Καλό θα ήταν να απασχολήσει κάποτε σοβαρότερα τους ταγούς της πολιτισμικής μας πραγματικότητας η άγνωστη ουσιαστικά εκτός Ελλάδας καλλιτεχνική παραγωγή σημαντικών ελλήνων καλλιτεχνών. Το ίδιο θα έλεγα και για τον επιβεβλημένο ψόγο, με την ενδόμυχη βεβαιότητα ότι η σχετική ευθύνη θα έπρεπε να επιμεριστεί ισοδύναμα ανάμεσα στην ασυγχώρητη ολιγωρία της εν Ελλάδι πολιτικής και στην εγκληματική αμέλεια των εντεταλμένων φορέων της. Σε μια εκδηλωμένη αδιαφορία, ας μου επιτραπεί να πω, για τη συστηματική και υπεύθυνη αναμετάδοση των μηνυμάτων της νεοελληνικής τέχνης πέρα από τα γεωγραφικά όρια του γενετικού της χώρου. Η οποία μπορεί να καταλογιστεί ανενδοίαστα και στις περί τα τοιαύτα εν μακαριότητι καθεύδουσες αρμοδιότητες των ειδικών.
Ελπίζω να μου συγχωρεθεί η επιθετικότητα του τόνου. Πιστεύω ωστόσο ότι η ανεπίτρεπτη υποβάθμιση της νεότερης καλλιτεχνικής μας δημιουργίας στον ευρωπαϊκό τουλάχιστον περίγυρο, θα έπρεπε να είχε ήδη αφυπνίσει την ανησυχία μιας γενικότερης προσοχής. Πιστεύω ακόμα ότι η αιτιολογία ενός τόσο αποκαρδιωτικού φαινομένου δεν μπορεί να ανάγεται στις αξιολογικού χαρακτήρα «αντικειμενικές» δήθεν συγκρίσεις των διεθνών χρηματιστηρίων της τέχνης. Θα προτιμούσα δηλαδή να την αποδώσω σε μια οκνηρία, όχι εντελώς άσχετη προς την άγνοια της ενδεδειγμένης επιστημονικής πειθαρχίας, κυρίως όμως προς την άγνοια του πώς προάγονται όλα τα συγγενή θέματα γύρω από την αναμετάδοση των ιδεών στο εξωτερικό. Δύσκολα μπορεί άλλωστε να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι η ερευνητική διάθεση εκτονώνεται εις τα καθ΄ ημάς με τους «ευπώλητους» και ευμεγέθεις τόμους των περιώνυμων λευκωμάτων, με τα λεγόμενα coffee-table-books, όπου η πολυλογία των έγχρωμων εικόνων συναγωνίζεται επάξια την αντιστρόφως ανάλογη λακωνικότητα των συνοδευτικών κειμένων. Εδώ οφείλω να ομολογήσω πως δεν γνωρίζω αν η κατάσταση που περιγράφω όσο γίνεται πιο ανώδυνα και απλουστευτικά εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται η Ιστορία της Νεότερης Τέχνης στον τόπο μας. Δεν θα επιμείνω πάντως στην εξιχνίαση του ζητήματος, μια και είναι αναμφίβολο ότι η μελέτη της νεοελληνικής καλλιτεχνικής παραγωγής τουλάχιστον στοιχειοθετείται από εγχώριες αποκλειστικά μονογραφίες. Από εργασίες δηλαδή απρόσιτες στη διεθνή επιστημονική κοινότητα, τη μόνη υπεύθυνη για τον συντονισμό και τη διάδοση των σχετικών προϊόντων στην εκτός των ελληνικών συνόρων μουσειακή αγορά. Μια απλή παραβολή με το βιβλιογραφικό οπλοστάσιο της αρχαίας ελληνικής και ως ένα βαθμό της βυζαντινής τέχνης, με αναρίθμητες επιμέρους μονογραφίες και έναν συνεχή βομβαρδισμό από μελέτες και άρθρα πάνω από ειδικού ενδιαφέροντος θέματα ή σε συγκεκριμένες δημιουργίες, θα ήταν αρκετά διαφωτιστική. Κι αυτό επειδή δεν θα άφηνε περιθώρια αμφιβολιών για το πώς καλύπτονται οι ανάγκες της επιστημονικής συνεννόησης διεθνώς, αλλά και το πώς εξασφαλίζονται ταυτόχρονα οι σταθερά υψηλές τιμές της αρχαιότητας και του Βυζαντίου στα μεγάλα κέντρα των καλλιτεχνικών αξιών. Αντίθετα από τις μετοχές της νεοελληνικής τέχνης που εξακολουθούν να παραμένουν στα αζήτητα των διεθνών συναλλαγών.
Του Αγγελου Δεληβοριά
Ελπίζω να μου συγχωρεθεί η επιθετικότητα του τόνου. Πιστεύω ωστόσο ότι η ανεπίτρεπτη υποβάθμιση της νεότερης καλλιτεχνικής μας δημιουργίας στον ευρωπαϊκό τουλάχιστον περίγυρο, θα έπρεπε να είχε ήδη αφυπνίσει την ανησυχία μιας γενικότερης προσοχής. Πιστεύω ακόμα ότι η αιτιολογία ενός τόσο αποκαρδιωτικού φαινομένου δεν μπορεί να ανάγεται στις αξιολογικού χαρακτήρα «αντικειμενικές» δήθεν συγκρίσεις των διεθνών χρηματιστηρίων της τέχνης. Θα προτιμούσα δηλαδή να την αποδώσω σε μια οκνηρία, όχι εντελώς άσχετη προς την άγνοια της ενδεδειγμένης επιστημονικής πειθαρχίας, κυρίως όμως προς την άγνοια του πώς προάγονται όλα τα συγγενή θέματα γύρω από την αναμετάδοση των ιδεών στο εξωτερικό. Δύσκολα μπορεί άλλωστε να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι η ερευνητική διάθεση εκτονώνεται εις τα καθ΄ ημάς με τους «ευπώλητους» και ευμεγέθεις τόμους των περιώνυμων λευκωμάτων, με τα λεγόμενα coffee-table-books, όπου η πολυλογία των έγχρωμων εικόνων συναγωνίζεται επάξια την αντιστρόφως ανάλογη λακωνικότητα των συνοδευτικών κειμένων. Εδώ οφείλω να ομολογήσω πως δεν γνωρίζω αν η κατάσταση που περιγράφω όσο γίνεται πιο ανώδυνα και απλουστευτικά εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται η Ιστορία της Νεότερης Τέχνης στον τόπο μας. Δεν θα επιμείνω πάντως στην εξιχνίαση του ζητήματος, μια και είναι αναμφίβολο ότι η μελέτη της νεοελληνικής καλλιτεχνικής παραγωγής τουλάχιστον στοιχειοθετείται από εγχώριες αποκλειστικά μονογραφίες. Από εργασίες δηλαδή απρόσιτες στη διεθνή επιστημονική κοινότητα, τη μόνη υπεύθυνη για τον συντονισμό και τη διάδοση των σχετικών προϊόντων στην εκτός των ελληνικών συνόρων μουσειακή αγορά. Μια απλή παραβολή με το βιβλιογραφικό οπλοστάσιο της αρχαίας ελληνικής και ως ένα βαθμό της βυζαντινής τέχνης, με αναρίθμητες επιμέρους μονογραφίες και έναν συνεχή βομβαρδισμό από μελέτες και άρθρα πάνω από ειδικού ενδιαφέροντος θέματα ή σε συγκεκριμένες δημιουργίες, θα ήταν αρκετά διαφωτιστική. Κι αυτό επειδή δεν θα άφηνε περιθώρια αμφιβολιών για το πώς καλύπτονται οι ανάγκες της επιστημονικής συνεννόησης διεθνώς, αλλά και το πώς εξασφαλίζονται ταυτόχρονα οι σταθερά υψηλές τιμές της αρχαιότητας και του Βυζαντίου στα μεγάλα κέντρα των καλλιτεχνικών αξιών. Αντίθετα από τις μετοχές της νεοελληνικής τέχνης που εξακολουθούν να παραμένουν στα αζήτητα των διεθνών συναλλαγών.
Του Αγγελου Δεληβοριά
Ο κ. Αγγελος Δεληβορριάς είναι αρχαιολόγος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη.
Το κείμενο είναι απόσπασμα από άρθρο του το οποίο θα δημοσιευθεί στον κατάλογο του Μουσείου Μπενάκη για την πρώτη αναδρομική έκθεση του Γιάννη Τσαρούχη στην Αθήνα.
Το κείμενο είναι απόσπασμα από άρθρο του το οποίο θα δημοσιευθεί στον κατάλογο του Μουσείου Μπενάκη για την πρώτη αναδρομική έκθεση του Γιάννη Τσαρούχη στην Αθήνα.
1.11.09
1 σχόλιο:
Μεγάλες κουβέντες για Παρασκευή. Η χώρα ονειρεύεται το Σάββατο..
Δημοσίευση σχολίου