Η χώρα μας, για λόγους ιστορικούς και πολιτικούς, δεν ευτύχησε να αποκτήσει μια ισχυρή δημόσια διοίκηση, παρά το γεγονός ότι από τα πρώτα χρόνια ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους υιοθέτησε πολλές από τις δοκιμασμένες δομές οργάνωσης και πρακτικές λειτουργίας των ανεπτυγμένων χωρών της δυτικής Ευρώπης.
Δυστυχώς, με την παρέμβαση των πολιτικών, οι δημόσιοι υπάλληλοι του νέου κράτους ανέπτυξαν από νωρίς, παράλληλα με τα επίσημα καθήκοντά τους, ανεπίσημες σχέσεις με τα πολιτικά κόμματα, γεγονός που σταδιακά οδήγησε στη δημιουργία ενός κομματικά ελεγχόμενου πελατειακού κράτους ανίκανου ν’ ανταποκριθεί στις ανάγκες της χώρας. Οι πελατειακές πρακτικές που εφαρμόσθηκαν στο παρελθόν με συνέπεια από όλες τις κυβερνήσεις, κατά την πρόσληψη και την ιεραρχική εξέλιξη του προσωπικού, επηρέασαν αρνητικά τη στελέχωση του κράτους και οδήγησαν σε μια αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση επιρρεπή στις κομματικές παρεμβάσεις και στην τυπολατρική τήρηση της νομοθεσίας. Μιας πολυδαίδαλης νομοθεσίας που συχνά είναι νομικά διάτρητη και κοινωνικά άδικη.
Οσες προσπάθειες έγιναν για την απλοποίηση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας του κράτους και την εισαγωγή αξιοκρατικών κριτηρίων και διαδικασιών κατά την επιλογή και την εξέλιξη του προσωπικού απέτυχαν κάτω από την πίεση κομματικών σκοπιμοτήτων και προσωπικών στρατηγικών. Ακόμη και οι ελπίδες που δημιουργήθηκαν με την ίδρυση του ΑΣΕΠ (1994), για τη δημιουργία μιας αξιοκρατικής και αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης, στην πράξη ακυρώθηκαν στον βωμό των κομματικών σκοπιμοτήτων.
Η δημόσια διοίκηση σήμερα βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης και χωρίς την ανασυγκρότησή της «ουδέν έστι γενέσθαι των δεόντων». Ακόμη, πρέπει να τονιστεί ότι η ανασυγκρότησή της δεν επιτυγχάνεται με την ψήφιση ενός νόμου, όσο καλός κι αν είναι αυτός. Χρειάζεται συνολικός και μακροχρόνιος σχεδιασμός, εξειδικευμένη τεχνογνωσία, οικονομικοί πόροι και υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό. Τέτοιο δυναμικό η χώρα διαθέτει, αρκεί να το αναζητήσουν χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της κομματικής νομιμοφροσύνης. Παρά την ποιότητά του, το ελληνικό προσωπικό δεν θεωρείται επαρκές να ολοκληρώσει το έργο. Θα χρειαστεί τεχνική βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η αναβάθμιση της δημόσιας διοίκησης στα επίπεδα που απαιτούν οι ανάγκες της χώρας προϋποθέτει: α) την κατανόηση της έκτασης και της φύσης του προβλήματος, β) την υιοθέτηση ακομμάτιστης πολιτικής κατά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή του νέου συστήματος στην πράξη και γ) τον ριζικό μετασχηματισμό του σημερινού νομικού πλαισίου στην κατεύθυνση απλοποίησης των διαδικασιών, αύξησης της αποτελεσματικότητας του συστήματος, μείωσης του κόστους λειτουργίας του, καλύτερης εξυπηρέτησης των πολιτικών και των επιχειρήσεων, επίτευξης διαφάνειας κατά την εφαρμογή του και καταπολέμησης της διαφθοράς.
Ακόμη, το νέο σύστημα διοίκησης πρέπει να υποστηρίζεται από ένα καλά δομημένο σύστημα αμοιβών που θα συναρτάται με δοκιμασμένα συστήματα αξιολόγησης των διοικητικών μονάδων και των υπαλλήλων, τα οποία θα στηρίζονται στην επίτευξη μετρήσιμων ποσοτικών και ποιοτικών στόχων που θα έχουν εκ των προτέρων τεθεί. Ειδικότερη προσοχή πρέπει να δοθεί στη στελέχωση των μονάδων, στην καταπολέμηση της τυπολατρίας, στην αλλαγή της νοοτροπίας και στην επιλογή προσωπικού με γνώσεις και δεξιότητες, ικανού να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις.
Η δημόσια διοίκηση δεν χρειάζεται υπαλλήλους, έχει ανάγκη από στελέχη. Το προσωπικό που σήμερα υπηρετεί είναι σε μεγάλο βαθμό «παλαιάς τεχνολογίας», ξεπερασμένης νοοτροπίας και με χαμηλές προσδοκίες. Ακόμη, μετά τις πρόσφατες εξελίξεις (νέο μισθολόγιο, κατάργηση επιδομάτων, μείωση αμοιβών, περιορισμός των θέσεων ευθύνης, εφεδρεία υπαλλήλων κ.ά.), το κλίμα που επικρατεί στη δημόσια διοίκηση είναι πολύ κακό και πρέπει να βελτιωθεί, ενώ το ηθικό των υπαλλήλων είναι πολύ πεσμένο και είναι ανάγκη πιεστική να ενισχυθεί.
Του Ανδρέα Κιντή
* Ο Ανδρέας Κιντής είναι ομότιμος καθηγητής και πρ. πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή Καθημερινή
6.1.2012
Δυστυχώς, με την παρέμβαση των πολιτικών, οι δημόσιοι υπάλληλοι του νέου κράτους ανέπτυξαν από νωρίς, παράλληλα με τα επίσημα καθήκοντά τους, ανεπίσημες σχέσεις με τα πολιτικά κόμματα, γεγονός που σταδιακά οδήγησε στη δημιουργία ενός κομματικά ελεγχόμενου πελατειακού κράτους ανίκανου ν’ ανταποκριθεί στις ανάγκες της χώρας. Οι πελατειακές πρακτικές που εφαρμόσθηκαν στο παρελθόν με συνέπεια από όλες τις κυβερνήσεις, κατά την πρόσληψη και την ιεραρχική εξέλιξη του προσωπικού, επηρέασαν αρνητικά τη στελέχωση του κράτους και οδήγησαν σε μια αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση επιρρεπή στις κομματικές παρεμβάσεις και στην τυπολατρική τήρηση της νομοθεσίας. Μιας πολυδαίδαλης νομοθεσίας που συχνά είναι νομικά διάτρητη και κοινωνικά άδικη.
Οσες προσπάθειες έγιναν για την απλοποίηση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας του κράτους και την εισαγωγή αξιοκρατικών κριτηρίων και διαδικασιών κατά την επιλογή και την εξέλιξη του προσωπικού απέτυχαν κάτω από την πίεση κομματικών σκοπιμοτήτων και προσωπικών στρατηγικών. Ακόμη και οι ελπίδες που δημιουργήθηκαν με την ίδρυση του ΑΣΕΠ (1994), για τη δημιουργία μιας αξιοκρατικής και αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης, στην πράξη ακυρώθηκαν στον βωμό των κομματικών σκοπιμοτήτων.
Η δημόσια διοίκηση σήμερα βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης και χωρίς την ανασυγκρότησή της «ουδέν έστι γενέσθαι των δεόντων». Ακόμη, πρέπει να τονιστεί ότι η ανασυγκρότησή της δεν επιτυγχάνεται με την ψήφιση ενός νόμου, όσο καλός κι αν είναι αυτός. Χρειάζεται συνολικός και μακροχρόνιος σχεδιασμός, εξειδικευμένη τεχνογνωσία, οικονομικοί πόροι και υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό. Τέτοιο δυναμικό η χώρα διαθέτει, αρκεί να το αναζητήσουν χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της κομματικής νομιμοφροσύνης. Παρά την ποιότητά του, το ελληνικό προσωπικό δεν θεωρείται επαρκές να ολοκληρώσει το έργο. Θα χρειαστεί τεχνική βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η αναβάθμιση της δημόσιας διοίκησης στα επίπεδα που απαιτούν οι ανάγκες της χώρας προϋποθέτει: α) την κατανόηση της έκτασης και της φύσης του προβλήματος, β) την υιοθέτηση ακομμάτιστης πολιτικής κατά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή του νέου συστήματος στην πράξη και γ) τον ριζικό μετασχηματισμό του σημερινού νομικού πλαισίου στην κατεύθυνση απλοποίησης των διαδικασιών, αύξησης της αποτελεσματικότητας του συστήματος, μείωσης του κόστους λειτουργίας του, καλύτερης εξυπηρέτησης των πολιτικών και των επιχειρήσεων, επίτευξης διαφάνειας κατά την εφαρμογή του και καταπολέμησης της διαφθοράς.
Ακόμη, το νέο σύστημα διοίκησης πρέπει να υποστηρίζεται από ένα καλά δομημένο σύστημα αμοιβών που θα συναρτάται με δοκιμασμένα συστήματα αξιολόγησης των διοικητικών μονάδων και των υπαλλήλων, τα οποία θα στηρίζονται στην επίτευξη μετρήσιμων ποσοτικών και ποιοτικών στόχων που θα έχουν εκ των προτέρων τεθεί. Ειδικότερη προσοχή πρέπει να δοθεί στη στελέχωση των μονάδων, στην καταπολέμηση της τυπολατρίας, στην αλλαγή της νοοτροπίας και στην επιλογή προσωπικού με γνώσεις και δεξιότητες, ικανού να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις.
Η δημόσια διοίκηση δεν χρειάζεται υπαλλήλους, έχει ανάγκη από στελέχη. Το προσωπικό που σήμερα υπηρετεί είναι σε μεγάλο βαθμό «παλαιάς τεχνολογίας», ξεπερασμένης νοοτροπίας και με χαμηλές προσδοκίες. Ακόμη, μετά τις πρόσφατες εξελίξεις (νέο μισθολόγιο, κατάργηση επιδομάτων, μείωση αμοιβών, περιορισμός των θέσεων ευθύνης, εφεδρεία υπαλλήλων κ.ά.), το κλίμα που επικρατεί στη δημόσια διοίκηση είναι πολύ κακό και πρέπει να βελτιωθεί, ενώ το ηθικό των υπαλλήλων είναι πολύ πεσμένο και είναι ανάγκη πιεστική να ενισχυθεί.
Του Ανδρέα Κιντή
* Ο Ανδρέας Κιντής είναι ομότιμος καθηγητής και πρ. πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή Καθημερινή
6.1.2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου