Μία από τις πιο συχνές κατηγορίες που δέχεται η ψυχανάλυση είναι ότι πρόκειται για μια αμιγώς υποκειμενική, θεωρητική προσέγγιση στην κατανόηση του ανθρώπινου ψυχισμού. Η δυσπιστία απέναντι στην ψυχαναλυτική διεργασία, ανεξαρτήτως σχολών, δεν προέρχεται μονάχα από τον απλό κόσμο αλλά και από την επιστημονική κοινότητα. Εχει άραγε θέση η ψυχανάλυση στις επιστήμες και αν ναι, ποια μπορεί να είναι αυτή; Πρόκειται βέβαια για μια συζήτηση τόσο παλιά όσο και η ίδια η ψυχανάλυση και, καταπώς φαίνεται, είναι μια συζήτηση ανοιχτή, με πολύ δρόμο μπροστά της. Στο εξωτερικό, αλλά και στη χώρα μας, καταβάλλεται μια προσπάθεια να ανοίξει ο διάλογος ανάμεσα στην ψυχανάλυση και σε έναν καθαρά επιστημονικό τομέα, τις νευροεπιστήμες.
Μια αγγλική έκδοση από το Ιδρυμα Θεοδώρου Θεοχάρη Κότσικα με τίτλο «Διάλογος ψυχανάλυσης και νευροβιολογίας: θεωρητικές και θεραπευτικές πτυχές» διερευνά ακριβώς αυτή τη σχέση. Η έκδοση περιλαμβάνει τα πρακτικά ημερίδας με τον ίδιο τίτλο, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 2004 με τη συμμετοχή Ελλήνων και ξένων ψυχιάτρων και νευροβιολόγων. Την επιμελήθηκαν οι Μαριέτα Ισιδώρου Ράντοβιτς, καθηγήτρια Ανατομίας και Κυτταρικής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις, ερευνήτρια καθηγήτρια Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Γρηγόρης Βασλαματζής, ψυχίατρος-ψυχαναλυτής, αναπληρωτής καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
«Το ενδιαφέρον σημείο», λέει ο Γρηγόρης Βασλαματζής, «είναι ότι τόσο η ψυχανάλυση όσο και οι νευροεπιστήμες, ενώ ακολουθούν εντελώς διαφορετικές μεθοδολογίες, ο σκοπός της έρευνάς τους είναι να καταλήξουν σε ορισμένα μοντέλα γύρω από πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος ψυχισμός. Η ψυχανάλυση διεξάγει μιαν έρευνα επί της υποκειμενικής βάσης του ψυχισμού και καταλήγει σε ορισμένα συμπεράσματα από τη λεγόμενη διυποκειμενική σχέση ψυχαναλυτή και ψυχαναλυόμενου. Οι νευροεπιστήμονες, από την άλλη, μελετούν τη λειτουργία του εγκεφάλου με σκοπό όμως να ρίξουν φως πάνω στο πώς λειτουργεί ο ψυχισμός. Η ψυχαναλυτική μέθοδος εδράζεται πάνω σε μια αναλυτική σχέση, εκείνη των νευροεπιστημών στη διερεύνηση της λειτουργίας του εγκεφάλου».
Σύμφωνα με τον Γ. Βασλαματζή, ορισμένοι νευροβιολόγοι κάνουν λόγο για «ασυνείδητα συναισθήματα», τα οποία εγγράφονται σε «μνημονικά κυκλώματα, και μάλιστα στο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου». «Υπάρχει στον άνθρωπο η λεγόμενη ασυνείδητη γνώση της πρώτης παιδικής ηλικίας. Ολα αυτά που δεν θυμόμαστε από εκείνη την πρώτη φάση της ζωής μας συνιστούν μνημονικό ίχνος. Στο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου, λέει η νευροεπιστημονική θεωρία, φωλιάζουν ασυνείδητα αισθήματα και μνήμες. Σε αυτό ακριβώς το σημείο οι νευροεπιστήμονες συναντούν τους ψυχαναλυτές».
«Ενα άλλο ενδιαφέρον σημείο σε αυτή τη σύγκλιση», προσθέτει ο Γρ. Βασλαματζής, «είναι η νευροαπεικόνιση: οι απεικονιστικές μέθοδοι μέσα από τις οποίες καταγράφεται η λειτουργία του εγκεφάλου. Μέσα από τη νευροαπεικόνιση μπορούμε σήμερα να έχουμε μετρήσιμες αλλαγές στη δραστηριότητα ενός εγκεφάλου, στις συνάψεις των κυττάρων του κ. τ. λ., μετά τη χορήγηση φαρμάκων αλλά και ύστερα από την ψυχαναλυτική διαδικασία. Αν κάποιος πάρει φάρμακα ή κάνει ψυχανάλυση, μετά θα υπάρχουν μετρήσιμες αλλαγές στη δραστηριότητα του εγκεφάλου του. Η πλαστικότητα του εγκεφάλου είναι η μεγάλη ανακάλυψη των νευροεπιστημών, ότι δηλαδή ο εγκέφαλος του ανθρώπου τροποποιείται από τις επιδράσεις του περιβάλλοντος. Αναπτύσσονται νέες νευρωνικές συνδέσεις στον εγκέφαλο ειδικά κατά τη βρεφική ηλικία, μερικά ερεθίσματα βοηθάνε κι άλλα την μπλοκάρουν. Παραδοσιακά, η ψυχανάλυση έριχνε όλο της το βάρος στα τραύματα της παιδικής ηλικίας, κυρίως σε εκείνα που συμβαίνουν κατά το προλεκτικό στάδιο, πριν δηλαδή από τα τρία χρόνια. Τώρα, αποδεικνύεται από τις νευροεπιστήμες ότι ειδικά το δεξί ημισφαίριο, που αναπτύσσεται πρώτο, είναι ο χώρος στον οποίο εγγράφονται οι τραυματικές εμπειρίες. Είναι μια άδηλη μνήμη, η οποία όμως επιδρά σοβαρά και προκαλεί ψυχοπαθολογίες».
Κατά τον Γρ. Βασλαματζή, αν κάτι λείπει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα είναι ένας τέτοιου τύπος διεπιστημονικός διάλογος. «Στο Αιγινήτειο, ψυχίατροι, νευροεπιστήμονες και ψυχαναλυτές έχουμε αρχίσει μια συζήτηση πάνω σε μια τέτοια βάση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν διαφωνούμε σε πολλά».
Αραγε αρκούν μόνον τα φάρμακα; Ο Γρ. Βασλαματζής μάς λέει ότι η εμπειρία του και οι έρευνές του έχουν δείξει ότι «γενικά ο συνδυασμός ψυχανάλυσης και ψυχοφαρμάκων έχει ωφελήσει θεραπευτικά. Για παράδειγμα, σε έναν καταθλιπτικό ασθενή που παίρνει φαρμακευτική αγωγή, δεν πρέπει να του δοθεί το πλαίσιο (η ψυχοθεραπεία) για να επεξεργαστεί ψυχοθεραπευτικά την απελπισία του; Να τη σκεφτεί και να ψάξει τις βαθύτερές του συγκρούσεις; Ειδικά παρατηρούμε ότι κάποιοι νέοι ενήλικες δεν μπορούν καν να ονομάσουν τα αισθήματά τους. Αυτοί είναι οι οριακοί ασθενείς, για την ψυχοθεραπεία των οποίων έχουμε αναπτύξει πρωτοποριακές προσεγγίσεις στο Αιγινήτειο την τελευταία δεκαετία. Οι ασθενείς αυτοί μιλούν γενικά για μια αγωνία, μιλούν ασύνδετα, επιδίδονται σε αυτοκαταστροφικές πράξεις. Η ψυχανάλυση δημιουργεί συνδέσεις ψυχολογικές, όπως όμως δείχνουν και οι σύγχρονες έρευνες, το κάνουν αυτό και σε ένα επίπεδο νευρωνικών συνδέσεων. Η δε ψυχοθεραπεία είναι αναντικατάστατη για ένα επιπλέον λόγο, ότι τα φάρμακα έχουν μικρή σχετικά δράση σε τέτοιους ασθενείς. Επίσης, πρέπει να πω, ότι έχει αποδειχθεί σε πρόσφατες μελέτες ότι η ψυχαναλυτική θεραπεία δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα».
Ο Γιάννης Ευδοκιμίδης, αναπληρωτής καθηγητής Νευρολογίας στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο, ο οποίος διοργανώνει σειρά σεμιναρίων για τον λόγο, όπου διερευνάται, μεταξύ των άλλων, και η φύση των παραφασιών μας, επισημαίνει: «Σε αυτά τα σεμινάρια ποικίλες προσεγγίσεις (από τη γλωσσολογία, τις νευροεπιστήμες και την ψυχανάλυση) συνεισφέρουν από τη δική τους πλευρά την ειδική τους ερμηνευτική πρόταση. Τέτοιου είδους δραστηριότητες θα μπορούσαν να αναπτυχθούν προς τη μελέτη άλλων ερευνητικών αντικειμένων, όπως ο ύπνος, το όνειρο και τα συναισθήματα».
Γενικότερα, στην Ελλάδα επικρατεί μια επιφύλαξη απέναντι στην ψυχοθεραπεία και στην ψυχανάλυση, διότι δεν αναγνωρίζονται από τους δημόσιους τομείς ως επάγγελμα, ενώ υπάρχει και ένας συντηρητισμός από ορισμένους επιστημονικούς κύκλους. Τελευταία όμως, επισημαίνει ο Γ. Βασλαματζής, «νευρολόγοι και ψυχαναλυτές αρχίζουν και καταλαβαίνουν τον πλούτο γνώσεων που μπορεί να προκύψει από τη συζήτηση των επιμέρους ευρημάτων τους για το πώς λειτουργεί ο ψυχισμός. Είναι ανάγκη σήμερα κάθε επιστήμη που έχει τη μέθοδό της να κάνει γέφυρες με συναφείς κλάδους για να καταλάβουμε καλύτερα τον άνθρωπο. Εγώ θεωρώ τον νευροβιολόγο συνομιλητή μου. Δυστυχώς, προσωπικά, δεν έχω πρωτογενή έρευνα νευροεπιστήμονα. Αν κάποιος όμως κατέχει και τα δύο, μπορεί να στήσει ακόμα καλύτερα τις γέφυρες ανάμεσα στους δύο κλάδους. Πρέπει να ενθαρρύνουμε την κατεύθυνση αυτή. Στο εξωτερικό υπάρχουν τέτοιοι γιατροί. Σκεφτείτε πόσο ανοίγουν οι ορίζοντες της ίδιας της θεραπευτικής έτσι».
Εν κατακλείδι, ο ψυχαναλυτής Γρηγόρης Βαλσαματζής και ο νευρολογος Γιάννης Ευδοκιμίδης συμφωνούν ως προς την αναγκαιότητα διεπιστημονικού διαλόγου, δημιουργίας κοινών ερευνητικών πρωτοκόλλων και συνεργασίας με κάθε ενδιαφερόμενο ερευνητή.
Του Ηλία Μαγκλίνη
Πηγή Καθημερινή
27.3.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου