Tου David Ignatius - Aρθρογράφου της Washington Post
Τι θα εισπράξουμε, άραγε, όλοι εμείς οι φορολογούμενοι σε αντάλλαγμα για τα χρήματά μας, με τα οποία ξελασπώνουν τις ιδιοφυΐες που οδήγησαν στη χρεοκοπία ορισμένα από τα ισχυρότερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα; Το υπουργείο Οικονομικών έριξε, εν είδει σωσιβίου, πιστώσεις της τάξης των 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων στη Fannie Mae και τη Freddie Mac, αλλά με ποιο αντίκρισμα;
Πολύ φοβάμαι ότι το όφελος θα είναι πολύ μικρό, αν εξαιρέσει κανείς την ανακούφιση από την άμεση απειλής μιας πολύ χειρότερης κρίσης. Χαίρομαι που για άλλη μια φορά αποφύγαμε – προσωρινά– μια συστημική κατάρρευση. Ωστόσο, αυτές οι πολυδάπανες ναυαγοσωστικές επιχειρήσεις ισοδυναμούν με άνευ όρων δανεισμό σε αυτούς που είναι σαν να μας λένε: «Δανείστε με, εδώ και τώρα, δισεκατομμύρια δολάρια, διαφορετικά θα καταστρέψω το διεθνές, χρηματοπιστωτικό σύστημα».
Θα ήθελα οι αξιωματούχοι του υπουργείου Οικονομικών και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας να ήταν πιο αποτελεσματικοί στο παζάρι, έτσι ώστε οι φορολογούμενοι να μην υποχρεωθούν να ξαναβάλουν το χέρι στην τσέπη έπειτα από λίγους μήνες για να σώσουν μια ακόμη ομάδα ασύνετων τραπεζιτών. Ισως το Κογκρέσο θα μπορούσε να θέσει κάποια σκληρά ερωτήματα προτού εγκρίνει το πακέτο για τη διάσωση της Fannie Mae και της Freddie Mac.
Το πιθανότερο είναι ότι ένα νέο κεφάλαιο αυτής της αργής αποσάθρωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος βρίσκεται μπροστά μας. Ο Γιουτζίν Λούντβιχ, πρώην ελεγκτής συναλλάγματος, πιστεύει ότι «μπορεί να μην έχουμε περάσει παρά μόνο το 30% έως 40% του σκοτεινού τούνελ».
Σειρά έχουν οι τράπεζες. Δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε τους αριθμούς: Τη Δευτέρα, οι μετοχές της Wachovia κατέγραψαν ετήσια πτώση 81%, ενώ εκείνες της Citigroup έπεσαν κατά 71% και της Sun Trust κατά 69%. Και η μετοχή της Washington Mutual, του μεγαλύτερου ταμείου παρακαταθηκών και δανείων στις ΗΠΑ, κατέρρευσαν, σημειώνοντας μείωση 92%.
Αν αυτές οι χωλαίνουσες τράπεζες αντιμετωπίσουν το φάσμα της χρεοκοπίας, θα αποκτήσουν άραγε αυτομάτως πρόσβαση στις χαριστικές παρεμβάσεις της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, όπως έγινε στην περίπτωση της Bear Stearns; Θα εγγυηθεί το κράτος για τα χρέη τους και θα τους κάνει ευεργετικές ενέσεις ρευστότητας, όπως έκανε με τις Fannie και Freddie; Η ενοχλητική απάντηση είναι ότι οι σωτήριες παρεμβάσεις θα περιοριστούν στις περιπτώσεις πολύ μεγάλων οργανισμών, η κατάρρευση των οποίων θα προκαλούσε μεγάλο πρόβλημα, και δεν θα επεκταθεί στις περιπτώσεις μικρότερων ιδρυμάτων, που μπορούν να χρεοκοπήσουν ήσυχα και σχετικά ανώδυνα.
Μια νέα αρχιτεκτονική του χρηματοπιστωτικού συστήματος βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και ένα χρόνο. Πρόκειται, όμως, για μια κατασκευή γεμάτη μερεμέτια και πρόχειρα μπαλώματα, όπου προστίθενται καινούργιες πτέρυγες κάθε φορά που επίκειται καταστροφή. Οι καταρρεύσεις της δεκαετίας του ’30 οδήγησαν στη δημιουργία ενός ρυθμιστικού πλαισίου που θωράκισε για μισό αιώνα την αμερικανική ευημερία. Αυτή τη φορά, αυτό που προκύπτει είναι πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι. Το υπουργείο Οικονομικών και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα λειτουργούν ως πυροσβεστική υπηρεσία, ρίχνοντας ρευστό όπου φουντώνουν οι φλόγες. Αυτό που προκύπτει είναι ένα αδέξιο σύστημα.
Προτού λοιπόν χειροτερέψουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα, ας σκεφτούμε ορισμένες αρχές που θα έπρεπε να καθοδηγούν την κυβέρνηση κάθε φορά που υπόσχεται κάτι στο όνομα των φορολογουμένων.
Σημείο αφετηρίας είναι ότι αυτό το είδος εταιρικού σοσιαλισμού (ο χαρακτηρισμός προέρχεται από την Wall Street Journal) οφείλει να προάγει τη δικαιοσύνη, τη διαφάνεια και τη σταθερότητα της αγοράς. Με το σύστημα που άρχισε να αποδιοργανώνεται φέτος, ευνοήθηκαν μέτοχοι και υπάλληλοι σε βάρος των φορολογουμένων. Αυτό είναι λάθος.
Το Κογκρέσο ήδη ζητά περισσότερο παρεμβατισμό, αλλά χωρίς τον απαιτούμενο σχεδιασμό, κάτι που θα μπορούσε να επιδεινώσει την κατάσταση. Οι Fannie και Freddie είχαν τη δική τους ρυθμιστική αρχή, την Υπηρεσία Ομοσπονδιακού Ελέγχου Οικιστικών Σχεδίων, η οποία πραγματοποίησε πλήθος ελέγχων και μελετών τα τελευταία χρόνια, αλλά δεν είδε πολλούς από τους κινδύνους οι οποίοι καταγράφονταν στα λογιστικά βιβλία των δύο οργανισμών. Αλλά ακόμη και όταν αναγνώριζαν πραγματικά προβλήματα, συχνά αγνοούνταν από το Κογκρέσο. Η νομοθετική μεταρρύθμιση των Σαμπάνη - Οξλεϊ, η οποία ψηφίστηκε μετά το μέγα σκάνδαλο της Enron, δημιούργησε ένα σωρό γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, αλλά δεν συνέβαλε ουσιωδώς στην πρόληψη της κρίσης.
Προσωπικά βρίσκω ελκυστική την πρόταση του Λούντβιχ για μια νέα εκδοχή του Οργανισμού Εκκαθάρισης Επιχειρήσεων (RTC), που δημιουργήθηκε το 1989 για να διαχειρίζεται δάνεια και παρακαταθήκες σε περιπτώσεις χρεοκοπίας. Ο RTC αγόραζε περιουσιακά στοιχεία που κινδύνευαν και στη συνέχεια τα μεταπωλούσε σε τιμές ελκυστικές για νέους αγοραστές, διευκολύνοντας έτσι την εξυγίανση των αγορών. Οπως λέει ο Λούντβιχ, ένας παρόμοιος μηχανισμός ίσως να ήταν καλύτερος από την τακτική των διαρκών αυτοσχεδιασμών που ακολουθεί η κυβέρνηση σήμερα.
Σε τελική ανάλυση, η καλύτερη μεταρρύθμιση είναι να αναλάβουν οι διευθυντές των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μεγαλύτερο μερίδιο ρίσκου για τις επιλογές τους. Αν ο δανειστής υποχρεωθεί να κρατήσει μεγαλύτερη μερίδα υποθηκών «δεύτερης» διαλογής, τότε θα είναι πιθανότερο να δανείσει μόνο σε αξιόπιστους πελάτες. Αν οι απαιτήσεις για δανειστές και δανειζόμενους αυξηθούν, θα μειωθούν οι πιθανότητες «τρελών» δανείων, σαν κι αυτά που έκαναν τόσο οξεία την υπό εξέλιξη κρίση.
Η τελευταία εφεδρεία των δανειστών, δηλαδή οι φορολογούμενοι, πρέπει να εισπράττουν δίκαιο αντίκρισμα για τα χρήματά τους. Οπως λέει ο μεγαλοχρηματιστής Γουόρεν Μπάφετ, «παραλογισμός είναι να κάνεις ξανά και ξανά τα ίδια πράγματα, περιμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα».
ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
20.7.08
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου