε ο Μενέλαος, είναι ακόμα στη θέση τους, σκεπασμένοι από τους πυκνούς θάμνους και τα αγριόχορτα...» Με τα τελευταία του λόγια γδύθηκε, έπεσε στο κρυστάλλινο και παγωμένο νερό και απομακρύνθηκε κολυμπώντας. Βγήκε στην αμμουδιά και άρχισε να προχωράει προς τους λόφους. Σήκωσα την άγκυρα και ετοιμάστηκα να φύγω. Τον κοίταζα που απομακρυνόταν. Σε μια στιγμή στάθηκε, γύρισε, και με κοίταξε. Του φώναξα από μακριά.
«Πόσα χρόνια ταξίδευες πριν γεννηθείς, καπετάνιε;». Ορθιος πάνω στις αρχαίες πέτρες, μου φώναξε: «Μυριάδες. Αμέτρητα. Οσα χρόνια θα ταξιδεύω και μετά που δεν θα ζω».
Του Στέφανου Ψημένου
Πηγή Καθημερινή
10.12.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου