Στα νησιά ο μεταπρατικός χαρακτήρας της οικονομίας ευνόησε τη διαχείριση και συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια πολλών
Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, μέσα στην 3η χιλιετία π.Χ. στο νησιωτικό Αιγαίο μερικοί οικισμοί, όπως η Πολιόχνη στη Λήμνο και η Θερμή στη Λέσβο, διέθεταν γνωρίσματα που θα μπορούσαν να τους χαρακτηρίσουν ως πρωτοαστικά κέντρα. Πολεοδομικός σχεδιασμός, συλλογικά τεχνικά έργα, τεχνική εξειδίκευση, καταμερισμός εργασίας κ.ά. είναι στοιχεία διαγνωστικά κοινωνιών πιο σύνθετων και πιο ανεπτυγμένων από τις αγροτικές. Τα οχυρωματικά έργα, τα δίκτυα αποχέτευσης, οι λιθόστρωτοι δρόμοι, τα κοινοτικά πηγάδια ύδρευσης κ.λπ. προϋποθέτουν την ύπαρξη κεντρικού συντονιστικού οργάνου, τόσο για την κατασκευή όσο και για τη συντήρηση και την ομαλή λειτουργία τους. Ωστόσο, κανένα από τα κτίρια που η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως στους παραπάνω οικισμούς δεν διαθέτει στοιχεία που θα μπορούσαν να το χαρακτηρίσουν έδρα συγκεντρωτικής εξουσίας. Ενας χώρος στην Πολιόχνη, τον οποίο οι Ιταλοί ανασκαφείς του ονόμασαν «θέατρο» ή «βουλευτήριο», είχε ευθύς εξαρχής σχεδιαστεί, νωρίς μέσα στην τρίτη χιλιετία π.Χ., για συναθροίσεις πολλών ατόμων. Στις δύο σειρές βαθμιδωτών εδωλίων κατά μήκος των μακρών πλευρών του θα μπορούσαν άνετα να καθίσουν τουλάχιστον πενήντα άτομα. Βεβαίως, οι συναθροίσεις αυτές μπορεί να είχαν χαρακτήρα θρησκευτικό (ιεροτελεστίες), κοινωνικό (θεατρικές παραστάσεις) ή ακόμη πολιτικό. Δεν αποκλείεται όμως, όλες αυτές οι ανάγκες να εξυπηρετούνταν στον ίδιο χώρο. Συνεπώς το κτίριο, ο χώρος στον οποίο λαμβάνονταν οι αποφάσεις θα μπορούσε να είναι το λεγόμενο «βουλευτήριο». Στην περίπτωση αυτή τόσο οι αποφάσεις που λαμβάνονταν όσο και η εποπτεία για την εφαρμογή τους θα πρέπει να ήσαν συλλογικές.
Η εξέλιξη των πρώιμων οικισμών στην ηπειρωτική Ελλάδα διαφέρει από εκείνη των οικισμών στα νησιά του Αιγαίου. Κατ’ αρχήν διαφέρουν ως προς την τοποθεσία που είχε επιλεγεί για την ίδρυσή τους. Στην ηπειρωτική χώρα, ο οικισμός έπρεπε να ελέγχει πεδινές εκτάσεις με άφθονα νερά, ώστε να είναι δυνατή η ανάπτυξη αγροτικής οικονομίας. Στα νησιά, που κατοικήθηκαν όταν το επέτρεψε η βελτίωση των μέσων θαλάσσιας μετακίνησης, οι πρώτοι οικισμοί ιδρύθηκαν σε θέσεις οι οποίες, πέρα από την ανάπτυξη υποτυπώδους έστω αγροτικής οικονομίας, παρείχαν τη δυνατότητα ασφαλούς προσόρμισης των πρωτόγονων μέσων ναυσιπλοΐας. Ετσι, στα νησιά οι πρώιμοι οικισμοί ιδρύθηκαν κατά κανόνα στην άκρη μικρών και χαμηλών χερσονήσων, στις εκατέρωθεν αμμουδερές παραλίες των οποίων είχαν τη δυνατότητα να συρθούν τα σκαφίδια της εποχής ανάλογα με τις εκάστοτε επικρατούσες καιρικές συνθήκες.
«Νεολιθικό μέγαρο»
Αλλη ουσιώδης διαφορά βρισκόταν στον χαρακτήρα της οικονομίας, στην οποία στηρίζονταν οι προϊστορικές κοινωνίες. Η συνεχής βελτίωση των μέσων καλλιέργειας στις πεδινές περιοχές της ηπειρωτικής χώρας συντελούσε στην αύξηση του αγροτικού προϊόντος, το οποίο, μετά την κάλυψη βασικών καθημερινών αναγκών, άφηνε πλεόνασμα. Η φθαρτή φύση του αγροτικού προϊόντος επέβαλε την συγκέντρωσή του, ώστε αφ’ ενός μεν να καλύπτονται οι ανάγκες της κοινότητας σε περιόδους σιτοδείας αφ’ ετέρου δε να παρέχεται η ευχέρεια ανταλλαγής με αγαθά, των οποίων είχε ανάγκη η παραγωγική κοινότητα. Η διαχείριση του πλεονάσματος, κατά τη Νεολιθική Περίοδο, φαίνεται πως γινόταν μέσω ενός οικοδομήματος που χάρη στην στενόμακρη κάτοψή του ονομάστηκε συμβατικά «νεολιθικό μέγαρο». «Το μέγαρο» αυτό, με τυποποιημένη την κάτοψή του, δέσποζε μέσα στον οικισμό, όπου δεν υπήρχε δεύτερο όμοιό του. Από την μοναδικότητά του αλλά και την δεσπόζουσα θέση του στον οικισμό, το κτίριο αυτό χαρακτηρίστηκε «Σπίτι του Κοινού».
«Σπίτι με τους Διαδρόμους»
Αντίστοιχο με το νεολιθικό μέγαρο αναδείχθηκε κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.) το λεγόμενο πρωτοελλαδικό «Μέγαρο» ή «Σπίτι με τους Διαδρόμους». Κι αυτό ήταν μοναδικό και δέσποζε σε κάθε μεγάλο οικισμό, ο οποίος έλεγχε και εκμεταλλευόταν μεγάλες πεδινές εκτάσεις. Τέτοια οικοδομήματα έχουν ώς τώρα βρεθεί στη Θήβα, στη Λέρνα της Αργολίδας, στα Ακοβίτικα της Μεσσηνίας. Ειδικότερα στο κτίριο της Λέρνας βρέθηκαν αντικείμενα, όπως σφραγίδες, σφραγίσματα, σταθμά κ.λπ., που θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως υλικές μαρτυρίες για κάποια μορφή γραφειοκρατίας. Ολα τα παραπάνω στοιχεία συνηγορούν στην ερμηνεία του «Σπιτιού με τους Διαδρόμους» ως έδρα του φορέα διαχείρισης του αγροτικού πλεονάσματος. Αν δεν είναι τυχαίο ότι στις ίδιες περιοχές, όπου εμφανίστηκε το «Σπίτι με τους Διαδρόμους», αναδύθηκαν τα μεγάλα ανακτορικά κέντρα της Μυκηναϊκής περιόδου (Θήβα, Μυκήνες, Τίρυνθα, Πύλος κ.λπ.), τότε μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι, όπως συνέβη με τους μεγάλους πολιτισμούς της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας, από τη διαχείριση του αγροτικού πλεονάσματος και τον κεντρικό έλεγχο της οικονομίας αναδύθηκε η συγκεντρωτική εξουσία, η οποία εξελίχθηκε με τη μορφή του βασιλικού θεσμού.
Η διαδικασία ανάδυσης της κεντρικής εξουσίας στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπως πολύ συνοπτικά σκιαγραφήθηκε, δεν έχει μέχρι σήμερα βρει το παράλληλό της στα νησιά του Αιγαίου. Σε κανένα από τους πρώιμους οικισμούς δεν έχει εντοπιστεί κτίριο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έδρα συγκεντρωτικής εξουσίας. Ισως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι περιορισμένες πεδινές εκτάσεις των νησιών δεν άφηναν περιθώρια δημιουργίας αγροτικού πλεονάσματος και, κατά συνέπειαν, δεν υπήρχε ανάγκη δημιουργίας φορέα για τη διαχείρισή του. Το πλεόνασμα, ο πλούτος των νησιωτών προερχόταν από δραστηριότητες, τις οποίες ευνοούσε η γεωγραφική θέση των οικισμών τους ως λιμανιών και κέντρων διακίνησης αγαθών. Οι δραστηριότητες από πολύ νωρίς (4η χιλιετία π.Χ.) κυριάρχησαν στο Αιγαίο προσδίδοντας στην ελληνική οικονομία τον μέχρι σήμερα μεταπρατικό/διαμετακομιστικό της χαρακτήρα.
Θαλάσσιες μεταφορές
Το πλεόνασμα, ο πλούτος που παράγει ο τομέας των θαλάσσιων μεταφορών αφ’ ενός είναι προϊόν συλλογικής προσπάθειας και αφ’ ετέρου δεν υπόκειται σε κινδύνους αλλοίωσης και καταστροφής, όπως τα αγροτικά προϊόντα. Γι’ αυτό ούτε επιτρέπει αλλά και ούτε επιβάλλει τη συγκέντρωση και διαχείρισή του από ένα κεντρικό φορέα. Με άλλα λόγια, στα νησιά ο μεταπρατικός χαρακτήρας της οικονομίας δεν ευνόησε τη συγκέντρωση της εξουσίας σε λίγα χέρια. Αντίθετα, φαίνεται πως η διαχείριση του πλεονάσματος και της εξουσίας βρισκόταν στα χέρια πολλών, ίσως μιας εξέχουσας οικονομικής ομάδας (ελίτ) εμπόρων και ναυτικών, η οποία ήταν και υπεύθυνη για τη λήψη αποφάσεων και την εποπτεία εφαρμογής των. Ισως το «Βουλευτήριο» της Πολιόχνης αποτελεί την αρχαιότερη μαρτυρία (αρχές 3ης χιλιετίας π.Χ.) μιας τέτοιας λειτουργίας, η οποία δεν φαίνεται να διακόπηκε στα νησιά. Ενα επιβλητικό κτίριο στην πόλη του Ακρωτηρίου Θήρας του 17ου αιώνα π.Χ., η λεγόμενη Ξεστή 4, διαθέτει στοιχεία που θα μπορούσαν να το χαρακτηρίσουν έδρα μιας κεντρικής εξουσίας που ασκείται συλλογικά.
Καθώς δείχνει η ιστορία των αρχαίων Ελληνικών πόλεων, ο κινητός πλούτος, ως προϊόν συλλογικής προσπάθειας, όπως είναι το θαλάσσιο εμπόριο και οι μεταφορές, υποκατέστησε την γεωκτησία ως σύμβολο κύρους και εξουσίας, συμβάλλοντας στη γένεση δημοκρατικών θεσμών. Οι διαδικασίες που ανέδειξαν σε δημοκρατίες αρχαίες ελληνικές πόλεις όπως η Αθήνα, η Κόρινθος, η Χαλκίδα, η Ερέτρια κ.λπ., αλλά και πόλεις της νεότερης Ευρώπης, όπως η Γένουα, η Βενετία, το Λιβόρνο, το Αμστερνταμ κ.ά., στα νησιά του Αιγαίου είχαν αρχίσει τουλάχιστον από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.).
* Του Χρ. Ντούμα. Ο κ. Χρ. Γ. Ντούμας είναι Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών.
1.3.09
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου