H αναμενόμενη επιτυχής ολοκλήρωση του PSI και η υπογραφή του δεύτερου Μνημονίου ελπίζουμε να σηματοδοτήσουν το τέλος της περιόδου της μεταπολίτευσης και την απαρχή μιας νέας περιόδου, αυτής της ανασυγκρότησης της χώρας μας για επιτυχή διέξοδο από την κρίση.
Η ανασυγκρότηση της χώρας θα καταστεί δυνατή μόνο εάν καταφέρουμε, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, να κάνουμε τη Δημόσια Διοίκηση ικανή να επιτύχει και στις δύο βασικές αποστολές της: πρώτον, να ικανοποιεί τις ανάγκες της κοινωνίας για ποιοτικές υπηρεσίες με το ελάχιστο δυνατό κόστος, και δεύτερον, να είναι και να φαίνεται στην κοινωνία τίμια και αξιόπιστη. Εάν δεν επικεντρώσουμε όλη μας την προσοχή σε αυτό το θέμα και οι προσπάθειές μας δεν ευοδωθούν, τότε είναι βέβαιο ότι η περίοδος ανασυγκρότησης δεν θα ξεκινήσει ποτέ και η οικονομική και κοινωνική κατάρρευση θα συνεχιστεί με πολύ πιο οδυνηρές συνέπειες.
Η πιο βασική αδυναμία της ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης εξακολουθεί να είναι η έλλειψη ισχυρής σύνδεσης μεταξύ απασχόλησης και επίδοσης (εκτέλεση καθήκοντος), πράγμα που οδηγεί σε αναποτελεσματικότητα, κακή διαχείριση, έλλειψη καινοτομίας, απαρχαιωμένα οργανογράμματα και εργασιακούς ρόλους, και έλλειψη σύγχρονης ανταπόκρισης στις ανάγκες και τις προτεραιότητες της κοινωνίας. Ιστορικά, υπάρχει μεγάλη εξάρτηση των δημοσίων υπαλλήλων από τους πολιτικούς προϊσταμένους τους, η οποία επιδεινώθηκε με την κατάργηση των γενικών διευθυντών και την αντικατάστασή τους από υπουργικούς συμβούλους, αλλά και τη μετέπειτα παροχή στους συνδικαλιστές του δικαιώματος να συμμετέχουν στις διοικητικές αποφάσεις των υπηρεσιών/οργανισμών τους. Στις παραπάνω αδυναμίες πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τον ιδιωτικό τομέα, ο θεσμός της Δημόσιας Διοίκησης ακολουθεί διαδικασίες, οι οποίες βασίζονται σε κανόνες και όχι σε αποτελέσματα. Δηλαδή, τα στελέχη του Δημοσίου δεν έχουν την αυτονομία των στελεχών του ιδιωτικού τομέα, η οποία περιορίζεται μόνο από συστήματα αναφορών, παρακολούθησης και της υποχρέωσης λογοδοσίας, που βασίζεται σε προσυμφωνημένα αποτελέσματα.
Το πρόγραμμα εφεδρείας είχε ως αποτέλεσμα σημαντικές υπηρεσίες του κράτους, π.χ. εφορίες, νοσοκομεία, υπουργεία, δημόσιοι οργανισμοί, να χάσουν πολλά από τα πιο έμπειρα και ικανά τους στελέχη. Η επόμενη γενιά δημοσίων υπαλλήλων ως σύνολο δεν έχει τις απαιτούμενες εμπειρίες και δεξιότητες για να επωμισθεί το έργο της ανασυγκρότησης, είτε γιατί δεν εκπαιδεύτηκαν σχεδόν ποτέ είτε γιατί εάν και όταν αυτό έγινε, υλοποιήθηκε μέσα στο πλαίσιο των ίδιων πρακτικών Δημόσιας Διοίκησης που οδήγησαν τη χώρα μας στο σημερινό αδιέξοδο και αναποτελεσματικότητα.
Από την άλλη μεριά, πολλές επιχειρήσεις του ιδιωτικού, αλλά και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αναγκάστηκαν λόγω της οικονομικής κρίσης και συρρίκνωσης να μειώσουν το προσωπικό τους, με αποτέλεσμα σήμερα να βρίσκονται διαθέσιμα στην αγορά εργασίας αξιόλογα, εκπαιδευμένα και έμπειρα στελέχη που αναζητούν εργασία στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Επίσης, υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι και έμπειροι Ελληνες στο εξωτερικό που θα ήθελαν να επιστρέψουν και να συμμετάσχουν στην ανασυγκρότηση της χώρας μας.
Αυτό που χρειάζεται είναι να δημιουργηθεί ένα υφυπουργείο στο υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης -το υφυπουργείο Αποδοτικότητας της Δημόσιας Διοίκησης- με αντικείμενο, σε συνεργασία με τους καθ’ ύλην αρμόδιους φορείς, τον προσδιορισμό των καίριων θέσεων διοίκησης στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, την περιγραφή των κρίσιμων χαρακτηριστικών αποτελεσματικότητας στο κάθε πόστο, τον προσδιορισμό της διαδικασίας στελέχωσης, την υλοποίηση της στελέχωσης και, τέλος, τη συμμετοχή στην παρακολούθηση και αξιολόγηση της πορείας των στελεχών αυτών. Η θέση του υφυπουργού θα πρέπει να είναι ανεξάρτητη του κυβερνώντος κόμματος, και να δίνεται σε στέλεχος με αποδεδειγμένη διοικητική εμπειρία και δεξιότητες. Ο τομέας ευθύνης του υφυπουργείου θα περιλαμβάνει, σε συνεργασία με το ΑΣΕΠ και τους αρμόδιους φορείς, τον προσδιορισμό των προσόντων που απαιτούνται για επιτυχία των υψηλόβαθμων στελεχών των οργανισμών του Δημοσίου, την υλοποίηση του σχεδίου στελέχωσης των θέσεων αυτών, προσελκύοντας τα καλύτερα στελέχη της αγοράς (ιδιωτικού, ευρύτερου δημοσίου αλλά και του στενού δημόσιου τομέα) και μέσα από επαγγελματικές διαδικασίες επιλογής με κατάλληλες επιτροπές αξιολόγησης, τη στελέχωση των θέσεων αυτών.
Τέλος, η μορφή των συμβάσεων των υψηλόβαθμων αυτών στελεχών θα πρέπει να είναι λιτή, συγκεκριμένης διάρκειας τριών ή πέντε ετών, έξω από τα πρότυπα του Δημοσίου, χωρίς να κατοχυρώνονται δικαιώματα εφ’ όρου ζωής, αλλά να ενθαρρύνουν την πρωτοβουλία και την επικέντρωση στο αποτέλεσμα, βάσει προσυμφωνημένων απαιτήσεων και αποτελεσμάτων. Κάθε χρόνο θα γίνεται αξιολόγηση από το υφυπουργείο Αποδοτικότητας σε συνεργασία με τα εμπλεκόμενα υπουργεία και φορείς και, εφόσον τα αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά, θα συνεχίζεται η συνεργασία με το συγκεκριμένο στέλεχος, ενώ σε διαφορετική περίπτωση, η σύμβαση θα διακόπτεται χωρίς περαιτέρω αξιώσεις εκατέρωθεν. Αυτή η διαφοροποίηση από τη συνήθη πρακτική της αποζημίωσης δικαιολογείται έως ότου ξεπεραστεί η κρίση.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι πολλές χώρες έχουν κατά περιόδους αντιμετωπίσει παρόμοια με τα δικά μας προβλήματα και έχουν προβεί σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις που τους έχουν επιτρέψει την πρόσληψη ικανών διοικητικών στελεχών και ειδικών επαγγελματιών ως υπαλλήλων με συμβόλαια συγκεκριμένου χρόνου απασχόλησης. Μπορούμε να αντλήσουμε πολλές καλές πρακτικές από τις εμπειρίες των χωρών αυτών, καθώς και να αναζητήσουμε όχι μόνο την ηθική, αλλά και την υλική συμπαράστασή τους.
Του κ. Τάκη Αθανασόπουλου
* Ο κ. Τάκης Αθανασόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς και αντιπρόεδρος του ΙΟΒΕ.
Πηγή Καθημερινή
26.2.2012
Η ανασυγκρότηση της χώρας θα καταστεί δυνατή μόνο εάν καταφέρουμε, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, να κάνουμε τη Δημόσια Διοίκηση ικανή να επιτύχει και στις δύο βασικές αποστολές της: πρώτον, να ικανοποιεί τις ανάγκες της κοινωνίας για ποιοτικές υπηρεσίες με το ελάχιστο δυνατό κόστος, και δεύτερον, να είναι και να φαίνεται στην κοινωνία τίμια και αξιόπιστη. Εάν δεν επικεντρώσουμε όλη μας την προσοχή σε αυτό το θέμα και οι προσπάθειές μας δεν ευοδωθούν, τότε είναι βέβαιο ότι η περίοδος ανασυγκρότησης δεν θα ξεκινήσει ποτέ και η οικονομική και κοινωνική κατάρρευση θα συνεχιστεί με πολύ πιο οδυνηρές συνέπειες.
Η πιο βασική αδυναμία της ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης εξακολουθεί να είναι η έλλειψη ισχυρής σύνδεσης μεταξύ απασχόλησης και επίδοσης (εκτέλεση καθήκοντος), πράγμα που οδηγεί σε αναποτελεσματικότητα, κακή διαχείριση, έλλειψη καινοτομίας, απαρχαιωμένα οργανογράμματα και εργασιακούς ρόλους, και έλλειψη σύγχρονης ανταπόκρισης στις ανάγκες και τις προτεραιότητες της κοινωνίας. Ιστορικά, υπάρχει μεγάλη εξάρτηση των δημοσίων υπαλλήλων από τους πολιτικούς προϊσταμένους τους, η οποία επιδεινώθηκε με την κατάργηση των γενικών διευθυντών και την αντικατάστασή τους από υπουργικούς συμβούλους, αλλά και τη μετέπειτα παροχή στους συνδικαλιστές του δικαιώματος να συμμετέχουν στις διοικητικές αποφάσεις των υπηρεσιών/οργανισμών τους. Στις παραπάνω αδυναμίες πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τον ιδιωτικό τομέα, ο θεσμός της Δημόσιας Διοίκησης ακολουθεί διαδικασίες, οι οποίες βασίζονται σε κανόνες και όχι σε αποτελέσματα. Δηλαδή, τα στελέχη του Δημοσίου δεν έχουν την αυτονομία των στελεχών του ιδιωτικού τομέα, η οποία περιορίζεται μόνο από συστήματα αναφορών, παρακολούθησης και της υποχρέωσης λογοδοσίας, που βασίζεται σε προσυμφωνημένα αποτελέσματα.
Το πρόγραμμα εφεδρείας είχε ως αποτέλεσμα σημαντικές υπηρεσίες του κράτους, π.χ. εφορίες, νοσοκομεία, υπουργεία, δημόσιοι οργανισμοί, να χάσουν πολλά από τα πιο έμπειρα και ικανά τους στελέχη. Η επόμενη γενιά δημοσίων υπαλλήλων ως σύνολο δεν έχει τις απαιτούμενες εμπειρίες και δεξιότητες για να επωμισθεί το έργο της ανασυγκρότησης, είτε γιατί δεν εκπαιδεύτηκαν σχεδόν ποτέ είτε γιατί εάν και όταν αυτό έγινε, υλοποιήθηκε μέσα στο πλαίσιο των ίδιων πρακτικών Δημόσιας Διοίκησης που οδήγησαν τη χώρα μας στο σημερινό αδιέξοδο και αναποτελεσματικότητα.
Από την άλλη μεριά, πολλές επιχειρήσεις του ιδιωτικού, αλλά και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αναγκάστηκαν λόγω της οικονομικής κρίσης και συρρίκνωσης να μειώσουν το προσωπικό τους, με αποτέλεσμα σήμερα να βρίσκονται διαθέσιμα στην αγορά εργασίας αξιόλογα, εκπαιδευμένα και έμπειρα στελέχη που αναζητούν εργασία στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Επίσης, υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι και έμπειροι Ελληνες στο εξωτερικό που θα ήθελαν να επιστρέψουν και να συμμετάσχουν στην ανασυγκρότηση της χώρας μας.
Αυτό που χρειάζεται είναι να δημιουργηθεί ένα υφυπουργείο στο υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης -το υφυπουργείο Αποδοτικότητας της Δημόσιας Διοίκησης- με αντικείμενο, σε συνεργασία με τους καθ’ ύλην αρμόδιους φορείς, τον προσδιορισμό των καίριων θέσεων διοίκησης στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, την περιγραφή των κρίσιμων χαρακτηριστικών αποτελεσματικότητας στο κάθε πόστο, τον προσδιορισμό της διαδικασίας στελέχωσης, την υλοποίηση της στελέχωσης και, τέλος, τη συμμετοχή στην παρακολούθηση και αξιολόγηση της πορείας των στελεχών αυτών. Η θέση του υφυπουργού θα πρέπει να είναι ανεξάρτητη του κυβερνώντος κόμματος, και να δίνεται σε στέλεχος με αποδεδειγμένη διοικητική εμπειρία και δεξιότητες. Ο τομέας ευθύνης του υφυπουργείου θα περιλαμβάνει, σε συνεργασία με το ΑΣΕΠ και τους αρμόδιους φορείς, τον προσδιορισμό των προσόντων που απαιτούνται για επιτυχία των υψηλόβαθμων στελεχών των οργανισμών του Δημοσίου, την υλοποίηση του σχεδίου στελέχωσης των θέσεων αυτών, προσελκύοντας τα καλύτερα στελέχη της αγοράς (ιδιωτικού, ευρύτερου δημοσίου αλλά και του στενού δημόσιου τομέα) και μέσα από επαγγελματικές διαδικασίες επιλογής με κατάλληλες επιτροπές αξιολόγησης, τη στελέχωση των θέσεων αυτών.
Τέλος, η μορφή των συμβάσεων των υψηλόβαθμων αυτών στελεχών θα πρέπει να είναι λιτή, συγκεκριμένης διάρκειας τριών ή πέντε ετών, έξω από τα πρότυπα του Δημοσίου, χωρίς να κατοχυρώνονται δικαιώματα εφ’ όρου ζωής, αλλά να ενθαρρύνουν την πρωτοβουλία και την επικέντρωση στο αποτέλεσμα, βάσει προσυμφωνημένων απαιτήσεων και αποτελεσμάτων. Κάθε χρόνο θα γίνεται αξιολόγηση από το υφυπουργείο Αποδοτικότητας σε συνεργασία με τα εμπλεκόμενα υπουργεία και φορείς και, εφόσον τα αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά, θα συνεχίζεται η συνεργασία με το συγκεκριμένο στέλεχος, ενώ σε διαφορετική περίπτωση, η σύμβαση θα διακόπτεται χωρίς περαιτέρω αξιώσεις εκατέρωθεν. Αυτή η διαφοροποίηση από τη συνήθη πρακτική της αποζημίωσης δικαιολογείται έως ότου ξεπεραστεί η κρίση.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι πολλές χώρες έχουν κατά περιόδους αντιμετωπίσει παρόμοια με τα δικά μας προβλήματα και έχουν προβεί σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις που τους έχουν επιτρέψει την πρόσληψη ικανών διοικητικών στελεχών και ειδικών επαγγελματιών ως υπαλλήλων με συμβόλαια συγκεκριμένου χρόνου απασχόλησης. Μπορούμε να αντλήσουμε πολλές καλές πρακτικές από τις εμπειρίες των χωρών αυτών, καθώς και να αναζητήσουμε όχι μόνο την ηθική, αλλά και την υλική συμπαράστασή τους.
Του κ. Τάκη Αθανασόπουλου
* Ο κ. Τάκης Αθανασόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς και αντιπρόεδρος του ΙΟΒΕ.
Πηγή Καθημερινή
26.2.2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου