Hταν ίσως το μόνο γεύμα με την «Κ», που η σκέψη της πρώτης γουλιάς παγωμένης μπίρας στον ουρανίσκο έφερνε ρίγη ευτυχίας. Είχε προηγηθεί μια μεγάλη πεζοπορία τρεισήμισι ωρών παρέα με τον συνδαιτυμόνα μου, αργά το απόγευμα, σε ένα από τα πιο μαγικά μέρη της Αττικής: το Τατόι. Ομολογουμένως, ο λαιμός μου δεν είχε στεγνώσει τόσο από τη ζέστη του αυγουστιάτικου ήλιου, όσο από την έκπληξη. Αφενός ήταν η παρθενική μου επίσκεψη στην τέως βασιλική περιουσία, που έχει περιέλθει στο ελληνικό Δημόσιο από το 2003. Αφετέρου, μου φάνηκε αδιανόητο ότι η τέτοιας ομορφιάς έκταση με τα σαράντα μικρά και μεγάλα κτίσματα και τα χιλιάδες στρέμματα πρασίνου έχει αφεθεί στην εγκατάλειψη. Αλλο να το διαβάζεις, και άλλο να το βλέπεις...
Σήμερα περισσότερο από ποτέ έχει έλθει η ώρα να ανοίξει ξανά η συζήτηση για το πώς η ελληνική Πολιτεία θα βγει από τη γνωστή αδράνεια και θα εκμεταλλευτεί, με σεβασμό στην ιστορία και τη φύση, το Τατόι. Ο ιστορικός Κώστας M. Σταματόπουλος, που με ξενάγησε υπομονετικά στον χώρο, ήταν ο πλέον κατάλληλος να απαντήσει στα ερωτήματά μου. Aπό το 1998 καταπιάνεται με τη μελέτη αυτού του θέματος, έχοντας συγγράψει ένα δίτομο έργο που κυκλοφόρησε, το 2004, από τις εκδόσεις Καπόν. Τον Οκτώβριο, θα είναι έτοιμος και ένας νέος περιεκτικός οδηγός με την υπογραφή του, για τους επισκέπτες της περιοχής, που θέλουν να γνωρίσουν από κοντά ένα σπουδαίο ιστορικό και φυσιολατρικό κεφάλαιο, άγνωστο σε πολλούς Ελληνες.
Το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της ξενάγησης και όχι του γεύματος που ακολούθησε. Ξεκινήσαμε από ένα μικρό μονοπάτι που περνάει μπροστά από το σπίτι του αρχικηπουρού, που αποπερατώθηκε το 1880, από τα παλαιότερα και πιο ρημαγμένα κτίσματα, ώσπου να βγούμε στο παλάτι, το γήπεδο του τένις και από εκεί να συνεχίσουμε την βόλτα στους στάβλους, στα βουστάσια, στο βουτυροκομείο, ώς τον λόφο με τους τάφους των μελών της βασιλικής οικογένειας. Στην πορεία μας –αν και οι παραθεριστές ήταν ακόμα διακοπές– συναντήσαμε πολλούς Αθηναίους να κάνουν πικνίκ με τα παιδιά τους, λάτρεις του τζόκινγκ ή περιπατητές που απολάμβαναν τις συγχορδίες των τζιτζικιών, τον καθαρό αέρα και την υπέροχη θέα. Ομως, η ευχάριστη εμπειρία της φύσης κηλιδωνόταν από τη φθορά των κτιρίων που έχασκαν χωρίς στέγη, τα σκουριασμένα παλιά αυτοκίνητα που μαρτυρούσαν ότι ο χρόνος σταμάτησε σε άλλη εποχή, αλλά και την υποψία πως η υγρασία θα έχει καταφάει ό,τι στοιβάχτηκε στο εσωτερικό των οικοδομημάτων, τα οποία φαίνονταν να είναι σε καλύτερη κατάσταση.
Μπορεί να συμφωνούμε όλοι πως η έλλειψη σωστής διαχείρισης ήταν μια από τις αιτίες που δημιουργήθηκε το έλλειμμα και το χρέος στη χώρα μας. Η επίσκεψη στο Τατόι είναι μια κλασική περίπτωση, που συμπυκνώνει την αδιαφορία για την αξιοποίηση ενός σοβαρού κρατικού περιουσιακού στοιχείου και την απουσία φαντασίας για το πώς ο πράσινος πνεύμονας με τα μικρά οικήματα θα μπορούσε να είναι ένα υπόδειγμα αναπτυξιακής πολιτικής. Μπορεί αυτό να αλλάξει; «Σαφέστατα ναι!» λέει ο Κώστας Σταματόπουλος.
«Ενα από τα λίγα καλά της παρούσας οικονομικής ύφεσης είναι ότι, επιτέλους, ορισμένες αγκυλώσεις υποχωρούν» και «δεν υπάρχει κανείς που να μην αντιλαμβάνεται σήμερα ότι είναι αυτονόητο και συμφέρον για την ελληνική Πολιτεία να βάλει σε εφαρμογή ένα σχέδιο που θα αναδείξει το Τατόι». Κάνοντας τον δικηγόρο του διαβόλου, του επισημαίνω ότι η καθημαγμένη οικονομία δεν έχει διαθέσιμους πόρους για αναστηλώσεις και για την περιποίηση του περιβάλλοντος χώρου. «Συμφωνώ. Ομως, εδώ η λογική θα πρέπει να είναι η εξής: Να φροντίσουμε άμεσα 2 - 3 κτίσματα που κινδυνεύουν να καταρρεύσουν με την πρώτη μπόρα, με ένα στέγαστρο. Πρόκειται για οικήματα χτισμένα στα τέλη του 19ου αιώνα, που έχουν ραγδαία επιδείνωση κάθε χρόνο. Διασώζοντάς τα από την αποσύνθεση, κάνουμε ήδη ένα πρώτο σημαντικό βήμα». Και τα υπόλοιπα βήματα; «Μη βιάζεστε», με προτρέπει ο Κώστας Σταματόπουλος. «Μπορείτε και εσείς να τα φανταστείτε, μόλις ολοκληρώσουμε τη βόλτα μας». Στο μεταξύ, ο περίπατος συνεχίζεται μπροστά σε σπιτάκια που φέρνουν στο μυαλό παιδικά παραμύθια. Σε κάθε βήμα, έχει κανείς την αίσθηση ότι βρίσκεται σε άλλη διάσταση, που δεν έχει καμιά σχέση με τη σημερινή Ελλάδα. Ξαφνικά, διασταυρωνόμαστε με ένα κοπάδι πρόβατα. «Κανονικά δεν επιτρέπεται να βόσκουν εδώ, αλλά ποιος θα τους σταματήσει;» μονολογεί ο ιστορικός.
Διατηρητέα 18.000 στρέμματα και 28 από τα σαράντα κτίρια
Η φύση πανταχού παρούσα. Περπατάμε πάνω σε ξερές πευκοβελόνες και κλαδάκια. Ρωτώ για την πυροπροστασία. «Υπάρχει πρόνοια από την πυροσβεστική και γίνονται περιπολίες. Η αξιοποίηση του κτήματος θα βελτίωνε αφάνταστα αυτόν τον τομέα καθώς θα υπήρχαν πολλοί εργαζόμενοι εδώ και έτσι θα ήταν καλύτερη η φύλαξη. Τα 40.000 στρέμματα του Τατοΐου χωρίζονται σε τρία νοητά τμήματα: το αυλικό, εκείνο της διοίκησης και το “χωριό”, στο οποίο συγκεντρώνονταν οι αγροτικές και κτηνοτροφικές λειτουργίες. Υπάρχει, τέλος, το κοιμητήρι της δυναστείας, στο Παλαιόκαστρο, την ακρόπολη της αρχαίας Δεκέλειας. Γύρω από την έπαυλη είναι ο κήπος, έπειτα η ζώνη του πάρκου και γύρω το απέραντο δάσος...», με κατατοπίζει ο κ. Σταματόπουλος. Ξέρει απ’ έξω κάθε πέτρα, σχεδόν κάθε δένδρο: «Εμαθα τα πάντα για τη χλωρίδα της έκτασης αυτής από τον δασολόγο Χρήστο Λελίγκο, ο οποίος έπιασε δουλειά το 1954 εδώ και έγινε ο τελευταίος διευθυντής ώς το 2003. Είναι μια ανεξάντλητη πηγή γνώσεων για τον τόπο. Το Τατόι ήταν πάντα κτήμα, που έβγαζε πολλά έσοδα παράγοντας δικά του προϊόντα: γάλα, τυρί, φρούτα, κηπευτικά, διέθετε και δικά του αμπέλια που παρήγαν καλό κρασί. Αυτό που δεν ξέρουν κάποιοι είναι ότι η βασιλική οικογένεια δεν έπαιρνε όλα αυτά τα τρόφιμα δωρεάν αλλά κατέβαλλε αντίτιμο, κάτι που ξεκάθαρα φαίνεται στα οικονομικά κατάστιχα που φυλάσσονταν στο διευθυντήριο».
Μικρή στάση μπροστά από τη βασιλική κατοικία, που διατηρεί πεισματικά κάτι από την παλιά αίγλη, παρά την εγκατάλειψη. Είναι περιφραγμένη και φυλάσσεται από δύο ημίαιμα σκυλιά της αστυνομίας, τα οποία κοιμούνται τεμπέλικα και δεν φαίνεται να συγκινούνται από την παρουσία μας. Η εικόνα πίσω από τα συρματοπλέγματα, είναι μάλλον αστεία, αν σκεφτεί κανείς ότι λίγα μέτρα πιο κάτω έχουν τραβηχτεί όλες οι φωτογραφίες των μελών της βασιλικής οικογένειας με τους υψηλούς προσκεκλημένους, που φιλοξενούνταν στο Τατόι: από τον τσάρεβιτς Νικόλαο μέχρι την Τζάκι Κένεντι.
«Φαντάζομαι ότι τα κτίσματα και ο κήπος έχουν κριθεί διατηρητέα», ρωτώ τον κ. Σταματόπουλο. «Χάρις στην πρωτοβουλία της Ελληνικής Εταιρείας για την Προστασία του Περιβάλλοντος και του Πολιτισμού, της οποίας είμαι μέλος, επιτύχαμε να χαρακτηριστεί ο κεντρικός πυρήνας του Τατοΐου, δηλαδή 18.000 στρέμματα, και 28 από τα 40 κτίρια διατηρητέα. Κανείς δεν ξέρει με ποια κριτήρια εξαιρέθηκαν τα υπόλοιπα οικοδομήματα. Τουλάχιστον η απόφαση αυτή ήταν σημαντική, ώστε να μπορέσουμε να προφυλάξουμε τον χώρο από παρεμβάσεις ή λεηλασίες. Ομως, αυτό δεν αρκεί...».
Ολη η βασιλική έπαυλη να γίνει ένα μουσείο για τη δυναστεία
Είναι ολοφάνερες οι μεγάλες καταστροφές από την ερήμωση. Ακόμα και αν υπάρχουν φωτογραφικά ντοκουμέντα για την αρχική μορφή των κτισμάτων, δεν υπάρχουν σήμερα εκείνοι οι φοβεροί μάστορες που σκάλισαν τις πέτρες, έφτιαξαν τα σιδερένια ελάσματα, σμίλεψαν μαρμάρινες κρήνες. «Ιδού πώς το Τατόι θα μπορούσε να αναγεννηθεί» λέει ο Κώστας Σταματόπουλος. «Θα πρέπει να συμβάλει στην αναβίωση παλαιών ειδικοτήτων και στη δημιουργία μιας νέας γενιάς εξειδικευμένων επαγγελματιών. Ας δούμε την αλήθεια. Σημασία δεν έχει να γίνει ένας φορέας για το Τατόι, αλλά ποια θα είναι η φιλοσοφία του, αν θα μπορέσει να λειτουργήσει με κριτήρια που δεν έχουν σχέση με δημόσια υπηρεσία. Πιστεύω ακράδαντα ότι πρέπει να καταστεί γρήγορα αυτοχρηματοδοτούμενο. Για να γίνει αυτό δεν χρειάζεται μόνο να βάλουμε λ. χ. εισιτήριο. Πρέπει να ανασυσταθεί η αγροτική ή κτηνοτροφική παραγωγή του που δεν θα είναι μεν μαζική αλλά θα έχει brand name. Εκεί μπορούν να γίνουν συνέργειες και με την ιδιωτική πρωτοβουλία. Υστερα, θα μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε πολλά από τα κτίσματα, που προσφέρονται για διάφορες χρήσεις».
Τον διακόπτω: Πώς κρίνει την ιδέα να γίνονται εκατοντάδες γαμήλιες δεξιώσεις; «Ο χώρος του Τατοΐου, παρά τα όσα μπορεί να πιστεύουν κάποιοι, έχει μια βαθιά σεμνότητα. Οι ένοικοι των κτιρίων δεν έζησαν ποτέ με τρόπο προκλητικό. Τα οικοδομήματα δεν είχαν ποτέ κραυγαλέες πολυτέλειες ούτε στην εξωτερική τους όψη ούτε στην εσωτερική τους διακόσμηση. Αυτό το πνεύμα υπάρχει ακόμα στο Κτήμα. Σαφώς λοιπόν μπορεί να γίνονται εκδηλώσεις, αλλά προσεκτικά επιλεγμένες, σε κάποιες από τις γωνιές της μεγάλης έκτασης. Ολα μπορούν να γίνουν. Πάντα με σεβασμό στη φύση, που είχε πάντα το πάνω χέρι σε αυτόν τον τόπο. Ο άνθρωπος ήταν σε δεύτερη μοίρα».
Η αξιοποίηση του Τατοΐου προσέκρουε μέχρι σήμερα στη σύνδεση του χώρου με τον θεσμό της βασιλείας στην Ελλάδα. Υπάρχουν ακόμα αρνητικά αντανακλαστικά σε μερίδα του πληθυσμού; «Τούτο το μέρος είναι από τα ομορφότερα στην Αττική και αποτελεί πλέον κρατική περιουσία. Θεωρώ παράλογο και εγκληματικό να το αφήσουμε στη μοίρα του, να στερούμε από τους πολίτες την ομορφιά του, τα έσοδα που μπορεί να αποφέρει, ακόμα και αυτό το τμήμα της ιστορίας που κανείς δεν μπορεί να διαγράψει. Οι συνθήκες έχουν πλέον ωριμάσει και βλέπουμε τη βασιλεία με νηφαλιότητα. Ας κοιτάξουμε τα γεγονότα με τιμιότητα, χωρίς εμμονές η στερεότυπα. Ούτε να αποκρύψουμε ούτε να συκοφαντήσουμε, αλλά να διακρίνουμε με διαύγεια. Πιστεύω ότι το Τατόι πρέπει να θυμίζει αυτό που ήταν κάποτε, να αντιλαμβάνεται ο επισκέπτης τι συνέβη εδώ και όχι να μετατραπεί σε κάτι ξένο ως προς την προϊστορία του. Θα πρότεινα λ. χ. όλη η βασιλική έπαυλη να γίνει ένα μουσείο για τη δυναστεία. Να ιδρυθεί και ένα μουσείο για το ίδιο το κτήμα και το παρελθόν του, καθώς και ένα μουσείο οχημάτων (υπάρχουν στους στάβλους άμαξες και παλαιά αυτοκίνητα), που θα ήταν μοναδικό στην Ελλάδα».
Μήπως η ίδια η τέως βασιλική οικογένεια διαιωνίζει ακόμα -με κοσμικές εμφανίσεις- ένα είδος αντιπάθειας που αντικατοπτρίζεται και στη σημερινή μοίρα του Τατοΐου; «Θα σας απαντήσω ως ιστορικός. Στο παρελθόν το παλάτι έκανε σφάλματα. Αλλά πείτε μου, ποιος δεν έκανε από όσους κυβέρνησαν την Ελλάδα και μάλιστα, ενίοτε, πιο σοβαρά; Και ποιος δεν εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να κάνει; Είναι όμως δίκαιο, είναι συμφέρον, να εκδικούμαστε τον Ελληνα πολίτη αφήνοντας το Τατόι να ρημάζει;».
Η βόλτα ολοκληρώνεται στον λόφο με τους βασιλικούς τάφους. Κάποιοι έχουν προσπαθήσει να παραμορφώσουν τα γράμματα με σουγιάδες. Οι μικρολεηλασίες συνεχίζονται. «Τα τελευταία 12 χρόνια που εγώ επισκέπτομαι την περιοχή έχω δει πολλά: κτίρια να γκρεμίζονται, αντικείμενα να χάνονται ή να φθείρονται. Κατά τη διάρκεια της μελέτης μου (1998 - 2003) απευθύνθηκα σε πολλούς κρατικούς φορείς που δεν μου έδωσαν πρόσβαση στα αρχεία τους, για λόγους αδιευκρίνιστους. Ζητούσα έγγραφα που βρίσκονταν στην Ελλάδα και με παρέπεμπαν στην Κοπεγχάγη ή τη Μόσχα. Και το “απαγορεύεται” ήταν η εύκολη απάντηση, λόγω ευθυνοφοβίας, αλλά και με σκοπό να αποθαρρυνθώ. Ευτυχώς, κατάφερα να μιλήσω με πολλούς ανθρώπους που δεν είναι πια εν ζωή, αλλά ήταν μάρτυρες ιστορικών γεγονότων. Οφείλω δε να πω ότι τον τελευταίο καιρό η ευαισθητοποίηση έχει αυξηθεί ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους ανθρώπους, που συσπειρώνονται μέσω της κοινωνικής δικτύωσης. Ετσι γεννήθηκαν πρόσφατα οι «φίλοι του Τατοΐου». Και με τον φορέα διαχείρισης του δρυμού Πάρνηθας και με το ΥΠΠΟΤ η συνεργασία μου σήμερα είναι ικανοποιητική, νιώθω ότι δεν είμαι πια μόνος».
Η ευτυχής στιγμή της πρώτης γουλιάς κρύας μπίρας έφτασε. Εξουθενωμένοι καθήσαμε σε γειτονική ταβέρνα απολαμβάνοντας τη δροσιά και την πανέμορφη θέα. Στην παρέα προστέθηκε και η ιδιοκτήτρια Μαρία Βούλγαρη, η οποία γεννήθηκε προπολεμικά μέσα στο κτήμα, στο οποίο εργαζόταν ο πατέρας της. «Γέρασα και δεν αντέχω να το βλέπω να ρημάζει. Ξέρετε τι δουλειές θα έδινε στον κόσμο αν λειτουργούσε όπως παλιά;» μας είπε, με αληθινή έγνοια, χωρίς κανέναν μελοδραματισμό...
Oι σταθμοί του
1953
Γεννιέται στην Αθήνα
1971
Σπουδάζει ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Λυών και στη Σορβόννη απ’ όπου παίρνει διδακτορικό στη βυζαντινή ιστορία το 1980.
1981
Εγκαθίσταται για μία δεκαετία στη Θεσσαλονίκη, λόγω μιας οικογενειακής επιχείρησης. Γνωριμία ουσίας με την Κωνσταντινούπολη, πόλη της οποίας καθίσταται βαθύτατος γνώστης.
1991
Γενικός γραμματέας και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας μέχρι σήμερα.
1998
Καταπιάνεται με τη μελέτη, αλλά και τη διάσωση του Τατοΐου, χωρίς να εγκαταλείψει την ενασχόλησή του με την Πόλη. Σήμερα είναι πρόεδρος του Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς. Ασχολείται με τη διδασκαλία και την συγγραφή.
Η συνάντηση
Με τον Κώστα Σταματόπουλο –που είναι χορτοφάγος– και τον φωτογράφο μας φάγαμε στην ταβέρνα «Η θέα». Ομολογουμένως τα ψητά κρέατα ήταν όλα πρώτης ποιότητος, το ίδιο και τα μεζεδάκια. Μας άρεσαν επίσης πολύ τα βλίτα και η πολίτικη σαλάτα. Το μέρος είναι ήσυχο και προσφέρεται για μια καλοκαιρινή βόλτα ειδικά τις ζεστές ημέρες. Επίσης, είναι ο καλύτερος επίλογος ύστερα από μια πεζοπορία στο Κτήμα. Το γεύμα κόστισε 50 ευρώ.
Της Μαργαρίτας Πουρνάρα
Πηγή Καθημερινή
11.9.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου