Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Πολιτισμός και κρίση, υπάρχει διέξοδος;

Στη δύσκολη συγκυρία που βιώνουμε η προσφυγή στα αγαθά του πολιτισμού είναι για πολλούς ανάγκη αναζήτησης αντίβαρων στη σφαίρα της γνώσης, της νόησης, της δημιουργίας και της ευαισθησίας. Πέρα από την εξατομικευμένη απόλαυσή τους, προσφέρεται μέσω αυτών η αποκατάσταση μιας επικοινωνίας, η αίσθηση ότι ανήκουμε σε μια ευρύτερη συλλογικότητα. Γράμματα και τέχνες με τα νοήματα, την αισθητική, αλλά και τον συναισθηματικό τους κόσμο κεντρίζουν τον προβληματισμό, την αμφιβολία απέναντι σε βεβαιότητες και στερεότυπα. Οξύνουν την κριτική στάση, διευκολύνουν την αναθεώρηση αντιλήψεων ξεπερασμένων, ανοίγουν μονοπάτια δίπλα στον δύσκολο δρόμο της αυτογνωσίας.

Ποια είναι όμως η σχέση του πολιτισμού μας με το φαινόμενο της κρίσης, αφού πολιτισμός δεν είναι μόνο τα γράμματα και οι τέχνες, αλλά το σύνολο των εκφάνσεων μιας κοινωνίας, δηλαδή των κυρίαρχων αντιλήψεών της, των θεσμών και του τρόπου λειτουργίας τους, των καθημερινών συμπεριφορών, των πεπραγμένων της. Οχι μόνο αυτών που επαινούμε και μας καταξιώνουν. Αλλά και αυτών που καταδικάζουμε ή έστω συντηρούμε και μας κρατούν υποτελείς στην υπανάπτυξη ή σε σισύφειες προσπάθειες.

Ολική κρίση
Ολοι συμφωνούμε ότι η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι και κρίση λειτουργίας των θεσμών. Είναι κρίση ηθική. Είναι κρίση αντιλήψεων και τρόπου σκέψης, ίσως και ταυτότητας της σύγχρονης κοινωνίας. Γι’ αυτό και υποστηρίζω ότι βιώνουμε μια κρίση του πολιτισμού μας, μια ολική κρίση. Και ακόμη ότι τη βιώνουμε όχι μόνο στην παρούσα συγκυρία μετά τον καταστροφικό εκτροχιασμό της οικονομίας, αλλά διαχρονικά άλλοτε σε ηπιότερες μορφές κι άλλοτε μέσα από οδυνηρές εμπειρίες από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους. Πώς στοιχειοθετείται αυτή π. χ. στο πολιτικό σύστημά μας;

Η μεταπολίτευση καθοδηγήθηκε από την ανάγκη της αποκατάστασης της δημοκρατίας, στη συνέχεια από το αίτημα της αλλαγής, πρόσφατα από το εγχείρημα του εκσυγχρονισμού. Καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της τριακονταπενταετίας σημαντικές κατακτήσεις. Ομως ο πήχυς των απαιτήσεών μας ήταν πιο πλατύς, δικαίως υψηλότερα εκείνου των κατακτήσεών μας.

Και τα τρία πολιτικά σχέδια εξακολουθούν να είναι επίκαιρα γιατί κανένα δεν ολοκληρώθηκε. Κι αυτό επειδή υπονομεύτηκαν και υπονομεύονται διαχρονικά από μια συχνά κυρίαρχη ή έστω τρέχουσα κουλτούρα. Για παράδειγμα, το γύρισμα της σελίδας της μεταπολίτευσης εκφράσθηκε με το Σύνταγμα του ’75 που καθόρισε το πολίτευμα, αλλά και αξίες και αρχές σύμφωνα με τις οποίες έμελλε ή όφειλε να συγκροτηθεί το πολιτικό σύστημα και η κοινωνικοοικονομική οργάνωση της χώρας.

Πουθενά όμως αυτό το κορυφαίο κείμενο δεν έλεγε -και δεν λέει- ότι γνώμονας διακυβέρνησης της χώρας είναι οι πελατειακές σχέσεις των κομμάτων. Οτι κράτος και κόμμα διαπλέκονται όχι για να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, αλλά για τη νομή της εξουσίας. Οτι το δημόσιο συμφέρον μπορεί να υποχωρεί μπροστά στον στόχο της κατάκτησης ή της διατήρησης της εξουσίας ή έστω να ακυρώνεται από το δόγμα της αποφυγής του πολιτικού κόστους. Κι ακόμη ότι η ελαστική ηθική στη δημόσια ζωή, είτε στενά εννοούμενη που παράγει ποινικά αδικήματα είτε πλατιά ως έννοια που περιλαμβάνει ενδεικτικά το σύνολο των παραπάνω, αλλά και άλλων ισοδύναμων φαινομένων, δεν είναι δα και προς θανάτου. Πίσω από όλα αυτά τα φαινόμενα της παρακμής και της υπανάπτυξης βρίσκονται νοοτροπίες και πίσω από αυτές ο σκληρός πυρήνας μιας χωλής, μιας αυτοκαταστροφικής παιδείας που οι ρίζες της αντλούν δύναμη και ζωή αμέτρητες δεκαετίες. Ενα σύνολο δογμάτων αντιλήψεων και συμπεριφορών που εκπέμπονται από παντού και διαχέονται στην κοινωνία, που διαμορφώνουν και αναπαράγουν πλειοψηφικά μια αναχρονιστική κουλτούρα.

Ας μετακινηθούμε στον χώρο της κοινωνίας. Στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα πραγματώθηκε μια καθοριστική εξέλιξη για τον δυτικό πολιτισμό μας που ενίσχυσε αποφασιστικά τον ατομοκεντρισμό, συχνά τον άκρατο δίχως αναστολές εγωισμό. Αυτόν που υπέσκαπτε αξίες και αρχές, όπως του δημοσίου συμφέροντος, της κοινωνικής ευθύνης ή της αλληλεγγύης, ακόμη και της Δικαιοσύνης. Στην ελληνική εκδοχή της καλλιεργούσε επιπλέον έναν αμοραλισμό που περιστρεφόταν γύρω από το κέρδος, την επαγγελματική επιτυχία, και συγχρόνως νομιμοποιούσε την ήσσονα προσπάθεια και το βόλεμα, την ευκαιριακή επιτυχία και την αρπαχτή, απέναντι στους βλάκες που μοχθούν, επιμένουν με συνέπεια, σέβονται θεσμούς, επιχειρηματική ή εργασιακή δεοντολογία. Αποτέλεσμα η σταδιακή αποσάρθρωση των σχέσεων του πολίτη με την κοινωνία, η επιδείνωση των σχέσεών του με την πολιτεία. Η διάψευση οραμάτων και ο συνακόλουθος κατακερματισμός συλλογικοτήτων, έσπρωχναν συγχρόνως προς την ίδιας ποιότητας ατομοκεντρική κατεύθυνση σε βάρος της κοινωνικής ευθύνης. Το ίδιο και η θεαματική μεγέθυνση, ποσοτική και ποιοτική, της μεσαίας τάξης που τόνωνε την αυτοπεποίθησή της και την κεντρική της επιθυμία: να παίξει νέους ρόλους και ανυπόμονα να ανεβεί στα πιο πάνω σκαλοπάτια. Τι σήμαινε όμως άνοδος ήταν κάτι χλωμό ή ελάχιστα αποσαφηνισμένο, όταν ξέφευγε από τα όρια του υλικού πλούτου και της κοινωνικής αναγνωρισιμότητας. Μια εξέλιξη διαρκών μετασχηματισμών στην οικονομία και στην κοινωνία δεν άργησε να γεννήσει ερωτήματα, νέα ζητήματα συλλογικών ή ατομικών ταυτοτήτων. Ποιοι είμαστε, πού ανήκουμε, μπορούμε με ταξικά ή εισοδηματικά κριτήρια να δώσουμε όπως παλιά απάντηση σε μια τόσο πολυσύνθετη πραγματικότητα; Τι αφήνουμε πίσω μας και τι αναθεωρούμε, τι επιδιώκουμε για το αύριό μας.

Η προσπάθεια σύζευξης της συνέχειας και της ανανέωσης του πολιτισμού μας είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί συνδέεται άρρηκτα με την ατομική και συλλογική ταυτότητά μας. Συνέχειας όμως ποιων ιδεών και με τι νοηματοδοτήσεις; Ανανέωσης με ποια περιεχόμενα; Ελληνική κουλτούρα και εθνική ταυτότητα περπάτησαν χέρι χέρι για τη διαμόρφωση του κράτους-έθνους στον 19ο αιώνα. Μπορεί όμως αυτή η κουλτούρα να είναι εξίσου χρήσιμη για το εθνικό και κοινωνικό συμφέρον στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα;

Για παράδειγμα: επί δεκαετίες η πολιτική ιστορία μας σφραγίσθηκε από τις παρεμβάσεις των ξένων δυνάμεων. Πολύ γρήγορα διαμορφώθηκε η άποψη ότι για οποιοδήποτε κακό έφταιγαν πάντα οι άλλοι. Συνέτρεχε ανέκαθεν από κοντά κι αυτή η στρεβλή αντίληψη ευθιξίας και υπερηφάνειας, στην οποία η αυτοκριτική δεν είχε θέση, ακυρώνοντας έτσι κάθε δυνατότητα αυτογνωσίας. Μπορούμε όμως να εξακολουθούμε μετά τη μεταπολίτευση να αναζητούμε την ευθύνη στους άλλους για όποια αρνητική εξέλιξη είχαμε στον δημόσιο χώρο τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια; Εντούτοις το στερεότυπο εξακολουθεί για μεγάλη μερίδα της κοινωνίας μας να ισχύει. Πάντα φταίνε -εντός ή εκτός των τειχών- κάποιοι άλλοι. Θα μπορούσα να αναφερθώ και σε άλλα παραδείγματα αυτής της κουλτούρας, όπως στο «κράτος διαχρονικό δυνάστη», διάδοχο της Πύλης του σουλτάνου ή στο «κράτος που αδιακρίτως οφείλει να προσφέρει ανεξαρτήτως κριτηρίων ή πραγματικών δυνατοτήτων».

Η εθνική ή κοινωνική συσπείρωση αναζητεί αμυντικά πρωτίστως έναν αντίπαλο, δευτερευόντως στοιχίζεται με συνέπεια πίσω από έναν στόχο. Τα φωτεινά παραδείγματα αποτελούν εξαιρέσεις. Οι πολίτες ή οι φορείς που τους εκφράζουν σπάνια κάνουν την αυτοκριτική τους και όταν την κάνουν ακόμη πιο σπάνια πραγματικά αλλάζουν. Εξυπηρετούν ευκαιριακά κυρίως εντυπώσεις. Οσο κανένα άλλο θέμα δεν συγκαλύπτεται ή δεν αποσιωπάται στον δημόσιο χώρο, όπως αυτό της συνευθύνης της κοινωνίας για παθογένειες, στρεβλώσεις και αγκυλώσεις, προκειμένου να μην γίνουμε δυσάρεστοι στα κάθε λογής ακροατήριά μας.

Η αυτοδύναμη κοινωνία
Η μελαγχολική διαπίστωσή είναι ότι η κουλτούρα που είχαμε στη διάθεσή μας δεν στάθηκε ικανή να προτάξει αντίβαρα και να μετασχηματίσει την ευάλωτη κοινωνία σε αυτοδύναμη κοινωνία. Αντίβαρα αντλώντας από το διαχρονικό οπλοστάσιο του πολιτισμού -εθνικού ή ευρωπαϊκού- αρετές αποξεχασμένες και εμπλουτίζοντας τες με νέα περιεχόμενα για τη διαμόρφωση της σύγχρονης ταυτότητάς μας. Το αίτημα για κριτική στάση και αυτογνωσία παραμένει ανικανοποίητο. Το δίλημμα λαϊκισμός ή επινόηση νέων νοημάτων, στόχων, εργαλείων εξακολουθεί να ισχύει. Πίσω από αυτόν τον ανήμπορο υπαρκτό πολιτισμό κρύβεται πάλι μια χωλή παιδεία. Ας δούμε τέλος τι συμβαίνει στον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών.

Ανάμεσα στις αλλαγές που δρομολόγησε η παγκοσμιοποίηση και οι νέες τεχνολογίες θέση ξεχωριστή έχει η τάση ομογενοποίησης των πολιτισμών μας με μια σταθερή συρρίκνωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους και την ανάδειξη, αλλά και επιβολή μιας κουλτούρας -ενός τρόπου σκέψης μιας στάσης ζωής -που υποβοηθά το δικό της νεοφιλελεύθερο σύστημα και τα συμφέροντά του. Μεταξύ των αξιών του ευρωπαϊκού πολιτισμού θέση ξεχωριστή κατέχει εκείνη της αυτονομίας του δημιουργού, δηλαδή της αυτονομίας του χώρου του πολιτισμού, απέναντι π. χ. στον χώρο της οικονομίας που υπακούει σε άλλους κανόνες. Αυτή η αυτονομία βάλλεται. Η αγορά διεκδικεί και εξασφαλίζει ρόλο. Το κέρδος γίνεται ρυθμιστικός παράγων, μοχλός στρεβλώσεων στην παραγωγή, στη διάχυση και στην προσβασιμότητα των πολιτιστικών προϊόντων. Ο πολυφωνικός πολιτισμός της Ευρώπης που τον συνθέτουν οι λαοί της με την αυτονομία της ταυτότητάς τους και αποτελεί πηγή έμπνευσης, δημιουργικότητας και κριτικής στάσης απειλείται. Ο φόβος είναι διάχυτος σε όλες τις κοινωνίες, γιατί αγγίζει το τελευταίο καταφύγιο της ατομικότητας των πολιτών, την εθνική ταυτότητά τους. Σίγουρο είναι ότι δεν είμαστε μια έρημη χώρα. Είναι εντυπωσιακό πόσοι είναι αυτοί που επιμένουν. Πόσες ιδέες, θέσεις, προτάσεις διατυπώνονται για όσα αλλάζουν ή συμβαίνουν και δοκιμάζουν ή πετυχαίνουν να δώσουν απαντήσεις. Πόση δημιουργικότητα καταγράφεται στον χώρο των τεχνών. Υπάρχει παραγωγή που προσφέρεται με προσπάθεια, με υπομονή, με οικονομικές δυσχέρειες. Ομως διαχέεται, ζυμώνεται, επηρεάζει αποδέκτες μέσα στα στενά όρια ενός μικρόκοσμου ή έστω ενός μειοψηφικού υποσύνολου της κοινωνίας.

Κατά καιρούς επισημαίνονται σειρά προβλημάτων που επιζητούνε λύση. Εστω ότι όλα τα ζητήματα αυτόνομης δημιουργίας, διεύρυνσης των αναγκαίων θεσμών, δυνατότητας πρόσβασης σε όλο και περισσοτέρους πολίτες, ευρύτερης πληροφόρησης, αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών και των δικτύων απαντιούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Εστω ότι οι δημιουργοί είναι από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές ικανοποιημένοι. Όμως αν το προσφερόμενο πολιτιστικό προϊόν δεν βρίσκει αποδέκτες; Το κρίσιμο ζητούμενο για μια βιώσιμη προοπτική της αυτονομίας του δημιουργού και της ανατροφοδότησης της δημιουργικότητάς του είναι η μεγαλύτερη δυνατή διεύρυνση της κοινωνικής βάσης των αποδεκτών της. Οχι γενικά και αφηρημένα με το επιχείρημα ότι τα προϊόντα προσφέρονται σε όλους, αλλά με τη διαπίστωση ότι αυξάνεται διαρκώς ο κύκλος των ενδιαφερομένων. Οτι ο κόσμος τα επιζητεί. Οτι πληθαίνουν αυτοί που αναβαθμίζουν τα γράμματα και τις τέχνες σε πρώτης γραμμής ανάγκη της ζωής τους. Οτι επικοινωνούν ουσιαστικά μαζί τους και αποκαθιστούν μια διαρκή σχέση διαλόγου και προβληματισμού που υπηρετεί την αισθητική απόλαυσή τους, αγγίζει ευαισθησίες, αλλά συγχρόνως και συμβάλλει στην προσωπική τους ολοκλήρωση. Με ποιους τρόπους καθίσταται δυνατή αυτή η προοπτική για όλους;

Η απάντηση είναι η καλλιέργεια της κοινωνίας, η δημιουργία αναχωμάτων στον πολιτισμικό πολτό που αγοραία μάς κατακλύζει πανταχόθεν, δηλαδή ακόμη μια φορά η παιδεία Τα αρνητικά φαινόμενα που επεσήμανα μαζί με ανάλογες παθογένειες του χώρου της οικονομίας αλληλοτροφοδοτούνται, συναρθρώνονται πάνω σε μια αναχρονιστική κουλτούρα, έχουν κοινό παρονομαστή μια ανεπαρκή μια στρεβλή παιδεία. Χαρακτηρίζουν άραγε την πολιτικοκοινωνική ταυτότητα της χώρας μας στο σύνολό της; Οχι βέβαια. Ομως στην αντίπερα όχθη τους οι υπάρχουσες δυνάμεις μειοψηφούν, αδυνατούν να επιφέρουν μια ολική ανατροπή παρά τις κατά καιρούς ή τις διαχρονικές προσπάθειές τους. Νομίζω ότι είναι προφανές ότι τα γράμματα και οι τέχνες δεν μπορούν από μόνες τους να ανατρέψουν αυτήν την κατάσταση. Αλλά δεν είναι και δυνατή ερήμην της παιδευτικής τους λειτουργίας η ανατροπή της.

Εθνικό αφήγημα
Τελευταία εν μέσω κρίσης ακούγεται το αίτημα για την ανάγκη ενός εθνικού αφηγήματος, παράλληλα προς την προσπάθεια εξόδου από την κρίση. Δεν μπορεί να υπάρξει ένα αξιόπιστο αφήγημα, χωρίς να έχει στον πυρήνα του μία ευρύτερη πολιτική πολιτισμού που πέρα από την αδιαμφισβήτητη διαχείριση της πολιτισμικής κληρονομιάς μας, θα συμβάλει στο σήμερα της πολιτισμικής ταυτότητάς μας, στο κτίσιμο μιας σύγχρονης κουλτούρας και θα έχει ως αφετηρία την παιδεία. Μια παιδεία που δεν θα κυνηγά μόνο τις επιδόσεις για να κάνει τους νέους μας ανταγωνιστικούς σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, αλλά θα διαχέει μια ευρύτερη αξιακή κουλτούρα σε όλο και πιο πολλούς, με όλο και περισσότερα περιεχόμενα και μέσα. Που θα διευρύνει τους συλλογικούς και ατομικούς ορίζοντες, τις δυνατότητες αυτοπραγμάτωσής μας. Μια παιδεία που δεν θα παρέχεται μόνο από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, αλλά από τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, τον οιοδήποτε διαμορφωτή της κοινής γνώμης, από τον πολιτικό και τον κριτικό αναλυτή μέχρι τα νέα κοινωνικά κινήματα και τους μη κυβερνητικούς οργανισμούς.

Χρειάζεται δημόσιος διάλογος με επιμονή, με διάθεση να ακούσουμε τις αλήθειες των άλλων μέχρι να βρούμε τον δρόμο μας ή τους παράλληλους δρόμους, εφόσον ο ένας δεν θα ακυρώνει τον άλλο. 

Να φέρουμε στο προσκήνιο ένα αξιακό αντίβαρο απέναντι στις αγοραίες αντιλήψεις. 
Να αποκαταστήσουμε την ηθική στάση ως ζωτική ανάγκη. 
Να καλλιεργήσουμε την κριτική ματιά, να συνδράμουμε στην προσωπική και στη συλλογική μας αυτογνωσία. 

Οι καιροί μάς καλούν να αναμετρηθούμε με τους εαυτούς μας και μια κουλτούρα που αναπαράγει αδιέξοδα και διαψεύσεις. Δεν μας λείπουν οι άνθρωποι, δεν μας λείπουν οι ιδέες. Λείπει αυτή η σπάνια συγκυρία που όλοι μαζί θα πέσουν ενσυνείδητα και ομόψυχα σε μια τέτοια προσπάθεια για να κινητοποιήσουν την κοινωνία να πραγματοποιήσει μια μεγάλη πολιτισμική ανατροπή και να ανοίξει τους νέους δρόμους. 

Η κρίση είναι μία ευκαιρία για να χτίσουμε αυτήν τη συγκυρία.

Του Νίκου Θέμελη ( Ο κ. Νίκος Θέμελης είναι συγγραφέας)
9.1.2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ShareThis