Φαουστίνα - Λούβρο |
Η Αρχαιολογική Εταιρεία είχε φέτος την εύστοχη ιδέα να οργανώσει έναν κύκλο μαθημάτων (έως 9 Μαρτίου 2011) με θέμα «Ρωμαϊκή αρχαιολογία και τέχνη). Ομιλίες από διακεκριμένους μελετητές του ρωμαϊκού πολιτισμού, που έρχονται να φωτίσουν την άγνοια, την αδιαφορία ή την ημιμάθεια του μέσου Ελληνα για την αρχαία Ρώμη και την επίδραση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στον σύγχρονο κόσμο. Είναι, ίσως, μία ευκαιρία (τα μαθήματα αυτά) για να σταθούμε και να αναλογιστούμε το εξής παράδοξο. Οτι, δηλαδή, ο ελληνοκεντρισμός έχει καταστήσει αδύναμη τη σχέση μας με την πηγή της νεότερης Δύσης, την αρχαία Ρώμη, «παρά το ότι η Ιταλία και η Ελλάδα είναι δύο χώρες που τις συνδέει η γεωγραφική τους γειτνίαση και η κοινή, για ορισμένα χρονικά διαστήματα, ιστορία», όπως σημειώνει η Αρχαιολογική Εταιρεία.
Αν και είμαστε «Ρωμιοί», τους Ρωμαίους δεν τους γνωρίζουμε. Αν και είμαστε Ευρωπαίοι, ελάχιστα γνωρίζουμε τα θεμέλια του σημερινού δυτικού κόσμου, σε ό,τι αφορά το δίκαιο ή τους θεσμούς. Μήπως είναι καιρός να το σκεφτούμε λίγο περισσότερο;
AΠOΨH : Διάσπαρτα στην Ελλάδα τα ρωμαϊκά μνημεία
Της Θεοδοσιας Στεφανιδου - Τιβεριου*
Kατά πόσο οι σημερινοί Ελληνες είμαστε εξοικειωμένοι με τον ρωμαϊκό πολιτισμό είναι ένα ερώτημα που αναφέρεται, αφενός, στην ιστορία και στον πολιτισμό της ίδιας της Ρώμης και του ρωμαϊκού κράτους γενικότερα και, αφετέρου, στον τρόπο με τον οποίο ενσωματώθηκε και επέδρασε ο ελληνικός πολιτισμός στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Στον βαθμό που έχω γνώση της αντίληψης του μέσου Ελληνα για τους Ρωμαίους, θεωρώ ότι αυτή είναι αρνητική, αφού η ρωμαϊκή κυριαρχία στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται περίπου με τον τρόπο που αντιμετωπίζεται η γερμανική κατοχή του 1940 ή ακόμη οι Ρωμαίοι ταυτίζονται αποκλειστικά ως διώκτες των χριστιανών (με τη βοήθεια και των σχετικών κινηματογραφικών ταινιών, που σε συγκεκριμένες μέρες προβάλλονται με εμμονή στην τηλεόραση).
Αυτό που δεν έχει κατανοήσει πιστεύω ο μέσος Ελληνας είναι ότι η αυτοκρατορία δημιούργησε έναν ενιαίο πολιτικό χώρο, μέσα στον οποίο ο ελληνικός πολιτισμός έπαιξε σημαντικό ρόλο στη συνοχή της αυτοκρατορίας και χάρη στον οποίο κατόπιν ο χριστιανισμός εξαπλώθηκε ταχύτατα. Εξάλλου, είναι αξιοσημείωτο ότι στους κόλπους της ενιαίας αυτής επικράτειας πολλά και διαφορετικά έθνη έζησαν για μια μακρά χρονική περίοδο με ειρήνη και ευημερία σαν σε μια κοινή πατρίδα.
Μια πτυχή του θέματος που θέλω ως αρχαιολόγος να θίξω είναι η παρουσία των αρχαιολογικών μνημείων της εποχής αυτής σε πολλές αρχαιολογικές θέσεις της χώρας μας, η οποία συχνά είναι πιο ισχυρή από των μνημείων της κλασικής εποχής. Παρά τη μεγάλη ιστορική τομή με τη δημιουργία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την ενσωμάτωση του ελληνόφωνου κόσμου σε αυτήν, είναι απαραίτητο να αντιληφθούμε ότι η πορεία του ελληνικού πολιτισμού και της τέχνης είναι αδιάσπαστη και η αποδοχή δυτικών επιδράσεων σταδιακή και επιλεκτική, επιπλέον, ότι το πλήθος των ορατών σήμερα μνημείων στην Ελλάδα οφείλεται αφενός στις υποδομές που δημιούργησε το ρωμαϊκό κράτος (δρόμοι, υδραγωγεία κ. ά.) και αφετέρου στις πρωτοβουλίες που ανέπτυξαν οι ελληνικές πόλεις με την ενθάρρυνση των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και τη συμβολή των τοπικών αρχόντων.
Τα τελευταία χρόνια, οι Ελληνες αρχαιολόγοι δείχνουν πλέον έμπρακτα την ανάγκη να ασχοληθούν με τα μνημεία των ρωμαϊκών χρόνων, εγκαταλείποντας τις ιδεολογικές αγκυλώσεις που παλιότερα τους έκαναν να τα υποτιμούν.
* Η κυρία Θεοδοσία Στεφανίδου-Τιβερίου είναι καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.
AΠOΨH : Η ίδια η ελληνική ιστορία επιβάλλει τη μελέτη της Ρώμης
Του Αγγελου Χανιωτη*
Tην άνοιξη του 2007, μάζεψα σε ένα δρόμο της Αθήνας την προκήρυξη μιας οργάνωσης που καλούσε σε συγκέντρωση με το σύνθημα «2.152 χρόνια υποταγής και εξάρτησης. Εως εδώ! Η Ελλάδα πάλι στους Ελληνες». Για τους συντάκτες της προκήρυξης η ξενοκρατία έχει συγκεκριμένη ημερομηνία έναρξης –το έτος 146 π. Χ. – και σαφείς ενόχους – τους Ρωμαίους. Τη σχέση των Ελλήνων με την αρχαία Ρώμη σφραγίζει η πικρή μνήμη της ήττας και της κατάκτησης – όσο τουλάχιστον υπήρχε ακόμη κάποια σοβαρή διδασκαλία της ιστορίας στη μέση εκπαίδευση. Εμενε μικρή παρηγοριά ο στίχος του Οράτιου, που θύμιζε πως η κατακτημένη Ελλάδα υπέταξε με τον πολιτισμό της τον σκληρό κατακτητή.
Για τον μέσο Ελληνα βασική πηγή πληροφόρησης για τη ρωμαϊκή ιστορία είναι στην καλύτερη περίπτωση ο Αστερίξ και στη χειρότερη οι ταινίες του Χόλιγουντ και της Τσινετσιτά, που παρουσιάζουν μια Ρώμη διεφθαρμένη, αυταρχική, σε μόνιμη κατάσταση κρίσης. Αν και σε όλες τις ελληνικές μεγαλουπόλεις ρωμαϊκά μνημεία είναι εμφανή σημεία αναφοράς –η πύλη του Αδριανού, οι Αέρηδες, το μνημείο του Φιλοπάππου, το θέατρο του Ηρώδου του Αττικού, η Ροτόντα, το τόξο του Γαλερίου–, το ιδιαίτερο ρωμαϊκό τους υπόβαθρο είναι άγνωστο στους κατοίκους τους. Η Ρωμαϊκή Αγορά δεν είναι αρχαιολογικός χώρος της Αθήνας αλλά συλλογή τραγουδιών του Χατζιδάκι. Η Εγνατία Οδός (αντί του ορθού Εγαντία) είναι στα χείλη όλων των ταξιδιωτών της βόρειας Ελλάδας, αλλά ούτε οι φοιτητές των φιλοσοφικών σχολών γνωρίζουν τον κυβερνήτη της Μακεδονίας Γναίο Εγνάτιο, που επιμελήθηκε της κατασκευής της πριν από 22 αιώνες.
Η άγνοια αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της παραδοσιακά ελληνοκεντρικής αντιμετώπισης της ιστορίας και αρχαιολογίας. Είναι όμως και σύμπτωμα της γενικότερα υποβαθμισμένης ιστορικής παιδείας σε μια χώρα που δεν αναγνωρίζει στη μέση εκπαίδευση την ειδικότητα του καθηγητή Ιστορίας και έχει εγκαταλείψει τη διαμόρφωση ιστορικής συνείδησης και παιδείας σε πατριδοκάπηλους τηλεσαχλαμάρες. Αλλά και στην ανώτατη εκπαίδευση στα Τμήματα Ιστορίας και Αρχαιολογίας οι ειδικές θέσεις για τη ρωμαϊκή ιστορία και τέχνη είναι μετρημένες στα δάκτυλα – αν και τα τελευταία χρόνια καταβάλλονται προσπάθειες για την εδραίωση ρωμαϊκών σπουδών. Παρήγορη εξαίρεση είναι το Κέντρο Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας (ΚΕΡΑ) στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, που προβάλλει τη ρωμαϊκή αρχαιότητα ισότιμα με την ελληνική.
Το ζήτημα δεν είναι κυρίως τι γνωρίζουν οι σύγχρονοι Ελληνες για την αρχαία Ρώμη, αλλά γιατί θα όφειλαν να έχουν γνώσεις ρωμαϊκής ιστορίας και πολιτισμού. Πέρα από το προφανές ενδιαφέρον που παρουσιάζει μια από τις μεγαλύτερες και πιο μακρόβιες κρατικές οντότητες, πέρα από τη σημασία της Ρώμης για την κατανόηση της ευρωπαϊκής ιστορίας, η ίδια η ελληνική ιστορία επιβάλλει τη μελέτη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γιατί επί μισή χιλιετία η ελληνική ιστορία είναι η ιστορία των ανατολικών επαρχιών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στην περίοδο της ρωμαιοκρατίας γράφονται έργα όπως οι Βίοι του Πλουτάρχου, διαδίδεται ο χριστιανισμός, τίθενται οι βάσεις για το ρωμαϊκό δίκαιο, εξελίσσεται η ελληνική γλώσσα σε πρόδρομη μορφή της νεοελληνικής και εγείρονται πολλά από τα μνημεία που δίνουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα στις πόλεις μας. Μαθαίνουμε να περπατάμε ακούγοντας μια λέξη λατινική: «στράτα, στράτα», από την έκφραση strata via που προσδιορίζει τη στρωμένη αμαξιτή οδό, που ο ρωμαϊκός στρατός έφερε στα πέρατα της τότε οικουμένης. Οι Κωνσταντίνοι, οι Ιουλίες, οι Αντώνηδες και οι Βικτωρίες έχουν ονόματα που οι Ρωμαίοι έφεραν στην ελληνόφωνη Ανατολή και μέσω του χριστιανισμού εδραιώθηκαν στο ελληνικό ονοματολόγιο. Κι ένα από τα πιο συναρπαστικά παράδοξα της νεοελληνικής ταυτότητας είναι το ότι, όταν εκφράζουμε με τον πιο συναισθηματικό τρόπο την ελληνικότητά μας, λέμε πως είμαστε Ρωμιοί, θυμίζοντας ασυναίσθητα ότι η συνάντηση της ελληνικής και της ρωμαϊκής ιστορίας δημιούργησε το Βυζάντιο και μέσω του Βυζαντίου τον νέο ελληνισμό: τη Ρωμιοσύνη.
* Ο κ. Αγγελος Χανιώτης είναι καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Institute for Advanced Study, Princeton.
Πηγή Καθημερινή
11.12.2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου