Στο μαντρί του Δελακοβία η κουρά των προβάτων γίνεται μόνο για την υγιεινή των ζώων, καθώς το μαλλί δεν έχει πλέον ζήτηση.
Για τους βοσκούς και τους κτηνοτρόφους ο Ιούνιος ήταν και είναι ο μήνας του «κούρου», δηλαδή του κουρέματος των γιδοπροβάτων, εν όψει της ζέστης του καλοκαιριού. Οπως όλα τα παλιά έθιμα, περιβάλλεται από πολλές παραδόσεις, παραδόσεις που αν δεν έχουν χαθεί εντελώς, έχουν σίγουρα αλλοιωθεί σε σχέση με το παρελθόν. Και το κάποτε πολύτιμο γιδόμαλλο τώρα καταλήγει στα σκουπίδια, λόγω ανύπαρκτης ζήτησης των παραδοσιακών προϊόντων, όπως οι κουβέρτες και τα χαλιά.
«Κάθε χρόνο από 10-15 Ιουνίου, κάνουμε κούρο. Μαζευόμαστε 20-30 άτομα και κουρεύουμε τα γίδια. Το κάνουμε για τη ζέστη, αλλά και για την υγιεινή του ζώου» εξηγεί στην «Κ» ο Τάσος Δελακοβίας, ένας από τους λίγους εναπομείναντες κτηνοτρόφους στην περιοχή του Κάβου Μαλιά.
Στο μαντρί του Δελακοβία και του γιου του Δημήτρη, ο οποίος έχει πια αναλάβει την μονάδα, οι φίλοι μαζεύτηκαν από νωρίς το πρωί. Οι άντρες κατευθύνοναι στο μαντρί, όπου τους περιμένουν περίπου 650 γίδια (τα λίγα πρόβατα έχουν ήδη κουρευτεί από την προηγουμένη).
Κάποιοι κρατούν το κεφάλι του ζώου για να το ακινητοποιήσουν, ενώ οι πιο έμπειροι αρχίζουν τη δουλειά, κουρεύοντας τα ζώα με μεγάλα ψαλίδια. Ο Δημήτρης έχει δοκιμάσει το ηλεκτρικό κουρευτικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται στα πρόβατα, αλλά το κρίνει ακατάλληλο για το μαλλί της γίδας.
Στό μεταξύ οι γυναίκες ετοιμάζουν το φαγητό. Η γυναίκα του Δημήτρη, Ματίνα, η οποία φτιάχνει κάθε μέρα την περιζήτητη φρέσκια μυζήθρα για την τοπική αγορά, στέκεται πάνω από ένα τεράστιο καζάνι όπου σιγομαγειρεύεται η «κοκκινιστή βετούλα» (η μικρή γιδούλα, το «χρονιάρικο»).
Οι υπόλοιπες βοηθούν πηγαίνοντας νερό και γλυκό στο μαντρί και στρώνουν τα τραπέζια στην αυλή, κάτω από τεράστιες μουριές μπροστά από το σπίτι. Λίγο πιο κάτω απλώνεται η θάλασσα, όπου στο βάθος διακρίνονται τα Κύθηρα και η Ελαφόνησος.
Πειράγματα και γέλια
Το μεσημέρι καταφθάνουν ιδρωμένοι και ταλαιπωρημένοι οι εργάτες, πολλοί από τους οποίους δεν είναι καν κτηνοτρόφοι, αλλά έμποροι, δάσκαλοι, κτίστες, ακόμα και ναυτικοί. Ολοι τους όμως έχουν μεγαλώσει στην περιοχή και ξέρουν κάτι από αυτή τη δουλειά. Τα πειράγματα δίνουν και παίρνουν, το γέλιο φουντώνει με το κρασί και το καλό φαγητό.
Ο πατέρας Δελακοβίας όμως θυμάται με νοσταλγία τη γιορτή που κάποτε γινόταν μετά από κάθε «κούρο»...
«Εκείνα τα χρόνια ήταν γλέντι!» λέει ο Δελακοβίας. «Μετά τον κούρο, τρωγοπίνανε, παίζανε τα βιολιά. Ητανε πολλοί τσοπάνηδες μαζεμένοι… αφού υπήρχαν 10.000 γιδοπρόβατα στο χωριό μας. Τώρα είναι με το ζόρι 2.000. Τι να κάνεις, ο κόσμος εξελίχθηκε. Βλέπεις κανένα νέο να γλεντάει; Ηταν άλλα τα ήθη και τα έθιμα, ήταν πιο ωραία» λέει, αναπολώντας. «Δεν είχαμε τραπέζια και πολυτέλειες. Ολοι καθόμασταν χάμω. Ολοι έπαιζαν όργανα, εγώ έπαιζα φλογέρα -και καλή φλογέρα- ο μπατζανάκης μου λύρα, άλλοι βιολί. Μερακλήδες άνθρωποι. Αμα σου λέω, λεβεντανθρώποι όλοι τους».
«Ο προπάππος μου είχε 1.800 γιδοπρόβατα. Αυτός πρωτοήρθε εδώ από το Τσιρίγο και έγινε ο μεγας τσέλιγκας του τότε. Στον Αγιο Γιώργη εκεί πάνω ήταν τα μαντριά», λέει, δείχνοντας προς το βουνό Βαβίλα, όπου στα απομεινάρια μιας βυζαντινής εκκλησίας, στο βάθος ενός φαραγγιού με πελώρια δέντρα, ήταν κάποτε τόπος συνάντησης για τους κτηνοτρόφους της περιοχής. «Εκεί με 60-100 ανθρώπους κάναμε κούρο. Λιγοστέψαμε τώρα, όπως και να το κάνεις… Ο τσοπάνης έβαζε 2-3 γίδες για να φάμε. Τη μια μέρα έκανε κούρο ό ένας, μιαν άλλη μέρα ο άλλος. Τότε ήμασταν 50 τσοπάνηδες στην περιοχή. Το γλεντούσαμε, υπήρχε νεολαία.
Εβλεπες κοπελούδες, παλικάρια, τσοπανόπουλα, είχε ζωή ο κόσμος. Τώρα ερημιά. Είναι σβησμένα τα πράγματα. Οταν περνάω από εκεί με πιάνει η ψυχή μου. Τι ήταν και τι είναι τώρα. Ακουγες τα κουδούνια και τα τραγιά, βούιζε ο τόπος. Και τώρα είναι μόνο δύο τσοπάνηδες με μικρά κοπάδια, εκεί που κάποτε ήταν χιλιάδες γίδια».
«Υπάρχουν περίπου 11,5 εκατομμύρια αιγοπρόβατα στην Ελλάδα. Το κάθε κατσίκι παράγει μέχρι 1-2 κιλά μαλλί, το πρόβατο 3-4 κιλά», μας πληροφορεί ο Γιώργος Ντάρμος, πρόεδρος του Συλλόγου Κτηνοτρόφων Λακωνίας. «Δυστυχώς το μαλλί αυτό πετιέται πια. Δεν υπάρχει ζήτηση».
Πάνε πολλά χρόνια από τότε που οι γυναίκες της επαρχίας χρησιμοποιούσαν το μαλλί για να υφάνουν κουβέρτες και χαλιά για τα προικιά. Μέχρι πρόσφατα, πουλιόταν για την παραγωγή κάποιου είδους τσόχας για τα ελαιοτριβεία.
«Εδώ και περίπου 10 χρόνια δεν πουλιέται τίποτα, ούτε το πρόβειο, που ήταν πιο ακριβό, αφού πρώτα έπεσαν οι τιμές (500 - 1.000 δραχμές για το μαλλί από περίπου 400 γίδια), αλλά τουλάχιστον δεν πήγαινε χαμένο. Τώρα τελειώσανε αυτά. Δεν υπάρχει περίπτωση να έρθουν καλύτερες ημέρες», λέει ο Τάσος Δελακοβίας.
Παλιότερα το χρησιμοποιούσαν για να ενισχύσουν τους εξωτερικούς σοβάδες (όπως σήμερα χρησιμοποιούνται οι ίνες πολυπροπυλενίου), ειδικά στις κατασκευές από λάσπη και τις ωμές πλίνθους.
Ενώ υπάρχουν αναφορές για τη χρήση του γιδόμαλλου στην κατασκευή ως μονωτικού υλικού στο εξωτερικό, στην Ελλάδα αυτό φαίνεται άγνωστο. Στο εξωτερικό, η μόνωση από μαλλί, ιδιαίτερα πρόβειο, επανέρχεται τα τελευταία χρόνια ως ενα οικολογικό -φιλικό προς το περιβάλλον αλλά και την ανθρώπινη υγεία- υλικό. Στην Αγγλία, το Κέντρο Εναλλακτικής Τεχνολογίας (CAT) δίνει πληροφορίες για τη χρήση αυτού του υλικού.
Στην Tουρκία
Στην Τουρκία, ένα πρόγραμμα προώθησης πολιτιστικής κληρονομιάς έχει αναζωογονήσει τοπικές παραδοσιακές τέχνες, όπως την κατασκευή υφαντών από γιδόμαλλο με βελτιωμένες τεχνικές που κάνουν το μαλλί πιό μαλακό και λαμπερό. Περίπου 10.000 κομμάτια παράγονται κάθε χρόνο όπως χαλιά, κουβέρτες και άλλα είδη οικιακής χρήσης. Επίσης, σύμφωνα με μια έρευνα για τη βιωσιμότητα της κτηνοτροφίας στη βόρεια Ευρώπη που παρουσιάστηκε από την Ευρωπαϊκή Ενωση Ζωικής Παραγωγής, παρουσιάζεται αυξημένο ενδιαφέρον για την παραγωγή της λεπτής τρίχας του κατσικιού για προϊόντα όπως κασμίρι, μοχέρ, ανκορά.
Ισως το μέλλον γι’ αυτό το προϊόν -αν υπάρχει- να βρίσκεται στην παραγωγή προϊόντων πολυτελείας, κάτι που βέβαια απαιτεί επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και υποδομές, όπως προηγμένες μεθόδους παραγωγής και διανομής.
Πηγή Καθημερινή
8.7.07
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου