Ο ζωγράφος και σκηνοθέτης Κυριάκος Κατζουράκης δημιουργεί με το βλέμμα πάντα στραμμένο στην κοινωνική πραγματικότητα
Ο γιος του Κυριάκου Κατζουράκη, Αρης Κατζουράκης, έχει κάνει διδακτορικό στην εξελικτική - μοριακή βιολογία στην Οξφόρδη όπου και διδάσκει, ως λέκτορας. Του προσφέρθηκε και μια πανεπιστημιακή θέση στο Λονδίνο και βρίσκεται σε δίλημμα. «Πάει, δεν πρόκειται να γυρίσει», λέει ο πατέρας και η φωνή του έχει ένα ανεπαίσθητο παράπονο. «Το παράπονο είναι προσωπικό», τονίζει ο Κυρ. Κατζουράκης. «Δε νομίζω ότι θα είχε κανένα λόγο να επιστρέψει. Με τον Αρη, εκεί, έχω δει στιγμές αξιοκρατίας που δεν τις έχω συναντήσει στο ελληνικό πανεπιστήμιο», συμπληρώνει ο επί έξι χρόνια καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. «Τι εννοείτε;», ρωτώ. «Θα σας το πω ωμά: κάνει τη δουλειά του χωρίς ταπείνωση, χωρίς να χρειάζεται να δείχνει ότι ανήκει σε κάποια ομάδα, ότι πρόσκειται στον έναν ή στον άλλον. Αναγνωρίστηκε μόνο με τη δουλειά του. Αυτή τη θέση στην Οξφόρδη την κέρδισε κάνοντας μια πάρα πολύ καλή διάλεξη, η οποία ήταν μέσα στη διαδικασία της επιλογής».
Ανορθόδοξη προσέγγιση για έναν εικαστικό που μετράει περίπου μισό αιώνα παρουσίας και, την τελευταία δεκαετία, κινηματογραφιστή. Ομως ο 67χρονος Κυριάκος Κατζουράκης δεν ζει ως αποτραβηγμένος ή επαναπαυμένος δημιουργός.
Οχι μόνο γιατί η γειτονιά του, από το 1997, είναι τα Εξάρχεια αλλά και γιατί το διάστημα της παραμονής του στην Ελλάδα (ώς το 1972 και μετά το 1985, ενδιάμεσα ήταν στην Αγγλία) είχε πάντα το βλέμμα του στραμμένο στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της χώρας. Χωρίς η τέχνη του να είναι στρατευμένη. «Τέχνη-άμυνα στη διάχυτη βία των ημερών που κατατρώγει σαν σαράκι τις ανθρώπινες αντιστάσεις», την έχει χαρακτηρίσει ο ιστορικός της Τέχνης Μάνος Στεφανίδης.
Η μονοκατοικία στη Βατατζή, στα Εξάρχεια, είναι εργαστήριο και σπίτι μαζί, το οποίο μοιράζεται με τη σύντροφό του εδώ και μια 20ετία, ηθοποιό Κάτια Γέρου.
Εκτός από τα μεγάλα ταμπλό, πρόσφατα ή και παλαιότερα, ο ζωγράφος επεξεργάζεται εκεί και το υλικό της κινηματογραφικής δουλειάς του.
Πριν από λίγες ημέρες ανέβασε στο vimeo τις δυο πρώτες ταινίες του: το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ «Ο δρόμος προς τη Δύση» (2003) και τη «Γλυκιά μνήμη» (2005).
Τον τελευταίο καιρό βρισκόμαστε σε πόλεμο
– Εδώ και έξι χρόνια διδάσκετε στο ΑΠΘ και πριν από δέκα αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη σκηνοθεσία. Αρκετά μεγάλος…
– Ηρθαν φυσιολογικά. Διδάσκω τη σχέση του κινηματογράφου με τη ζωγραφική. Τη σχέση της σταθερής εικόνας με την κινούμενη. Εχω κάνει και μια εγκατάσταση μαζί με έναν συνεργάτη μου, τον Μπάμπη Βενετόπουλο, που παρουσιάστηκε στο πρώην στρατόπεδο Κόδρα τον περασμένο Οκτώβριο. Πέντε ανεξάρτητες προβολές συνθέτουν ένα χώρο φυλακής, με ήχο. Ενας μονόλογος, νερό, και η μυρωδιά της υγρασίας. Θα ξαναδοκίμαζα μια βιντεοεγκατάσταση.
– Εχετε άγχος να ακολουθήσετε την εποχή; Αυτό σας οδηγεί στην τόσο στενή σχέση με την τεχνολογία;
– Οχι. Το θέμα είναι πού σε οδηγεί η σχέση αυτή. Πιστεύω ότι η ζωγραφική δεν θα πεθάνει ποτέ. Η πρώτη μου ταινία, «Ο δρόμος προς τη δύση», με οπερατέρ τον Αλέξη Γρίβα, ξεκίνησε ξαφνικά και απρόβλεπτα. Επί δραχμής, ακόμα. Υπάρχουν πλάνα με κατοστάρικα. Ηθελα να ασχοληθώ με τους μετανάστες, ζωγραφίζοντας κατ’ αρχάς. Να τους συναντήσω, να δω τι είναι η αλλαγή αυτή που παρατηρούσα να έρχεται στην πόλη. Αγόρασα μια ψηφιακή μηχανή, διάβασα το μενού, την έμαθα. Δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω. Στον δρόμο άρχισε να διαμορφώνεται ένα αφήγημα. Πρώτα, ανεβάσαμε το θεατρικό, στο Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, και σιγά σιγά άρχισε να χτίζεται η ιστορία της Ιρίνας (σ.σ.: Μετανάστρια από τις πρώην ανατολικές χώρες που υποδύεται η Κάτια Γέρου).
– Από εκεί και πέρα δεν τον εγκαταλείψατε τον κινηματογράφο. Τι σας συγκινεί σε αυτήν την τέχνη;
– Είναι πολύ καθαρή η διαφορά με τη ζωγραφική στη χρήση του χρόνου. Ο χρόνος στη ζωγραφική χάνει την πραγματική του αξία. Στο σινεμά «τρέχουν» τα 24 καρέ και δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω. Αυτό με μάγεψε. Το μόνο σινεμά που με αφορά σαν έργο τέχνης, που με ρουφάει, είναι ο Ούγγρος σκηνοθέτης Μπέλα Ταρ. Εχει ανατρέψει ένα δεδομένο. Αυτό που λέω, ότι ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, σ’ εκείνον γυρίζει. Σου θυμίζει ότι αυτό που είδες έχει μια αιτία… Περνάω καλά με το σινεμά. Αν και σας ομολογώ ότι κουράστηκα. Τρεις ταινίες μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Και χωρίς τα μέσα. Μου αρέσει αυτό, όμως.
– Χρειάζονται τα μέσα;
– Είτε χρειάζονται είτε όχι, τώρα πια δεν υπάρχουν. Η ερώτηση είναι ακαδημαϊκή πλέον!..
– Συντάσσοντας το βιογραφικό σας, ως τι θέλετε να αναφέρεστε; Ως εικαστικός ή ως κινηματογραφιστής;
– Ως εικαστικός. Μου αρέσει που γράφω: ζωγράφος – σκηνοθέτης. Και τα δύο σημαίνουν εικαστικός.
– Ποια κριτική σάς ενοχλεί περισσότερο; Για τα εικαστικά ή για τα κινηματογραφικά έργα σας;
– Νομίζω ακριβώς το ίδιο και οι δύο... Χαίρομαι πολύ που βλέπω τις τελευταίες ημέρες την επισκεψιμότητα στο vimeo για τις δύο ταινίες. Το ψηφιακό εργαλείο είναι φτηνό, ταπεινό, αλλά μαγικό. Οταν έδειξα το «Δρόμο προς τη Δύση» στην Ιαπωνία, με ρωτούσαν πού βρήκα λεφτά να γυρίσω τόσες ώρες φιλμ. Τόσο καλό transfer είχα κάνει. Δεν πίστευαν ότι το γύρισμα έγινε με μια ψηφιακή, που είχαν κατασκευάσει αυτοί μάλιστα!
Αναγκαστική εποχή
– Είναι μια νέα εποχή;
– Είναι μια αναγκαστική εποχή. Ο φυσικός χώρος μιας ταινίας είναι η αίθουσα. Αλλά το vimeo είναι μια προσωρινή «αίθουσα» του ανεξάρτητου κινηματογράφου. Οι δύο αυτές ταινίες, εξάλλου («Ο δρόμος προς τη Δύση» και η «Γλυκιά μνήμη») έχουν κάνει τον κύκλο τους, με διεθνείς συμμετοχές και βραβεία. Παιδεύτηκα για να τις ανεβάσω στο Διαδίκτυο. Το vimeο συνιστά μια διαδικτυακή κοινότητα, που τα μέλη της επικοινωνούν μεταξύ τους. Γνωρίζοντάς τους και παρακολουθώντας τις δουλειές τους, είδα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα.
– Το δικό σας ενδιαφέρον, θεματικά, πού επικεντρώνεται; Στον μετανάστη, στον ξένο, στον ξεριζωμό;
– Στο περιθώριο. Το οποίο όλο και διευρύνεται. Τον τελευταίο καιρό πιστεύω ότι είμαστε σε πόλεμο. Και δεν έχω την ψυχραιμία και την αντικειμενικότητα να σταθώ μακριά και να πω τι είναι καλό και τι όχι. Τα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα υφίστανται επίθεση. Δεν λέω ότι θα γίνουμε Μέση Ανατολή. Πιστεύω ότι σε αυτή τη χώρα, όμως, δοκιμάζεται ένα ευρωπαϊκό πείραμα, αντίστοιχο με αυτά που έχουν γίνει στη Λατινική Αμερική. Η ψαλίδα ανοίγει και ανοίγοντας όλο και περισσότερος κόσμος περιθωριοποιείται. Τα μαγαζιά κλείνουν, θα αντέξουν οι άνθρωποι; Η κουβέντα στην περιοχή μας είναι: έκλεισε, πάει να κλείσει, θα κλείσει σε ένα μήνα.
– Βιώνετε αυτήν την κατάσταση στη γειτονιά σας;
– Τα Εξάρχεια είναι κατ’ εξοχήν γειτονιά της κρίσης. Στις δημοτικές εκλογές, ξεκίνησα από εδώ για να πάω στο σχολείο στην Ασκληπιού, διασχίζοντας την Ιπποκράτους, και έλεγα μέσα μου: «Αν από τη Βατάτζη έως το σχολείο μετρήσω πάνω από 10 κλειστά μαγαζιά, δεν θα πάω να ψηφίσω»… Παρότι ήμουν και υποψήφιος με τον συνδυασμό «Ανοιχτή πόλη». Μέτρησα 30!.. Και πήγα και ψήφισα.
Τις ταινίες του Κυριάκου Κατζουράκη μπορείτε να τις βρείτε στις εξής διευθύνσεις: vimeo.com/21444544 και vimeo.com/22244602.
Χάσαμε το τρένο της Ευρώπης
– Η επόμενη χρονιά περιλαμβάνει μια μεγάλη αναδρομική έκθεση σας στο Μουσείο Μπενάκη.
– Εργο ζωής. Στο τέλος του 2012 ή αρχές του 2013. Θα εκτεθούν γύρω στα 200 έργα που συγκεντρώνονται απ’ όλον τον κόσμο. Η έμφαση είναι πιο πολύ στα παλιά παρά στα καινούργια. Μαζί θα στηθεί και η βινεοεγκατάσταση, θα προβάλλονται οι ταινίες μου, θα παρουσιαστούν και τα σκηνικά που είχα κάνει για παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης με τον Γιώργο Λαζάνη.
– Γενέθλιο γεγονός…
– Και πολιτική πράξη για μένα. Πραγματεύεται ένα σχόλιο πάνω στην πολιτική και στην κοινωνία.
– Η δική σας γενιά τι διαφορά έχει από τη σημερινή;
– Εγραφα ένα σημείωμα για τον Γιώργο Λαζάνη πριν έρθετε, γιατί πρόκειται να εκδοθεί ένα βιβλίο γι’ αυτόν. Ο Λαζάνης είναι ένας χαρακτηριστικός καλλιτέχνης της γενιάς πριν από μένα. Κι εγώ ακούμπησα σ’ αυτήν τη γενιά. Εγραφα, λοιπόν, ότι ένα μεγάλο προσόν που είχε, είναι ότι άκουγε. Πιο πολύ άκουγε παρά μίλαγε. Τώρα οι άνθρωποι θέλουν να μιλάνε. Να λένε απόψεις, θεωρίες. Είναι πολύ σημαντικό εργαλείο στην τέχνη να ακούς. Το έργο δημιουργείται στη διαδικασία. Αυτό προσπαθώ να μεταδώσω και στους μαθητές μου στη σχολή. Πονάει η ψυχή μου με αυτά τα παιδιά. Τι μέλλον έχουν; Διάλεξαν να γίνουν ζωγράφοι. Κάτι αναζητάνε, λοιπόν. Εμείς, τότε, είμαστε 20 μαθητές γύρω από τον Μόραλη. Τώρα, έχω 130 παιδιά στο δικό μου εργαστήρι στο ΑΠΘ. Χωρίς εφόδια, χωρίς εργαλεία. Ο ετήσιος προϋπολογισμός του τμήματος ήταν 120.000 ευρώ. Τώρα είναι 30.000. Εχουν κάθε δικαίωμα αυτά τα παιδιά να θέλουν να αποκτήσουν γνώση. Και μάλιστα από κάτι αντιπαραγωγικό. Τρέφω μεγάλο σεβασμό για την επιλογή τους. Εκείνο όμως που πραγματικά έχει αλλάξει είναι η ποιότητα της Μέσης Εκπαίδευσης. Ερχονται με το 1/3 των γνώσεων που είχαμε εμείς όταν τελειώναμε το σχολείο. Η παπαγαλία έχει εξοντώσει την εμβάθυνση στη γνώση.
– Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία σας;
– Νιώθω ότι μπαίνουμε πάλι στο περιθώριο της Ευρώπης. Χάσαμε, φοβάμαι, οριστικά, τη δυνατότητα να γίνουμε Ευρωπαίοι. Και δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την Ευρώπη.
– Θα επιστρέφατε στην Αγγλία;
– Αν ήμουν 10 χρόνια νεότερος, ναι. Δεν με συνδέει τίποτα με την Αθήνα εκτός από το γεγονός ότι αγαπάω πάρα πολύ την πόλη μου. Τη λατρεύω. Εχει τον καπνό των Βαλκανίων και ταυτόχρονα θέλει να είναι και ευρωπαία. Γοητευτική αντίφαση.
– Η ζωγραφική είναι ανακούφιση;
– Ηδονή, πολύ μεγάλη. Δεν ξεκινάω ποτέ από ένα οπτικό ερέθισμα. Οταν ζωγράφιζα «το τέμπλο» απελευθερώθηκε η γραφή μου. Θα ήθελα να το επιχειρήσω πάλι.
– Υπάρχουν θέματα στα οποία επιστρέφετε;
– Το σώμα. Το ανθρώπινο σώμα. Η συνειρμική σχέση με τα αντικείμενα. Η μνήμη εικόνων και πραγμάτων. Είναι επιλεκτική όχι ονειρική. Η μνήμη είναι η ερμηνεία του ονείρου, όχι το όνειρο.
– Μετά το vimeo, τι;
– Ετοιμάζομαι για να γυρίσω το δεύτερο μέρος του «Δρόμου προς τη Δύση», με τους ίδιους συνεργάτες. Τον Αλέξη Γρίβα και την Κάτια (Γέρου). Θέλω να δω, 10 χρόνια μετά, τη συνέχεια. Θα ακολουθήσω την ίδια διαδρομή όμως το κέντρο βάρους δεν είναι πλέον οι μετανάστες αλλά εμείς. Θα στρέψω, δηλαδή, την κάμερα σε εμάς. Κι αυτό, πονάει.
Της Μαρίας Κατσουνάκη
Πηγή Καθημερινή
15.5.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου