Η αντίθεση στον κλασικισμό και στα ιστορικά μνημεία είναι κατ’ ουσίαν συγκεκαλυμμένη αντίθεση στην έννοια της ιστορικής ταυτότητας του κοινωνικού συνόλου και συνάδει με τη λογική του ύστερου καπιταλισμού περί αυταξίας της ετερότητας ή κάθε ετερότητας και περί εαυτοφοβίας (self-hating). Στο ιδεοληπτικό αυτό σχήμα, το ιστορικό παρελθόν και τα πολιτισμικά δημιουργήματά του, δηλαδή η Παράδοση, καθίστανται αντιληπτά ως τροχοπέδη μιας νενομισμένης πορείας, ως βάρος, από το οποίο, μάλιστα, είναι δυνατόν να αποδράσει κανείς πλέον είτε με τον πολυπολιτισμικό υβριδισμό, ο οποίος συνεπάγεται την υποτίμηση της εθνικής κουλτούρας, είτε με τον μηδενισμό, τη λογική συνέπεια του πολιτισμικού σχετικισμού.
Η αντι-ιστορική και αντι-παραδοσιακή αυτή στάση, ωστόσο, δεν αφορά την ελληνική περίπτωση στην αξίωση μιας νέας αφετηρίας, με τη διατύπωση ενός Ετους Μηδέν, από το οποίο θα δομηθεί με συγκεκριμένες προτάσεις ένα νέο αισθητικό και πολιτισμικό πρότυπο, αλλά με τη στείρα άρνηση της ιστορικότητας, με την καταφυγή στο ίδιο το μηδέν. Η τάση αυτή είναι έκδηλη με τους βανδαλισμούς σε βάρος δημοσίων γλυπτών και αρχιτεκτονημάτων, τα οποία νοηματοδοτούνται ως σύμβολα της ελληνικής συλλογικής πολιτισμικής ταυτότητας.
Η αντίθεση στον ανθρωπομορφισμό και το κλασικιστικό πρότυπο είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι αντανακλά κρίση της ταυτότητας και της ιστορικής-πολιτισμικής συνείδησης, για αυτό συνήθεις στόχοι των βανδάλων, οι οποίοι συχνά δικαιολογούν άτυπα τις έκνομες ενέργειες με ιδεολογικό περίβλημα, είναι αφενός τα μνημεία του κλασικισμού αφετέρου η παραστατική τέχνη. Και αυτό διότι τα κλασικιστικά μνημεία καθίστανται αντιληπτά ως οπτικοί συμβολισμοί της ενότητας του κοινωνικού συνόλου και της ιστορικής διαχρονίας του, στοιχείο που στη μεταμοντέρνα αντίληψη της καταναλωτικής αυτονομίας δεν καθίσταται κατανοητό, αφού το υποκείμενο θεωρείται μεταβλητό, κατακερματισμένο και δυνάμενο να αλλάζει ταυτότητες ως αστικός νομάδας. Η καταστροφή συγκεκριμένα των χαρακτηριστικών του προσώπου των αγαλμάτων καταδεικνύει την αρνητική νοηματοδότηση τόσο της συλλογικής όσο και της ατομικής κοινωνικής ύπαρξης, αφού ο δρων αρνείται το σύνολο ή μέρος της ταυτότητάς του, επιδιώκοντας την εξάλειψη του ιδίου του προσώπου, όπως έχει επισημάνει η ιστορικός Τέχνης και επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαριλένα Κασιμάτη.
Από ιστορικής άποψης οι εικονοκλαστικής διάστασης βανδαλισμοί σε βάρος καλλιτεχνημάτων τόσο στη βυζαντινή περίοδο κατά την Εικονομαχία όσο και στη νεότερη περίοδο από ομάδες Προτεσταντών σχετίζονταν με τη θρησκευτική λειτουργία των εικόνων. Ο κοινωνιολόγος Stanley Cohen έχει ορίσει μία τυπολογία του βανδαλισμού, διακρίνοντας σε επίπεδο περιεχομένου τη θεσμοποιημένη παραβίαση των νόμων, τον ιδεολογικό βανδαλισμό και τον συμβατικό βανδαλισμό. Η επικράτηση της σύγχρονης αντίληψης περί της αυτονομίας του έργου τέχνης καθιστά τους βανδαλισμούς πράξεις χωρίς περιεχόμενο και κατά συνέπεια χωρίς δικαιολόγηση. Σε κάθε περίπτωση η ιδεολογική νομιμοποίηση του βανδαλισμού, προσλαμβανομένου όχι ως παρέκκλισης, αλλά ως αισθητικής παρέμβασης ή ως ιδεολογικής δήλωσης, αποτελεί απλώς το άλλοθι της ανυπαρξίας εναλλακτικής πολιτισμικής πρότασης για το κοινωνικό σύνολο. Οταν δηλαδή αποφεύγεται εντέχνως η ρεαλιστική ανάγνωση των καταστάσεων χάριν μιας ιδεοληπτικής μεταφοράς, αυτό δεν συνιστά συνεπή ιδεολογική θέση, αλλά απλώς έμμεση και παρατεινόμενη δικαιολόγηση της αρνητικής κατάστασης, εδώ συγκεκριμένα της υποβάθμισης του κέντρου των Αθηνών και της καταστροφής δημοσίων μνημείων.
Η θετική επαναξιολόγηση της συλλογικής πολιτισμικής ταυτότητας, η υπέρβαση της καταναγκαστικής εαυτοφοβίας του ελληνικού κοινωνικού συνόλου, στο οποίο επί σειρά ετών οι έννοιες της ιστορικότητας και της πολιτισμικής ταυτότητας ταυτίστηκαν με τη συντήρηση και τον αναχρονισμό, η πρόταξη μιας ρεαλιστικής ανάγνωσης των γεγονότων αποτελούν προτεραιότητες για την υπέρβαση της γενικευμένης κρίσης. Εν τέλει, οι κοινωνίες, οι οποίες δεν πιστεύουν στην έννοια της ταυτότητας και της οπτικής αποτύπωσής της στη δημόσια σφαίρα μέσω αρχιτεκτονημάτων και γλυπτικών έργων, είναι κοινωνίες, οι οποίες τελούν σε κατάσταση ιδεολογικής σύγχυσης και έλλειψης αυτοπεποίθησης.
* Ο κ. Ιωάννης Κωτούλας είναι ιστορικός, υπ. δρ Φ. Από τις εκδόσεις Παπαζήση κυκλοφορεί η μελέτη του «Μετανάστευση και Κυρίαρχη Εθνική Κουλτούρα».
Του Ιωάννη Κωτούλα
Πηγή Καθημερινή
10.12.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου