Με τις πρώτες σταγόνες της βροχής σταμάτησα τη μοτοσικλέτα μου στην άκρη του δρόμου και ακολούθησα με βιαστικό βήμα το μονοπάτι, ώς την είσοδο μιας μεγάλης σπηλιάς που τη λένε Φράγχθι, στον ανατολικό μυχό του Αργολικού Κόλπου, λίγο βόρεια από το χωριό Κοιλάδα. Περπατώντας απολάμβανα για άλλη μια φορά τα χάδια αυτής της μάγισσας που δεν ξεχωρίζει τα αγριόχορτα από τα τριαντάφυλλα, σε όλους μοιράζει το ίδιο τα φιλιά της.
Στην αρχή ήταν μόνο ήχοι, οι σταγόνες που έπεφταν πάνω στα φυλλώματα, τα μικρά ρυάκια που κυλούσαν ανάμεσα στις πέτρες. Μετά, μπήκαν στον χορό και τα αρώματα. Βρήκα μια βολική γωνιά στην είσοδο της σπηλιάς, έκλεισα τα μάτια μου και βυθίστηκα σ’ ένα πέλαγος γνώριμο και αγαπημένο από παλιά.
Μου φάνηκε πολύ παράξενο, γιατί το μέρος ήταν εντελώς ερημικό, αλλά είχα την αίσθηση ότι άκουγα κάποιον που σιγοσφύριζε ένα τραγούδι. Αναπνέοντας αργά, αφουγκραζόμουν τους ήχους με μισόκλειστα μάτια, δεν ήθελα να διακόψω το «ταξιδάκι» μου. Οταν όμως το τραγούδι έγινε δυνατό και ξεκάθαρο, ανασηκώθηκα. Κάποιος πλησίαζε στο μικρό μου καταφύγιο.
Αναπάντεχη συνάντηση
Παρ’ όλο που η απόσταση που μας χώριζε ήταν ακόμα μεγάλη, μπορούσα να διακρίνω ότι ήταν ένας νέος άνδρας, ψηλός, ωραίος, με μαύρα πυκνά μαλλιά. Με το ένα του χέρι κρατούσε ένα μικρό σακίδιο περασμένο πρόχειρα στον ένα του ώμο, στο άλλο έσφιγγε ένα ματσάκι πρασινάδα, μάλλον θυμάρι.
Ανηφορίζοντας αργά ήρθε και στάθηκε μπροστά μου με τον πιο φυσικό τρόπο, λες και είχαμε εκεί κάποιο ραντεβού. Ακούμπησε με μια αργή κίνηση το σακίδιό του πλάι στα πόδια του. Οι μπότες του ήταν λασπωμένες, και πρόσεξα ότι το τζιν του ήταν σκισμένο λίγο κάτω από το αριστερό του γόνατο. Η βροχή τον είχε κάνει μούσκεμα. Μου έδωσε το θυμάρι που έσταζε νερά, όπως και τα μαλλιά του, διακόπτοντας το σφυριχτό του τραγούδι για να μου πει:
– Η παιδική μου ηλικία, όλη σε ένα άρωμα.
Εμεινα για μερικά δευτερόλεπτα να τον κοιτάζω, μετά άπλωσα μηχανικά το χέρι μου και πήρα το αρωματικό θαμνάκι.
– Συγγνώμη... γνωριζόμαστε;
– Οχι.
– Ποιος είσαι;
– Με λένε Φρόντη.
– Πώς;
– Φρόντη. Οπως τον τιμονιέρη στο καράβι του Μενελάου. Εσένα ξέρω, σε λένε Στέφανο.
– Και πώς το ξέρεις;
– Το είδα γραμμένο στο κράνος σου, δική σου δεν είναι εκείνη η μοτοσικλέτα εκεί κάτω;
– Ναι… και εσύ…
– Εγώ φίλε μου τώρα, αν μου επιτρέπεις...
Και μ’ αυτά τα λόγια τραβήχτηκε μερικά μέτρα πιο πέρα, στη ρίζα του βράχου, έκανε το σακίδιό του μαξιλάρι, έκλεισε τα μάτια του και κοιμήθηκε, λες και η βροχή ήταν γλυκό νανούρισμα που τον τύλιξε. Σηκώθηκα σιγά σιγά και έκανα να φύγω, με κάποιο αίσθημα ανησυχίας που μου προκάλεσε αυτός ο παράξενος τύπος. Αλλά ύστερα από μερικά βήματα κάτι μ’ έπιασε και κάθισα πάλι κάτω, μερικά μέτρα μακριά του, να τον κοιτάζω και να αναρωτιέμαι ποιος Θεός ή διάβολος να ’ναι αυτός που ήρθε και με συνάντησε εδώ πάνω, σε τούτα τα άγρια μέρη. Σιγά σιγά η ανησυχία έφυγε, και άρχισα να νιώθω πως κάτι εξαίσιο συμβαίνει εδώ. Οτι οι δυο μας έχουμε πολλά να πούμε.
Αντί να σταματήσει η ψιχάλα δυνάμωσε, έγινε κανονική βροχή και, απ’ ό,τι φαινόταν, θα το πήγαινε έτσι για πολλές ώρες ακόμα, ίσως και όλη μέρα. Αναγκάστηκα να χωθώ κάτω από τη βραχοσκεπή για να προστατευτώ όσο μπορούσα περισσότερο, και άρχισα να σκέφτομαι ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να τρέξω ώς τη μοτοσικλέτα μου, να φορέσω τα αδιάβροχά μου και να συνεχίσω τον δρόμο μου. Δίπλα μου ο Φρόντης, έδειχνε να έχει πέσει σε λήθαργο. Παρατηρούσα το στήθος του που ανεβοκατέβαινε αργά, στον ρυθμό της αναπνοής του. Η βροχή έβρεχε τις μπότες και τις άκρες από τα μπατζάκια του, και σκέφτηκα να τον ξυπνήσω για να μαζευτεί κι αυτός στο βάθος της βραχοσκεπής. Αλλά δεν το έκανα. Στεκόμουν εκεί ακίνητος, σαν κάποιος να με είχε βάλει σκοπιά να φυλάω έναν βασιλιά, ή ένα παιδί, ποιος ξέρει.
Κάποια στιγμή, ο Φρόντης ξύπνησε. Ανακάθισε, χασμουρήθηκε, κοίταξε προς το μέρος μου και άρχισε να μου μιλάει για τη σπηλιά, στην είσοδο της οποίας καθόμασταν. Φαινόταν να ξέρει τα πάντα. Καθώς τον άκουγα, συνειδητοποίησα ότι μόλις ξεκίνησε ένα συναρπαστικό ταξίδι παρέα με έναν καπετάνιο που ήξερε όλες τις θάλασσες, έναν συνταξιδιώτη που είχε τα κλειδιά για τη σπηλιά του Αλαντίν.
Καταφύγιο και ευρήματα
«Ξέρεις, αυτή τη σπηλιά τη χρησιμοποιούσαν για καταφύγιο και κατοικία οι άνθρωποι ήδη από τη μέση παλαιολιθική εποχή, γύρω στο 25000 π.Χ. Αλλά φαίνεται πως δεν το παίνευαν και πολύ το σπίτι τους, γιατί γύρω στο 3.000 π.Χ., στα τέλη της νεολιθικής εποχής, έπεσε και τους πλάκωσε. Αυτά τα τεράστια βράχια που βλέπεις πεσμένα στην είσοδο της σπηλιάς, έπεσαν από την οροφή, προφανώς ύστερα από κάποιο δυνατό σεισμό.
Οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι με επικεφαλής τον Thomas Jacobsen που ανέσκαψαν ένα μέρος του σπηλαίου την περίοδο 1967-76, βρήκαν εδώ τον αρχαιότερο πλήρη σκελετό ανθρώπου στην Ελλάδα. Ανήκε σ’ έναν άνδρα ηλικίας περίπου 25 ετών, ύψους 1,56 μ., που πέθανε γύρω στο 8000 π.Χ., τον οποίο οι σύντροφοί του έθαψαν χωρίς κτερίσματα σ’ ένα ρηχό λάκκο, με τα πόδια λυγισμένα και τα χέρια μαζεμένα στο στήθος. Από άλλα ευρήματα συμπέραναν ότι οι ένοικοι αυτής της σπηλιάς ήταν στην αρχή κυνηγοί που κυνηγούσαν ιπποειδή και αργότερα κόκκινα ελάφια, αλλά ήξεραν και να ψαρεύουν, και έτρωγαν και πολλά φρούτα που τα έκοβαν από τα γύρω δέντρα. Τα όπλα που χρησιμοποιούσαν στο κυνήγι ήταν ακόντια και βέλη από ξύλο, που είχαν αιχμές φτιαγμένες από οψιδιανό, ένα πέτρωμα που είχαν φέρει από τη... Μήλο! Αρα, αυτοί οι άνθρωποι ήταν σε θέση να κάνουν με τις βάρκες τους μακρινά θαλασσινά ταξίδια. Τα πιο καταπληκτικά ευρήματα, όμως, που εντοπίστηκαν στα τελευταία στρώματα της χρήσης του σπηλαίου, ήταν κόκαλα εξημερωμένων κατσικιών και προβάτων, καθώς και σπόροι κριθαριού και σιταριού, και έτσι επιβεβαιώθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα η ύπαρξη μεσολιθικής εποχής, δηλαδή του εξελικτικού εκείνου σταδίου κατά το οποίο ο άνθρωπος μεταβλήθηκε από κυνηγό και καρποσυλλέκτη σε καλλιεργητή και κτηνοτρόφο. Ελα, πάμε πιο μέσα να σου δείξω».
Μαγική στιγμή
Κατηφορίσαμε με προσεκτικά βήματα μέχρι το βάθος της πρώτης αίθουσας της σπηλιάς. Ο Φρόντης έσβησε τον φακό του και μου έκανε νόημα να σβήσω και εγώ τον δικό μου. Σαν να ήξερε τη μαγική στιγμή του κάθε τόπου, την ώρα ακριβώς εκείνη ο απογευματινός ήλιος έστελνε τις ακτίνες του από το άνοιγμα της σπηλιάς να φωτίσουν τα τιρκουάζ κρυστάλλινα νερά της μικρής λίμνης στο χαμηλότερο σημείο της αίθουσας.
«Ως εδώ ήταν η βόλτα μας. Τα βράχια που έχουν πέσει δεν επιτρέπουν σε κανένα να προχωρήσει στις άλλες αίθουσες, αλλά ήδη το σπήλαιο έχει πλουτίσει σημαντικά τις γνώσεις μας για εκείνη τη μακρινή εποχή».
Μιλούσε ψιθυριστά. Η απόλυτη ησυχία της σπηλιάς επέτρεπε να ακούγονται ακόμα και οι ανάσες. Ο Φρόντης μού έδειξε με το δάχτυλό του μια μεγάλη παρέα νυχτερίδων που ξεκουράζονταν κρεμασμένες στην οροφή. «Αυτοί είναι τώρα οι ένοικοι της σπηλιάς, εμείς είμαστε παρείσακτοι επισκέπτες. Κάνε ησυχία για να μην τις ενοχλήσουμε και ξυπνήσουν από το λήθαργό τους, είναι ακόμα η εποχή που ξεκουράζονται. Εδώ πιο δίπλα είναι μια άλλη σπηλιά, τα Δίδυμα. Πάμε. Θέλω να σου δείξω εκεί κάτι μοναδικό»
Βγήκαμε από τη σπηλιά. Η βροχή είχε σταματήσει. Ακολουθώντας τον Φρόντη που περπατούσε μερικά μέτρα μπροστά μου, μια άλλη βροχή, σκέψεων και συναισθημάτων, είχε ξεσπάσει μέσα μου.
Του Στέφανου Ψημένου
Πηγή Καθημερινή
12.3.2011 |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου