Σεμνός και με την αγωνία του νέου καλλιτέχνη, ο Γιάννης Μόραλης έμεινε πιστός ώς το τέλος στην αγαπημένη του ζωγραφική
«Η ζωγραφική είναι άχραντο μυστήριο, όπως ο έρωτας. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι σε έκανε να παραδοθείς έτσι σε έναν άνθρωπο, όπως ποτέ δεν ξέρεις τι σου καθοδηγεί το χέρι στον καμβά. Ποια μυστική δύναμη...».
Ο Γιάννης Μόραλης μιλούσε για τον χρωστήρα με αυτή την άσβεστη σπίθα για ζωή, μεταφυσική σοφία και απέραντη συγκίνηση όταν δεν μπορούσε πια να ζωγραφίσει. Τα τελευταία χρόνια, ο γιατρός του τού είχε απαγορεύσει να καταπιάνεται με τα πινέλα και τα χρώματα. Εκείνος είχε κρεμάσει μεταξοτυπίες στους τοίχους του εργαστηρίου, για να μη μοιάζουν αδειανοί. Παρ' όλα αυτά, τόσο στην Αθήνα όσο και στην Αίγινα, δεν υπήρχε ένα πρωινό που να μην περάσει από το ατελιέ του, με την προσήλωση και την ταπεινότητα του προσκυνητή για τον νοερό τόπο που τόσο αγάπησε: τη ζωγραφική.
Διατήρησε αυτή την ανυπόκριτη σεμνότητα, μια ολόκληρη ζωή. Ακόμα και στα 90 του χρόνια, μετά τα εγκαίνια της τελευταίας μεγάλης έκθεσης με λάδια τον Νοέμβριο του 2006 στην γκαλερί Ζουμπουλάκη, αφού είχε ξεναγήσει τον τότε πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή, ρωτούσε χαμηλόφωνα τη Δάφνη, κόρη της Πέγκυς Ζουμπουλάκη: «Τελικά ήταν καλά τα έργα;». Υπήρχε ακόμα μέσα του η αγωνία, η λαχτάρα, η φρεσκάδα της ματιάς ενός νέου καλλιτέχνη, όχι ενός καταξιωμένου μαΐστορα. Δεν είχε απαντήσεις, είχε ερωτήματα.
Θυμάμαι την πρώτη μας γνωριμία. Στο ασανσέρ του Μουσείου Μπενάκη στο Κολωνάκι μαζί με τον Γιάννη Παππά. Δύο κομψοί ηλικιωμένοι κύριοι που αντάλλαζαν πειράγματα με τη σκανταλιάρικη διάθεση εφήβων και ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Ξανασυναντηθήκαμε δεκάδες φορές: σαββατιάτικα πρωινά στην γκαλερί, μεσημεριανά στου Φιλίππου, στο ατελιέ της Αίγινας. Ηταν πάντα καλοντυμένος, ευδιάθετος, ενήμερος για ό,τι συνέβαινε στη χώρα και το εξωτερικό. Ακόμα και τις τελευταίες μέρες της ζωής του, ζητούσε να του αγοράσουν την «Καθημερινή». Δεν είχε το κουράγιο να την κρατήσει αλλά την είχε δίπλα του στο κρεβάτι, για συντροφιά, όπως έναν αγαπημένο φίλο. Ζητούσε από τον οδηγό του, Πασχάλη Νασιούδη (τον «κύριο Γενικό» όπως τον έλεγε χαριτωμένα), να του διαβάσει, πρώτα απ' όλα, την αρθρογραφία του Αντώνη Καρκαγιάννη.
Αγγελος κι αυτός
Μιλούσε για τον θάνατο, γλυκά και καταδεκτικά. Αλλωστε, τα τελευταία χρόνια είχε χάσει όλους τους συνοδοιπόρους του. Περισσότερο απ' όλους, του έλειπε ο Γιάννης Τσαρούχης και το θεσπέσιο χιούμορ του. Το καλοκαίρι του 2008, ο Γιάννης Μόραλης μας έλεγε στο σπίτι του στην Αίγινα ότι σε λίγο θα γίνει και αυτός ένας άγγελος, όπως οι άγγελοι που ζωγράφισε στα έργα του. Τον πρώτο, τον είχε σχεδιάσει σε ηλικία 4 ετών. Είχε πάρει μπογιές και πινέλα από μια θεία του που ήταν ερασιτέχνης ζωγράφος. Οταν έχασε μερικά σωληνάρια, έφτιαξε ένα ανθρωπάκι με φωτοστέφανο για να του τα φέρει πίσω. Το θαύμα έγινε... Και από τότε, οι μορφές των αγγέλων τον συντρόφευαν σε ζωή και τέχνη.
Μια από τις τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις του ήταν τον Ιούνιο του 2008 στην Ανδρο. Λίγο πριν από τα εγκαίνια της αναδρομικής του από το Μουσείο Γουλανδρή, μπήκε σε ελικόπτερο που τον μετέφερε από την Αίγινα στο Κυκλαδονήσι. Στη διαδρομή, χαιρόταν σαν μικρό παιδί. Ηρθε, είδε τους πίνακές του και αποχώρησε πριν φτάσει ο κόσμος και οι επίσημοι.
«Οταν μπορούσα να τα βγάλω πέρα οικονομικά, δεν τα πουλούσα τα έργα μου. Κάποια έχουν φύγει. Είναι σαν να τα έχω προδώσει. Εχω προδώσει το βλέμμα τους...» έλεγε τότε στους δημοσιογράφους.
Αντίο, Δάσκαλε. Μας λείπεις ήδη...
Με τα λόγια του
Για τη ζωγραφική
«Η ζωγραφική δεν είναι έτοιμη, δηλαδή δεν υπάρχει στη φύση για να την πάρεις και να την αντιγράψεις. Πρέπει να δημιουργήσεις μια σύνθεση. Παίρνεις τα στοιχεία από τη φύση, τα οργανώνεις και τα ισορροπείς».
Για τη γενιά του '30
«Η γενιά του '30 είχε ζήσει τι θα πει πόλεμος. Ετσι υπήρχε η δίψα για ζωή και καινούργια πράγματα. Μετά τις καταστροφές και τις δυστυχίες, υπάρχει κοσμογονία. Τότε, ήταν απολύτως φυσικό να έχεις αναζητήσεις και να προσπαθείς να κατακτήσεις το νέο παρέα με τους συνομηλίκους σου. Θα σας δώσω το παράδειγμα του ελληνικού χοροδράματος που όλοι είχαμε συνεργαστεί. Είχαμε κάνει σκηνικά και ο Τσαρούχης και ο Χατζηκυριάκος και η αφεντιά μου. Ημασταν ένα. Μια οικογένεια. Υπήρχε ντομπροσύνη».
«Η γενιά του '30 είχε ζήσει τι θα πει πόλεμος. Ετσι υπήρχε η δίψα για ζωή και καινούργια πράγματα. Μετά τις καταστροφές και τις δυστυχίες, υπάρχει κοσμογονία. Τότε, ήταν απολύτως φυσικό να έχεις αναζητήσεις και να προσπαθείς να κατακτήσεις το νέο παρέα με τους συνομηλίκους σου. Θα σας δώσω το παράδειγμα του ελληνικού χοροδράματος που όλοι είχαμε συνεργαστεί. Είχαμε κάνει σκηνικά και ο Τσαρούχης και ο Χατζηκυριάκος και η αφεντιά μου. Ημασταν ένα. Μια οικογένεια. Υπήρχε ντομπροσύνη».
Της Μαργαριτας Πουρναρα
Πηγή Καθημερινή
25.12.09
*Στη φωτό Ο Μόραλης με τον Χατζηκυριάκο Γκίκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου