Αν προσπαθήσαμε την προηγούμενη Κυριακή να ερευνήσουμε κάπως την έμμονη, από τη δεκαετία του ’50 και παλαιότερα, και παράξοδη σύζευξη του Πολιτισμού με τον Τουρισμό, ήταν για να θέσουμε το ερώτημα αν ο Πολιτισμός είναι άξιος και επαρκής για να αποτελέσει αυτοτελές αντικείμενο κρατικής φροντίδας. Πρόθεσή μας να ανοίξει κάποια συζήτηση, που εκκρεμεί από δεκαετίες, αλλά ποτέ δεν αποτολμάται. Δυστυχώς, αποτύχαμε, ας είναι...
Αν ρωτήσετε δέκα ή είκοσι συμπολίτες μας «ποιος Πολιτισμός θα μπορούσε να περιπέσει στις φροντίδες του υπουργείου Πολιτισμού» θα είχατε δέκα και είκοσι διαφορετικές απαντήσεις, όπου είμαι βέβαιος ότι θα συναντούσατε και άλλες παράδοξες συζεύξεις εκτός αυτής με τον τουρισμό. Και δεν θα έχουν άδικο, γιατί ο Πολιτισμός κάπου τέλος πάντων πρέπει να φανεί χρήσιμος στη χώρα και να υπηρετήσει όχι μόνο τα δικά τους γενικά συμφέροντα, αλλά και τα δικά μας, τα ατομικά. Γι’ αυτό όταν κάποιος δρόμος, όπως τελευταία η Διονυσίου Αρεοπαγίτου, συγκεντρώνει έντονο ενδιαφέρον ή έστω απλή περιέργεια για τον Πολιτισμό, αυτομάτως μεταβάλλεται σε ζωηρό εμπορικό κέντρο με πλήθος επισκεπτών και θαμώνων, τουριστών και άλλων. Αυτή η άμεση συνάφεια με το εμπόριο και την οικονομική δραστηριότητα έχει άμεσες παρενέργειες στον Πολιτισμό, αλλά ας μη δώσουμε ιδιαίτερη σημασία, απλώς υπάρχουν και είναι αληθινές. Αλλωστε δεν είναι αυτές που θα μας πουν, κατ’ αντιδιαστολή έστω, ποιο για την κρατική πολιτική είναι το αυτοτελές αντικείμενο του Πολιτισμού και αν είναι άξιο να συγκεντρώσει την κρατική φροντίδα και με ποιες επιδιώξεις.
Είναι προτιμότερο να θεωρήσουμε ότι ο βασικός κορμός του κρατικού ενδιαφέροντος για τον πολιτισμό διαμορφώθηκε πριν από το κράτος, πριν από μας και ίσως παρά τη θέλησή μας, τις έξεις και τις συνήθειες της ζωής μας. Τον βρήκαμε, δεν τον επιλέξαμε και άρα είναι δεδομένος χωρίς άλλη αιτιολόγηση. Είναι οι Αρχαιότητες, τα αρχαία κατάλοιπα, κατάσπαρτα σε όλη τη χώρα, αψευδείς μάρτυρες μιας πλούσιας ζωής, επίμονα στον ίδιο τόπο, επί αιώνες.
Αν έπρεπε να υιοθετήσουμε μοντέρνους όρους θα λέγαμε με βεβαιότητα ότι οι Αρχαιότητες (ας τις ονομάσουμε έτσι γενικά και για συντομία) είναι ο μεγάλος πυλώνας απ’ όπου αναγκαστικά περνάει η κρατική μέριμνα για τον Πολιτισμό. Είναι η αποκάλυψη, η συντήρηση, η μελέτη και η ανάδειξη ώστε να μπορεί ο σύγχρονος άνθρωπος να «διαβάζει» τις Αρχαιότητες. Ασφαλώς και θα ερεθίσει τα ενδιαφέροντα των τουριστών, συχνά ποικίλα, παράταιρα ή ξένα, και ενδεχομένως θα αδειάσει το βαλάντιό τους σε απολαύσεις όχι αμιγώς πολιτισμικές, αλλά αυτό δεν μας ενοχλεί. Το ερώτημα είναι αν αυτός είναι ο σκοπός της δαπανηρής κρατικής μέριμνας για τις Αρχαιότητες. Ας περιοριστούμε σε αυτές γιατί είναι τόσο εμφανείς, εντυπωσιακές και της... μόδας.
Μερικοί ή πολλοί υποστηρίζουν ότι οι Αρχαιότητες είναι κατά κάποιο τρόπο το αδιάψευστο DNA της «φυλής» μας που διατρέχει και διαγράφει την τρισχιλιετή και πλέον επίμονη και μόνιμη παρουσία μας σε αυτή τη γωνιά της Ευρώπης. Η κρατική μέριμνα για τις Αρχαιότητες, πριν ακόμη ανακαλυφθεί το DNA επίμονα προσπαθούσε να το ανακαλύψει η ιδια. Οπως ξέρετε αυτή η εμπλοκή του... DNA στη νεότερη ζωή μας προκάλεσε προβλήματα και βαριές ψυχώσεις, γιατί μας κάνει κατά καιρούς να πιστεύουμε ότι ο γενετικός κώδικας και αν ακόμη υπάρχει, μας κάνει ικανούς και άξιους να συνεχίσουμε τη ζωή και τη δόξα των αρχαίων προγόνων μας, πράγμα μάλλον ονειρικό και ανέφικτο.
Ενα όμως φαίνεται ότι είναι βέβαιο: αν στον κορμό των Αρχαιοτήτων προσθέσουμε τα βυζαντινά και τα νεότερα κατάλοιπα, τότε έχουμε ένα λαό, που παρά τις επιδρομές και τις προσμείξεις, επιμένει επί αιώνες να είναι γαντζωμένος στον ίδιο βράχο, δίπλα στη θάλασσα, να μιλάει περίπου την ίδια γλώσσα και να ανοίγει την ψυχή του στον κόσμο με τον ίδιο τρόπο. Οσες αμφισβητήσεις και αν έχουν διατυπωθεί για την οργανική συνέχεια αυτών των περιόδων ιστορικής παρουσίας, είναι αρκετή η ταύτιση ενός λαού σε χρόνο και τόπο με τον Πολιτισμό του ως αφετηρία αυτογνωσίας και ως ιδιαίτερη παρουσία στον σύγχρονο κόσμο. Το πρόβλημά μας δεν είναι αν είμαστε κληρονόμοι εξ αίματος, αλλά αν στο σύγχρονο κόσμο είμαστε, με τρόπο δημιουργικό, συνεχιστές.
Η διαχείριση του Πολιτισμού, στο σύνολό του, μόνο ως διαχείριση παιδείας είναι νοητή και άξια ιδιαίτερης κρατικής μέριμνας και μόνο σαν τέτοια βρίσκει τον «ωφέλιμο σκοπό της». Πάρτε για παράδειγμα το νέο Μουσείο της Ακρόπολης και ας παραδεχθούμε ότι είναι σε όλα τέλειο χωρίς κανένα ψεγάδι. Παραμένει όμως ένα απλό και στατικό εκθετήριο εκθεμάτων, μια λαμπερή βιτρίνα, με χιλιάδες επισκέπτες, τουρίστες και άλλους συγκεντρώνοντας μέσα του παράταιρα στοιχεία σύγχρονης ζωής, όπως είναι η καθημερινή απόλαυση να παίρνεις τον καφέ σου ή το γεύμα σου με τον Παρθενώνα απέναντι και τόσο κοντά (κοντά;). Γιατί όχι, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Το νέο Μουσείο μπαίνει στις καθημερινές μας συνήθειες, αλλά δεν μπαίνει στη ζωή μας και στις φιλοδοξίες μας. Πιο εύγλωττα είναι τα παραδείγματα των δύο Φεστιβάλ. Των Αθηνών και της Επιδαύρου. Ας πούμε ότι ξεκίνησαν με άριστες προθέσεις προβολής της χώρας και του Πολιτισμού της. Σε μισό αιώνα κατάφεραν να είναι η πιο πιστή εικόνα της σύγχυσης και της παρακμής που κουβαλάμε μέσα μας.
Από αυτή την άποψη μάς φαίνεται παράδοξη και αγοραία η σύζευξη του Πολιτισμού με τον Τουρισμό και η συστέγασή τους στο ίδιο υπουργείο...
Οχι ότι και οι τουρίστες δεν είναι πελατεία μας!
Γράφει ο Aντωνης Καρκαγιαννης
ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
18.10.09
2 σχόλια:
Δυσκολος νομιζω ο συγκερασμός και η συστέγαση αυτών των δύο.
Η πράξη και ο χρόνος θα δειξει την ορθότητα του τολμήματος.
Και εγώ το ίδιο πιστεύω Αριστόδημε
Δημοσίευση σχολίου