Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

Το αιματοβαμμένο «κανούν» κυριαρχεί στην Αλβανία

Ο φόβος της βεντέτας κρατάει παιδιά φυλακισμένα στα σπίτια τους

Ηταν 12 χρόνων ο Ντριτάν όταν είδε να σφάζουν «μπροστά στα μάτια» του, τον πατέρα του και τον θείο του, ενώ λίγο αργότερα, ο παππούς του εκδικήθηκε τον θάνατο των παιδιών του, σκοτώνοντας δύο άτομα από το σόι των αντιπάλων.
Σήμερα, ο Ντριτάν, στα 17 του, είναι και ο ίδιος υποψήφιο θύμα της αιματηρής βεντέτας που έχει ανοίξει η οικογένειά του και για να γλιτώσει αυτοφυλακίστηκε, μαζί με άλλους 17 συγγενείς του στο σπίτι του, στη συνοικία Μπαθόρε των Τιράνων. Αφού διέκοψε το σχολείο, θα μείνει εκεί κλεισμένος εφ' όρου ζωής, εκτός κι αν καταφέρει να δραπετεύσει και να εξαφανιστεί από προσώπου γης για να μην τον βρουν και τον σκοτώσουν εκείνοι στους οποίους η οικογένειά του χρωστάει αίμα… Αναγκαστική παρέα στη «ζωή εν τάφω», ο Ντριτάν έχει τη 15χρονη αδερφή του Ενγκλιντίνα και τα ξαδερφάκια του, Σεφεντίν, 5 χρόνων (όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας του ήταν αβάπτιστος και πήρε το όνομά του), Γιούγκερς, 10 χρόνων και Γκλέντισον, 13 χρόνων.
Κλειστά παράθυρα
Με το που ξέσπασε η βεντέτα, εγκατέλειψαν το σχολείο και κλειδώθηκαν στο σπίτι όπου σπάνια ανοίγουν ακόμη και τα παράθυρα.
Τη μοίρα του Ντριτάν βιώνουν περισσότερα από 1.000 παιδιά στη σημερινή Αλβανία, εκεί όπου ανοίγουν ακόμη σαμπάνιες για την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ και διεκδικούν την είσοδό τους στην Ε. Ε.! Ο μικρός Σεφεντίν δεν έχει πατέρα, δεν παίζει με άλλα παιδιά γιατί δεν μπορεί να βγει από το σπίτι -με χίλιες δυο προφυλάξεις ξεμυτίζει στην αυλή- δεν θα κάνει οικογένεια γιατί καμιά γυναίκα δεν θα θελήσει να φυλακιστεί, είναι ένας ζωντανός νεκρός στα πέντε του χρόνια. «Αυτά τα παιδιά μεγαλώνουν σε ατμόσφαιρα βίας και κάποια στιγμή στη ζωή τους θα την εκδηλώσουν», λέει στην «Κ» η Αϊντα Πιράνι, ψυχολόγος και μέλος της επιτροπής συμφιλίωσης οικογενειών που βρίσκονται σε βεντέτα, την οποία συναντήσαμε στη Σκόδρα, μία από τις περιοχές του αλβανικού Βορρά, όπου το μεσαιωνικό εθιμικό δίκαιο, το γνωστό «κανούν», εξακολουθεί να ρυθμίζει σε μεγάλο βαθμό τις διαφορές -και τις ζωές- μεταξύ των ανθρώπων.
«Τα παιδιά είναι ίσως τα μεγαλύτερα θύματα σε αυτήν την τραγωδία που ταλαιπωρεί τη σύγχρονη Αλβανία. Για σκεφτείτε ένα παιδάκι να περάσει όλη του τη ζωή του μέσα σ' ένα σπίτι. Τρελαίνεσαι και μόνο στην ιδέα. Βέβαια, το «κανούν» δεν επιτρέπει να σκοτώνουν παιδιά κάτω των 15 χρόνων, αλλά δυστυχώς αυτό δεν τηρείται πλέον ή οι άνθρωποι φοβούνται ότι ο αντίπαλος, τυφλωμένος από το μίσος, θα το καταστρατηγήσει…».
Παιδιά εγκλωβισμένα υπάρχουν σχεδόν παντού στη βόρεια Αλβανία, όπου οι βεντέτες ξεκληρίζουν ολόκληρες οικογένειες. Στο οροπέδιο του Ντουκανγκίνι, τη Σκόδρα, την Τροπόγια, το Κούκσι, στα ίδια τα Τίρανα όπου έχουν μετοικήσει τα τελευταία χρόνια δεκάδες χιλιάδες Αλβανοί του Βορρά μεταφέροντας τις προαιώνιες διενέξεις τους. Η κυβέρνηση των Τιράνων, υπό την πίεση και της διεθνούς κοινότητας, έθεσε σε εφαρμογή στην περιοχή της Σκόδρας, όπου το πρόβλημα εμφανίζεται οξύτερο, πρόγραμμα που προέβλεπε τη δίωρη παράδοση από δασκάλους του Δημοσίου μαθημάτων στα σπίτια εγκλωβισμένων παιδιών, ώστε να μάθουν τουλάχιστον να διαβάζουν. Η προσπάθεια δεν δείχνει να αποδίδει. «Δεν φτάνει αυτό, είναι λίγο. Η διδασκαλία πρέπει να γίνεται σε συνθήκες σχολείου και όχι σε κλειδαμπαρωμένα σπίτια. Πρέπει το κράτος να πάρει μέτρα ώστε τα παιδιά αυτά να πηγαίνουν στο σχολείο. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να τους στερήσει τη χαρά του σχολείου».
Κι όμως, το κάνουν η ίδια η κοινωνία που επί 600 χρόνια αναπαράγει το φοβερό αυτό έθιμο και η αδυναμία του οργανωμένου κράτους να κλείσει την πληγή, που φροντίζει επιμελώς να κρύβει για να μη δυσφημιστεί η χώρα στα μάτια των ξένων επενδυτών!
Οι επιτήδειοι
Πρόσφατα, μάλιστα, αποκαλύφθηκε ότι σ' ένα ίδρυμα στην κωμόπολη Πολιτσάνι «φιλοξενούνταν» σε άθλιες συνθήκες 20 παιδιά εγκλωβισμένων οικογενειών, ενώ τα χρήματα που είχαν διατεθεί από την Ε. Ε. και ανθρωπιστικές οργανώσεις είχαν καταλήξει στις τσέπες επιτήδειων, που δραστηριοποιούνται στην Αλβανία υπό τον μανδύα του αλτρουισμού και της βοήθειας των δυστυχισμένων αυτών ανθρώπων. Η εφημερίδα «Σέκουλι» έγραψε για 17 εκατ. ευρώ που προορίζονταν για τους εγκλωβισμένους και έκαναν φτερά! «Υπάρχουν κύκλοι που ροκανίζουν τα προγράμματα και τα χρήματα δεν φτάνουν ποτέ στον προορισμό τους», λέει στη «Κ» ο πρόεδρος του «Συλλόγου Αποστολών για Ειρήνη και Συμφιλίωση στην Αλβανία», που εδρεύει στη Σκόδρα, Μουσταφά Νταΐτ.
Στην ερώτηση για το πώς νομίζει ότι μπορεί να λυθεί αυτό το πρόβλημα, είναι απόλυτος: «Η κατάργηση της θανατικής ποινής, που ίσχυε επί Χότζα, ήταν πρόωρη το 1994. Πρέπει να την επαναφέρουν για να παταχθεί το φαινόμενο. Αν δεν επανέλθει η θανατική ποινή, τουλάχιστον να καταργηθεί ο νόμος που λέει ότι όταν παραδεχθεί ο δολοφόνος την πράξη του, η ποινή του μειώνεται στο μισό» …
Από το 1991, οπότε κατέρρευσε το καθεστώς Χότζα και επανεμφανίστηκε το «κανούν», έχουν σκοτωθεί σε βεντέτες 9.800 άτομα. Σε αυτό το διάστημα εγκλωβίστηκαν 6.000 οικογένειες από τις οποίες οι 1.500 παραμένουν εγκλωβισμένες, ενώ στα 18 χρόνια συμφιλιώθηκαν γύρω στις 3.000 οικογένειες.

Του απεσταλμένου μας στην Αλβανια Σταυρου Tζιμα

«Στόχος», τώρα που ενηλικιώθηκε
Ο συμφιλιωτής οικογενειών που βρίσκονται σε βεντέτα, ονόματι Ατζεμ, ήταν κατηγορηματικός όταν ξεκινήσαμε να συναντήσουμε εγκλωβισμένα παιδιά της οικογένειας του 17χρονου Ντριτάν Πούτσι στον συνοικισμό Μπαθόρε, στα Τίρανα. «Μην κάνετε καμιά κίνηση που μπορεί να θεωρηθεί ύποπτη γιατί θα μας ρίξουν», μας προειδοποίησε. «Υπερβολές, θέλει να δώσει δραματικές διαστάσεις», σκέφθηκα.
Στη διαδρομή μάς εξήγησε ότι το σπίτι - φυλακή των Πούτσι απέχει λίγα μόλις μέτρα από εκείνο της οικογένειας του Ριζάτ Φερχάτι που έχει να «ζητήσει» αίμα. «Υπάρχει κίνδυνος να νομίσουν ότι είστε συγγενείς των Πούτσι και να μας ρίξουν, γιατί το «κανούν» λέει ότι νομιμοποιούνται να σκοτώσουν οποιονδήποτε άνδρα από το σόι τους. Παρακολουθούν το σπίτι μέρα - νύχτα».
Καθώς το αυτοκίνητο χόρευε στον χωματόδρομο, το κεφάλι ενός άνδρα προέβαλε πίσω από ένα φράχτη. «Τον είδατε, μας παρακολουθεί», είπε ο Ατζεμ και βγάζοντας το πιστόλι από τη ζώνη το τοποθέτησε ανάμεσα στα πόδια του. «Καλύτερα να γυρίσουμε πίσω», απάντησα, αλλά είχαμε ήδη φτάσει. Η βαριά σιδερένια πόρτα της αυλής άνοιξε, μόλις ο συμφιλιωτής φώναξε «Τζιλάλ, οι δημοσιογράφοι είμαστε, ήρθαμε». Περάσαμε γρήγορα γρήγορα στο εσωτερικό και καθήσαμε στο σαλόνι, μακριά από τα παράθυρα, για λόγους ασφαλείας. Εξάλλου, μόλις τελευταία, οι εγκλωβισμένοι Πούτσι άρχισαν να βγαίνουν κάπου κάπου και με χίλιες δυο προφυλάξεις στην αυλή – κι αυτό για λίγο. Τον περισσότερο χρόνο τον περνούν στα δωμάτια με τα παράθυρα σφραγισμένα. «Από όλους, μόνο μια γυναίκα βγαίνει για να μας προμηθεύει τρόφιμα και αυτή με κίνδυνο της ζωής της», είπε ο Τζιλάλ.
Ο νεαρός Ντριτάν καθόταν αμίλητος, με απλανές βλέμμα, σε μια καρέκλα παρακολουθώντας τη συζήτηση με τον θείο του. Κάπνιζε διαρκώς και όταν επιχειρήσαμε να τον φωτογραφίσουμε, αγρίεψε. «Οχι τέτοια», είπε κοφτά.
«Ο Ντριτάν είναι στόχος τώρα που ενηλικιώθηκε, το ίδιο και η αδερφή του που έκλεισε τα δεκαπέντε», παρενέβη ο θείος του.
«Τι σκέφτεσαι να κάνεις, Ντριτάν, θα μείνεις εδώ μια ζωή;», ρώτησα. Ανασήκωσε τους ώμους, άναψε τσιγάρο και συνέχισε να σιωπά. Ο Σεφεντίν, ο Γιούγκερς και ο Γκλέντισον, τα ξαδέλφια του, άκουγαν ανέκφραστοι τον θείο τους να εξιστορεί το δράμα της οικογένειας, δίχως να έχουν συνειδητοποιήσει, πιθανότατα, το ζοφερό μέλλον τους.
Για το τίποτα
«Ολα έγιναν για το τίποτα. Τα αδέρφια μου είχαν ένα μαγαζί δίπλα στο μαγαζί των Φερχάτι και μια μέρα μάλωσαν για το πού θα τοποθετεί η κάθε πλευρά τα εμπορεύματα στην κοινή αυλή. Πάνω στον καβγά, μαζεύτηκαν εφτά Φερχάτι και έσφαξαν με μαχαίρια τους αδερφούς μου. Εγώ είμαι με το νόμο, αλλά σ’ εμάς από τον Βορρά ισχύει πρώτα το “κανούν” κι έπρεπε να εκδικηθούμε. Επειτα από κάποιο διάστημα, ο 75χρονος πατέρας μου σκότωσε μια μέρα δύο από τους άλλους που περνούσαν με αυτοκίνητο. Ομως, ένας από αυτούς ήταν γυναίκα, που φορούσε σκούφο και δεν τη διέκρινε ο πατέρας μου. Κανονικά σκότωσαν δύο αυτοί και δύο εμείς, έπρεπε να είμαστε ισοπαλία, αλλά το “κανούν” λέει ότι για να εκδικηθείς τον θάνατο μιας γυναίκας πρέπει να σκοτώσεις εφτά άντρες. Τους στείλαμε μεσολαβητές, αλλά είναι ανένδοτοι. Μας διεμήνυσαν ότι θα μας σκοτώσουν όπου κι αν πάμε. Δύο παιδιά μου, ο Ντιφρίμ και ο Παΐτιμ, κατάφεραν να διαφύγουν παράνομα στην Ελλάδα, αλλά κι εκεί τους κυνηγούν. Εμείς εδώ κινδυνεύουμε ανά πάσα στιγμή. Ο εχθρός μάς παρακολουθεί όλο το 24ωρο. Ελέγχουν ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Μέχρι πρόσφατα δεν βγαίναμε καν από τα δωμάτιά μας για να μη γίνουμε στόχος. Ζητήσαμε μπέσα για τα μικρά παιδιά για να πάνε στο σχολείο, μας είπαν ότι θα μας την δώσουν, αλλά δεν τους πιστεύουμε, φοβόμαστε ότι θα τους κάνουν κακό».
«Μου λείπει το σχολείο, δεν έχω φίλους και αυτό με στενοχωρεί πολύ», είπε στην «Κ» ο Γκλέντισον περιγράφοντας την καθημερινότητά του στη «φυλακή». «Ξέρω ότι θέλουν να μας σκοτώσουν όπως σκότωσαν και τον πατέρα μου. Εμείς θέλουμε να συμφιλιωθούμε, αλλά εκείνοι αρνούνται», απάντησε όταν τον ρώτησα αν γνωρίζει τον λόγο για τον οποίο δεν μπορεί να βγει από το σπίτι και να πάει στη γειτονιά.

Οικογένεια εγκλωβισμένη από το 1992
H καθημερινότητα της 10χρονης Κλωντιάνα Φούσα κυλάει βασανιστικά στο χωριό Γκρούντερε, λίγα χιλιόμετρα ΒΔ της Σκόδρας. Είναι (αυτο)φυλακισμένη σ’ ένα σπίτι - παράγκα, μαζί με τους γονείς της και τα τέσσερα ανήλικα αδερφάκια της, Ελτον 5, Ελβις 8,5, Κλονίντα 12 και Κλοτίλντα 15 χρόνων.
Η Κλοντιάνα και τα αδέλφια της γεννήθηκαν σ’ αυτό το σπίτι από το οποίο δεν βγήκαν ποτέ, αφού η οικογένεια είναι εγκλωβισμένη από το 1992, όταν ο αστυνομικός πατέρας, Νικολίν Φούσα, σκότωσε σε ώρα υπηρεσίας έναν επίδοξο ληστή. Μολονότι καταδικάστηκε από δικαστήριο και εξέτισε την ποινή του, χρωστάει με βάση το «κανούν» αίμα. Δώδεκα φορές ο μεσολαβητής έκανε προσπάθεια συμφιλίωσης, αλλά οι συγγενείς του θύματος δεν δέχτηκαν να δώσουν την αιώνια μπέσα.
«Παίζουμε στην αυλή και βλέπουμε τηλεόραση» ήταν η απάντηση στην ερώτηση για τις δραστηριότητές της. «Γράψτε, τους παρακαλούμε να μας βοηθήσουν να βγούμε από εδώ, πώς θα μεγαλώσουμε σ’ αυτό το σπίτι; Θέλουμε να βγούμε στους δρόμους να κάνουμε ποδήλατο, να παίξουμε με άλλα παιδιά». Τα λόγια της μικρής ηχούσαν σαν κρότος πυροβολισμών. Ο πατέρας της βούρκωσε. «Εστειλα τα τέσσερα παιδιά στο ίδρυμα στον Πολιτσάνι, αλλά τα πήρα πίσω γιατί τους συμπεριφέρονταν σαν ζώα… Φοβάμαι ότι αν απομακρυνθούν θα τα σκοτώσουν ή θα τα απαγάγουν. Η λύση είναι να φύγουμε στο εξωτερικό, αλλά πώς;».
Ξέρεις να διαβάζεις, ρώτησα τον Ελβις; «Οχι, μόνο να μετράω λίγο», απάντησε και έσπευσε να κρυφτεί στο υπνοδωμάτιο όπου κάτω από μια τεράστια εικόνα του Χριστού κοιμούνται σ’ ένα κρεβάτι και έναν καναπέ και τα εφτά μέλη της οικογένειας για λόγους ασφαλείας!


Πηγή ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
26.9.09

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ShareThis