Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

Μικροί και μεσαίοι έμποροι στα όρια νευρικής κρίσης

Μικροί και μεσαίοι έμποροι στα όρια νευρικής κρίσης
Σε μια μεγάλη αγορά η μοίρα των μικρών πρέπει να αναζητηθεί στο περιθώριο.

Του Γιαννη Σιωτου

Στη γωνία Ζωοδόχου Πηγής και Αραχώβης στα Εξάρχεια βρισκόταν ένα μικρό μπακάλικο. Μικρό στα τετραγωνικά, αλλά στην πραγματικότητα «τάιζε» μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες γειτονιές του κέντρου της Αθήνας. Το δούλευαν τρία αδέλφια και είχαν σήμα κατατεθέν τα τσουβάλια με τα χύμα όσπρια και τις διανομές κατ’ οίκον με το ποδήλατο του μικρότερου από τα τρία αδέλφια. Σήμερα το μπακάλικο δεν υπάρχει. Οπως δεν υπάρχει και ο ράπτης που δούλευε λίγο παραπάνω στην Ζωοδόχου Πηγής και το γωνιακό εστιατόριο της Καλλιδρομίου και η πιτσαρία της γειτονιάς που είχε γνωρίζει πιένες στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80.

Σημάδια των καιρών θα έλεγαν μερικοί. Η παγκοσμιοποίηση θα έλεγαν κάποιοι άλλοι. Οι επιπτώσεις από τη μάχη της ελεύθερης αγοράς κάποιοι τρίτοι. Την αλήθεια όμως την περιγράφουν οι αμείλικτοι αριθμοί, οι οποίοι παρουσιάζουν παραστατικά την πραγματικότητα. Κάθε χρόνο, που περνάει, λιγότερα καταστήματα τροφίμων επιβιώνουν από τον οξύ ανταγωνισμό των σούπερ μάρκετ. Η απώλεια μεριδίου της αγοράς είναι μια αλήθεια καθώς από το 1995 μέχρι σήμερα τα μεγάλα σούπερ μάρκετ έχουν σχεδόν διπλασιάσει τον όγκο των πωλήσεών τους (η αξία των πωλήσεων μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού), ενώ αντίθετα τα μικρά καταστήματα τροφίμων έχουν εμφανίσει μείωση των πραγματικών τους πωλήσεων.

Συγκεκριμένα την περίοδο 1995 - 2007:

- Τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων έχουν αυξήσει τις πραγματικές τους πωλήσεις κατά 80,7% περίπου.

- Τα μικρά καταστήματα τροφίμων και ποτών έχουν μικρότερο τζίρο σε ποσοστό που προσεγγίζει το 7% περίπου.

«Στην πραγματικότητα δεν μιλάμε για ανταγωνισμό τιμών, αλλά για ανταγωνισμό σημείων πώλησης. Οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ την τελευταία δεκαετία έχουν αναπτύξει τεράστια, για τα ελληνικά δεδομένα, δίκτυα πώλησης, με αποτέλεσμα να εκμεταλλεύονται όλα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των οικονομιών κλίμακος. Εκτιμάται ότι το πανελλαδικό δίκτυο πώλησης των τεσσάρων μεγαλύτερων αλυσίδων σούπερ μάρκετ ξεπερνά τα 1.100 καταστήματα, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων βρίσκεται στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη όπου καταγράφεται η μεγαλύτερη συγκέντρωση πληθυσμού. Στο περιβάλλον αυτό η μικρή επιχείρηση τροφίμων είναι αδύνατον να αντέξει τόσο τον ανταγωνισμό των τιμών όσο και το αυξημένο κόστος που συνεπάγεται η επί ίσοις όροις λειτουργία της με την αντίστοιχη των σούπερ μάρκετ (ωράρια λειτουργίας, ελαστική απασχόληση κ.ά.).

Από την άλλη πλευρά δεν θα πρέπει να υποβαθμίζεται το γεγονός ότι οι μεγάλοι τζίροι φέρνουν τόσο φθηνότερες προμήθειες όσο και παράπλευρα έσοδα καθώς και δυνατότητα χρηματοδότησης μέσω των προμηθευτών τους. Ενδεικτικό πρέπει να θεωρείται το γεγονός ότι η πίτα της αγοράς τροφίμων και ποτών στην αγορά της Αττικής εκτιμάται ότι υπερβαίνει, σύμφωνα με υπολογισμούς που βασίζονται στα στοιχεία των οικογενειακών προϋπολογισμών, τα 6 δισ. ευρώ το χρόνο», τόνιζε πρόσφατα οικονομικός αναλυτής, ο οποίος καταγράφει τα οικονομικά μεγέθη της αγοράς ειδών διατροφής και ποτών. Ανάλογο είναι και το τοπίο που διαμορφώνεται και στο χονδρικό εμπόριο των τροφίμων όπου τα τελευταία χρόνια εκατοντάδες επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους έχουν αναστείλει τη λειτουργία τους.

Οι Αριθμοι

143% άνοδο κατέγραψε ο όγκος των πωλήσεων των μεγάλων εμπορικών αλυσίδων ειδών ένδυσης και υπόδησης την περίοδο 1995-2007.

50% μόνο αυξήθηκε ο όγκος των πωλήσεων στις μικρές επιχειρήσεις του κλάδου.

20 έως 80 καταστήματα σε ολόκληρη την Ελλάδα περιλαμβάνουν τα δίκτυα που έχουν αναπτύξει ήδη πολλές από τις μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις του κλάδου, σύμφωνα με τα στοιχεία.

3 δισ. ευρώ τουλάχιστον τον χρόνο η καταναλωτική δαπάνη σε είδη ένδυσης και υπόδησης, μόνο στον Νομό Αττικής, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2005.

15 στα 100 μαγαζιά είναι κενά στο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας, καθώς τα σημάδια της κρίσης έχουν αρχίσει να κάνουν έντονη την παρουσία τους.

300 βιοτεχνίες και περισσότερες από αυτές που δραστηριοποιούνται στον κλάδο αναστέλλουν κάθε χρόνο τη λειτουργία τους, αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των κινεζικών και ινδικών προϊόντων που εισάγουν τις περισσότερες φορές πρώην συνάδελφοί τους.

200 τουλάχιστον ατομικές επιχειρήσεις αρτοποιών και ζαχαροπλαστών του νομού Αττικής «κατεβάζουν» ρολά.

Διαπιστωσεις

Τα επίσημα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι και στην αγορά ένδυσης και υπόδησης το αποτέλεσμα είναι σχεδόν προκαθορισμένο και οδηγεί στη συγκέντρωση. «Η αγορά ειδών ένδυσης και υπόδησης σταδιακά οργανώνεται με βάση την αγορά ειδών διατροφής. Οι ξένες αλυσίδες ισχυροποιούν τη θέση τους στην αγορά, ισχυροποιώντας την παρουσία τους στις αγορές των μεγάλων αστικών κέντρων. Από την άλλη πλευρά οι ελληνικές επιχειρήσεις που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τον οξύ ανταγωνισμό επενδύουν στο δίκτυο καταστημάτων τους. Ενώ, οι μικρότερες, που δεν αντιμετωπίζουν χρηματοοικονομικά προβλήματα προσπαθούν να αποκτήσουν παρουσία σε οργανωμένους εμπορικούς χώρους, υποβαθμίζοντας τον ρόλο των τοπικών αγορών. Αποτέλεσμα οι μικρότερες επιχειρήσεις του κλάδου αντιμετωπίζουν οξύ ανταγωνισμό σε όλα τα επίπεδα που αργά αλλά σταθερά τους οδηγεί σε απώλεια σημαντικού μεριδίου της αγοράς», τόνιζε συνδικαλιστής έμπορος.

«Η μικρή και μεσαία επιχείρηση του κλάδου που δεν κατόρθωσε να προσαρμοστεί στο πνεύμα της εποχής, κινείται πλέον στην κόψη του ξυραφιού και οι μόνοι που το γνωρίζουν είναι οι ίδιοι αλλά και οι τράπεζες της περιοχής τους που έχουν κατακλυσθεί από τις επιταγές ευκολίας που αποτελούν πλέον τον «σύγχρονο» τρόπο χρηματοδότησης των μικρών του κλάδου. Το πρόβλημα φυσικά είναι ιδιαίτερα έντονο στην Αθήνα, καθώς τα αγοραστικά πρότυπα της περιφέρειας αποτελούν την τελευταία γραμμή άμυνας για τους μικρούς του κλάδου» επισήμανε χαρακτηριστικά συνδικαλιστής έμπορος.

ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

13.9.08

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ShareThis