Μπορεί να είναι βαρετή, αλλά όχι και ανώφελη η υπόμνηση των κεκτημένων. Δεν πρόκειται εδώ για τα εξαφανιζόμενα κεκτημένα δικαιώματα για εργασία και τα δικαιώματα της εργασίας ή για άλλα πιο δυσδιάκριτα δικαιώματα των συλλογικών μορφωμάτων που εξατμίζονται μέσω των θεσμών της τυπικής δημοκρατίας και συνεπώς μέσω της υπαγωγής της ταξικότητας που εκφράζεται με τον όρο «δήμος» σε μια αφηρημένη αντιφατική ενότητα: ταξικότητα γιατί ο δήμος ήταν οι φτωχοί και απόρροιά του το ιδεώδες της μεσότητας. Αναφέρομαι σε άλλου είδους κεκτημένα - τα γνωστικά. Οχι όλα τα γνωστικά κεκτημένα, αλλά μόνο σε ένα απ’ αυτά και μάλιστα μερικευμένο: τη φορολογική συνοχή των κοινοτήτων στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας. Προηγουμένως όμως ας μου επιτραπεί να θυμίσω δυο - τρία πράγματα. Από τις ελληνικές κοινότητες γνωρίζουμε καλύτερα τις νησιωτικές, κι αυτό γιατί οι θεσμοί τους επέτρεψαν να διατηρηθεί ο γραπτός πολιτισμός τους - τα κοινοτικά αρχεία, κυρίως από τον 17ο αιώνα και ύστερα. Οι κοινότητες (ή τα κοινά, όπως τα έλεγαν) ήταν ανισομεγέθεις πληθυσμικές συγκεντρώσεις διαφορετικών αλλά και κοινών παραγωγικών και οικονομικών απασχολήσεων και δραστηριοτήτων, αντικαθρέφτισμα της συνολικής οικονομίας κατακτητών και κατακτημένων. Συστατικά στοιχεία της οικονομίας τους αναδεικνύονται ως κυρίαρχα και υποβιβάζουν άλλα, μάλιστα της αγροτοκτηνοτροφικής οικονομίας. Στις μεγάλες πολυφυλετικές και πολυθρησκευτικές πληθυσμικές συγκεντρώσεις, η κοινοτική αρχή δεν είναι ενιαία, καθώς δεν είναι και ενιαίος ο πολιτισμός τους, παρά τις αλληλοδιεισδύσεις και τις ωσμώσεις. Τα τεκμήρια Τα γραπτά τεκμήρια, όσα έχουν διασωθεί, δεν συνιστούν ταυτόχρονα και τη χρονολογία της γενεαλογίας τους: κάποτε κάποιες νύξεις την πάνε πολύ πιο πίσω, αλλά κυρίως είναι οι λειτουργίες που υποδεικνύουν ένα μεταβαλλόμενο συνεχές. Το κράτος επιβάλλει τους φόρους και καρπώνεται επίσης τα «δοσίματα» που εθιμικώς είχαν διαιωνιστεί. Ορισμένους απ’ αυτούς τους κατανέμει στους φορείς του στρατιωτικού, δικαιικού και θρησκευτικού μηχανισμού. Αλλους εισπράττει αμέσως με τα δικά του φοροσυλλεκτικά όργανα και άλλους εμμέσως από τις κοινοτικές αρχές. Η φορολογική υποχρέωση γίνεται ο συνεκτικός κρίκος των πληθυσμιακών συγκεντρώσεων που αποτελούν τις ανισομεγέθεις κοινότητες. Αυτές επιφορτίζονται με την κατανομή του επιδικασμένου φόρου στους καθέκαστα φορολογούμενους κατοίκους. Τον συνολικό κοινοτικό φόρο τον απαρτίζουν επί μέρους φόροι που βαρύνουν την παραγωγή, τη διακίνηση των αγαθών, τα μέσα παραγωγής - όχι φυσικά όλα. Συμβαίνει να καταβάλλεται ο κοινοτικός φόρος κατ’ αποκοπή («μαχτού»). Ορισμένα αγαθά μπορεί να φορολογούνται από πρόσωπα που δεν ανήκουν στις κοινοτικές αρχές - ενοικιαστές των προσόδων ή εκπρόσωποι των ιδρυμάτων ή των οίκων που τους είχε εκχωρηθεί ένα φορολογικό εισόδημα. Δεν πρόκειται να ασχοληθούμε σε τούτο το σημείωμα με όλη την περιπτωσιολογία της φοροείσπραξης. Ας ξαναγυρίσουμε στο ρόλο των κοινοτήτων. Η κοινότητα για να διατηρηθεί θα πρέπει να ανταποκριθεί στη φορολογική απαίτηση, να δημιουργήσει συνεπώς αλληλεγγυότητες και να μην κατανέμει στους κατοίκους τον φόρο που οφείλουν, χωρίς να παίρνει υπόψη τη φοροδοτική τους ικανότητα. Φυσικά δεν λείπουν οι κατηγορίες εναντίον των κοινοτικών αρχόντων για ετεροβαρή, σε βάρος των ασθενέστερων κατανομή της φορολογικής απαίτησης: είναι η κατακραυγή εναντίον των «κοτζαμπάσηδων» που ο απόηχός της περνάει και στην «Ελληνική Νομαρχία», αυτό το επαναστατικό κείμενο του αρχόμενου 19ου αιώνα. Ωστόσο, η πληθυσμική συγκέντρωση είχε τους δικούς της λόγους, κατ’ εξοχήν οικονομικούς, να διατηρηθεί: αναγκαία προϋπόθεση αυτής της διατήρησης ήταν η ικανοποίηση της φορολογικής απαίτησης. Θα έπρεπε να την ορθολογήσει και να τη μεθοδεύσει. Για παράδειγμα, στην Πελοπόννησο η διανομή των «χαρατζοχαρτιών» γινόταν σύμφωνα με τη φοροδοτική ικανότητα κάθε χωριού ή ευρύτερης πληθυσμικής συνάθροισης. Οι όποιες όμως μεθοδεύσεις προσέκρουαν στην πραγματική φοροδοτική ικανότητα (κάτι θυμίζει αυτό στις μέρες μας). Αν η οργάνωση της φοροείσπραξης έλειπε ή αποτύγχανε, τότε το αποτέλεσμα ήταν η φυγή, το σκόρπισμα των φορολογουμένων. Ας υπομνησθεί ότι αυτή η φυγή ήταν παλιά κατάσταση και δεν αφορούσε αποκλειστικώς τα «πληθυσμικά περισσεύματα» αλλά τον κοσμάκη που έψαχνε να βρει ηπιότερους ουρανούς. Η πρώιμη οθωμανική νομοθεσία την προέβλεπε: το «ρέσμι ντουχάν», δικαίωμα καπνού, το «καπνικόν» ήταν ένας φόρος για όσους έφευγαν από τη φορολογική τους ενότητα, για να εγκατασταθούν σε άλλη. Καπνός: είναι ο αναδυόμενος από την εστία, δηλαδή από το σπιτικό (όπου καπνουδάκια, εκεί και χωριό έγραψε κάποτε ο βιωματικός λαογράφος Δημήτρης Λουκόπουλος). Η «τάνσα» στην Πάτμο Τα ελλείμματα της φοροδοτικής αδυναμίας έπρεπε να αντιμετωπισθούν, ώστε να αποφευχθεί η διαρροή του πληθυσμού. Οι τρόποι ήταν πολλοί: αίτηση για μείωση της οφειλής, δανεισμός, συμπληρωματική φορολογία. Ο χειρότερος ήταν ο δανεισμός, γιατί οδηγούσε στη συλλογική καταχρέωση και στην ιδιοποίηση από τρίτους του χωριού. Η συμπληρωματική φορολογία ήταν ο αποτελεσματικότερος. Πρόκειται για την «τάνσα». Την παρακολουθούμε με ευκρίνεια στην Πάτμο. Με εναλλασσόμενο τρόπο οι φορολογούμενοι καταβάλλουν ένα ποσό, ώστε να γίνει δυνατό να καλυφθεί το έλλειμμα της φοροείσπραξης. Το ποσό κυμαίνεται ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καθενός φορολογούμενου. Το έλλειμμα είναι σημαντικό και σε μια σημαντικώς εκχρηματισμένη οικονομία οι «αδύνατοι» δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στη φορολογική τους υποχρέωση. «Αδύναμοι»: κάτι θυμίζει από το βυζαντινό προηγούμενο - «αδύνατοι» και «δυνατοί», το «αλληλέγγυον», αλλιώς η συλλογική ευθύνη. Ας υπενθυμίσουμε ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με φόρο καταβαλλόμενο σε χρήμα και όχι σε είδος, όπως πρόκειται για τον αναλογικό φόρο της δεκάτης. Στην πατμιακή εκχρηματισμένη και μη αυτάρκη οικονομία συγκεντρώνεται πλούτος, για τους πολλούς σε είδη και όχι σε νομίσματα. Τα είδη είναι κυρίως υφάσματα, έχουν ανταλλακτική αξία: πολλοί αντί για νόμισμα καταβάλλουν στις κοινοτικές αρχές αυτά τα είδη, όπως τα καταβάλλουν στους δανειστές ως ενέχυρο. Κοντολογής, βρισκόμαστε μπροστά σε πολλαπλές μορφές αλληλεγγυοτήτων και σε πολλαπλές μορφές υποκατάστασης του γενικού ισοδύναμου των αξιών, δηλαδή του νομίσματος. Κατά κάποιο τρόπο μιλάμε για ισορροπίες, αλλά αυτές ισχύουν στις περιπτώσεις όπου υπάρχει μια σθεναρή οικονομική βάση, ικανή να αντιμετωπίσει τις συγκυριακές απορρυθμίσεις. Η οικονομική επέκταση σ’ αυτές τις περιπτώσεις μπορεί, όταν αναιρεθεί εξωτερικώς ή εσωτερικώς, να αναδιπλωθεί χωρίς να καταργήσει τη βασική της δομή. Οι Πάτμιοι ήταν τυχεροί, ενώ άλλοι άλλαξαν καθεστώς και από άμεσοι παραγωγοί αξιών έγιναν υποτελείς σ’ εκείνους που με τον δανεισμό έγιναν κύριοι της θεμελιώδους προϋπόθεσης της παραγωγής, δηλαδή της γης. Πώς όμως ο πρώην κύριος της γης μπορούσε να παράγει γαιοπροσόδους προς χάρη τρίτων κι αυτός να συνεχίσει να επιβιώνει, είναι μια μεγάλη ιστορία που μάλλον σήμερα δεν μπορεί να επαναληφθεί ούτε ως φάρσα ούτε ως τραγωδία. Οι αλληλεγγυότητες δεν περιορίζονται μόνο στη φορολογική υποχρέωση: επεκτείνονται σε όλο το δίχτυ των ανθρώπινων σχέσεων, από την ανταλλαγή υπηρεσιών ώς το συλλογικό χρέος, μολονότι όλοι δεν δανείζονται το ίδιο ποσό, ωστόσο είναι αλληλέγγυοι χρεώστες («μπιλέ κεφίληδες», δηλαδή αμοιβαίοι εγγυητές). Συλλογικά υπεύθυνοι είναι οι κάτοικοι των χωριών για τα αδικήματα που γίνονται στην περιοχή τους. Προβλέπεται και εισπράττεται από τους κατόχους των τιμαρίων. Ποια είναι όμως η περιοχή του χωριού; Ανάμεσα στους τρόπους με τους οποίους ορίζεται αυτό το εσωτερικό σύνορο, μνημονεύεται στα συναφή τεκμήρια και ο ακόλουθος: ώς εκεί όπου φτάνει η φωνή. * Ο κ. Σπ. Ι. Ασδραχάς είναι ιστορικός.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου