Γράφει μυθιστορήματα που σχολιάζουν κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές συμπεριφορές, αντλώντας πάντα την ιστορία της από ένα υπαρκτό πρόσωπο. Αυτή τη φορά η Ρέα Γαλανάκη στο νέο της βιβλίο «Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα» (εκδ. Καστανιώτης) έχει για αρχικό υλικό ένα προφορικό μύθο στην Κρήτη από την εποχή της Αναγέννησης. Εναν μύθο που συνταιριάζει το πρόσωπο του Ιούδα με την ιστορία του Οιδίποδα. Ο αναγνώστης διαβάζει παράλληλα πώς αντιμετωπίστηκε τότε ο ξένος και ο διαφορετικός, πώς προσωποποιήθηκε ο κακός, με τις συνθήκες που επικρατούν στο γύρισμα της χιλιετίας σ’ ένα ορεινό χωριό της Κρήτης, όπου κυριαρχεί η παντοκρατορία της οπλοφορίας και της οπλοχρησίας, το βρώμικο χρήμα, ο παράνομος πλουτισμός, οι συντηρητικές αντιλήψεις. Ενα χωριό που παραπέμπει, χωρίς να ονομάζεται, σε όσα συνέβησαν το προηγούμενο διάστημα στην περιοχή των Ζωνιανών. «Είμαι ένας άνθρωπος που σκέφτεται πολιτικά, και συνεχίζει να με ενδιαφέρει αυτό. Τη σύγχρονη ανάλυση προσπαθώ να την εξισορροπήσω με το μυθικό μέρος», λέει στην κουβέντα που κάναμε στο σπίτι της στην Αθήνα, γεμάτο παλιά έπιπλα και αντικείμενα, αγαπημένους πίνακες ζωγραφικής, εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία. Μια κουβέντα που δεν έμεινε μόνο στις σελίδες του βιβλίου, αφού έτσι κι αλλιώς σ’ αυτές τις σελίδες βρίσκονται πολλές αναφορές για τις «ασθένειες» των σύγχρονων κοινωνιών. Κι όχι μόνο των ορεινών της Κρήτης.
– Κυριαρχούν οι μύθοι, οι προκαταλήψεις και ο τρόπος που αυτά βασανίζουν τους ανθρώπους στο βιβλίο σας. Πώς λειτουργούν -αν λειτουργούν- σήμερα οι παλιοί μύθοι;
– Στο βάθος του καθενός μας λειτουργούν πάρα πολλοί μύθοι. Προκειμένου να συγκροτήσουμε την εικόνα μας, προκειμένου να έχουμε την αυτογνωσία μας, δουλεύουμε και με όσα υπάρχουν γύρω μας, με τις γνώσεις μας, αλλά και με μύθους, που είναι άχρονοι και γι’ αυτό είναι εξαιρετικά ισχυροί. Νομίζω ότι οι μύθοι ακριβώς επειδή είναι άχρονοι ξαναχρησιμοποιούνται. Λόγου χάριν αυτή η συσχέτιση του Ιούδα με τον Οιδίποδα έγινε τον καιρό της Αναγέννησης από κληρικό λατινοτραφή. Δηλαδή όταν η Δύση ανακαλύπτει πάλι την αρχαιότητα και προφανώς μέσα από διάφορες μετακινήσεις των Εβραίων προς Ανατολάς, δημιουργείται ένας μύθος που τους ορίζει ως το πρότυπο του κακού. Είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα για να δούμε πώς ξαναχρησιμοποιούνται οι μύθοι. Προφανώς στις μέρες μας έχουμε πολύ ισχυρούς μύθους και ιδεολογήματα που κατά καιρούς προσαρμόζονται και παίρνουν άλλη μορφή. Δηλαδή οι κοινωνικοί ταγοί χρησιμοποιούν τους μύθους για να ενώσουν και να αγγίξουν συναισθηματικά τον κόσμο στον οποίο απευθύνονται.
– Ποιοι είναι οι δαίμονες του σήμερα, δηλαδή από τι κινδυνεύει ιδεολογικά η σύγχρονη ελληνική κοινωνία;
– Νομίζω ότι η ελληνική κοινωνία κινδυνεύει από την άκρα συντηρητικοποίηση, από την υποτίμηση της δημοκρατίας και των δημοκρατικών θεσμών, από την απολιτική σκέψη των επόμενων γενεών σε μεγάλο βαθμό, που είναι εξεγερσιακή και καλά κάνει, αλλά πρέπει να εξελιχθεί σε πολιτική για να είναι ουσιαστική. Στον χώρο του βιβλίου και της τέχνης βλέπω πολλά φαινόμενα λογοκρισίας, που πριν από 30 χρόνια ήταν αδιανόητα, αλλά ήταν κανόνας πριν από 60 χρόνια. Βλέπω μια όλο και πιο συντηρητική στάση ανθρώπων, κομμάτων, σκέψης.
Στο μεταίχμιο του 2000
– Επειτα από καιρό δεν αντλείτε τη μυθοπλασία σας από ιστορικά πρόσωπα, αλλά καταφεύγετε σε μύθους. Υπήρχε κάποιος λόγος;
– Ηθελα πάρα πολύ να δουλέψω με τη σύγχρονη Κρήτη και προκειμένου να ασχοληθώ με τον σύγχρονο ρατσισμό, ένας κλάδος του οποίου είναι ο αντισημιτισμός, στηρίχθηκα σ’ αυτό τον μύθο που θεωρεί τον Ιούδα ως τον φορέα του απόλυτου κακού και προσπάθησα να ανιχνεύσω τα βάθη αυτού του ιδεολογήματος, συνδυάζοντας τον μύθο και μια πολύ σύγχρονη κοινωνική κατάσταση. Ισως είναι το πρώτο μου βιβλίο που αντί να στηρίζομαι σε ιστορικά γεγονότα, δουλεύω μ’ ένα μύθο πάρα πολύ ισχυρό, γιατί η ένωση του Ιούδα με τον Οιδίποδα βγάζει σπίθες, όσο κι αν είναι κακέκτυπο της αρχαίας τραγωδίας. Δεν έχω δηλαδή αυτή τη φορά αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα και δεδομένα, αλλά έχω μια μυθοπλασία σ’ ένα σημερινό ανώνυμο χωριό μαζί με το μυθικό υπόβαθρο μιας ιδεολογίας που κυριαρχεί σ’ αυτό το χωριό, και είναι άκρως συντηρητική και ρατσιστική.
Παραδόσεις και μύθοι
– Περιγράφετε μάλλον μελαγχολικά μια κοινωνία που επενδύει στον εύκολο πλουτισμό και χρησιμοποιεί τις παραδόσεις κακοχωνεμένα...
– Θα ’λεγα ότι χρησιμοποιεί τις παραδόσεις όπως κάποιοι χρησιμοποιούν τους μύθους. Χρησιμοποιεί την παράδοση, εν προκειμένω της εύκολης οπλοκατοχής και ακόμη ευκολότερης οπλοχρησίας προκειμένου να καλύψουν σκοτεινές υποθέσεις. Και προκειμένου να κάνουν επίδειξη ενός πλούτου που σε πολλές περιπτώσεις είναι παράνομος. Εχει ξεφύγει δηλαδή το χωριό από την οικονομία που είχε ως και πριν από 30-40 χρόνια και έχει προχωρήσει προς μια άλλη πηγή πλουτισμού παράνομη, η οποία έχει φέρει τρομακτικές συνέπειες στον κοινωνικό ιστό. Τον έχει διαλύσει και τον έχει ανασυνθέσει με άλλες δομές. Εμένα μ’ ενδιέφερε πάρα πολύ να μη δω αυτές τις κοινωνίες ως κάτι το ενιαίο και το μονολιθικό, αλλά να αναδείξω και τις επιμέρους δυνάμεις αντίστασης. Μ’ ενδιέφερε η διαδικασία μετάλλαξης αυτού του ορεινού πολιτισμού. Ηθελα να δω από τον πλούτο αυτό των μορφών, των συγκρούσεων, των σχέσεων τι μένει...
– Μένει;
– Νομίζω ότι μένει και πάντα μ’ ενδιαφέρει όταν ασχολούμαι με κάτι να βλέπω και τη σύγκρουση με το αντίθετό του. Μ’ ενδιαφέρει να δω στον περίγυρό του με τι συγκρούεται, ποια δυναμική αναπτύσσεται. Ακόμα κι αν είναι χαμένες από χέρι αυτές οι μικρές μάχες, έχουν πάρα πολύ ενδιαφέρον και μας βοηθάει να μη βλέπουμε τα πράγματα μονολιθικά. Ομως αν υπάρχει ένα μικρό είδος κάθαρσης σ’ αυτό το βιβλίο είναι η νεαρή γυναίκα, που φεύγει έχοντας ξεπεράσει, όσο έχει ξεπεράσει, τους φόβους της. Αλλά καταφέρνει στο τέλος να τους ελέγξει βλέποντας ορισμένες φωτεινές πλευρές αυτού του παραδοσιακού πολιτισμού και ταυτιζόμενη μαζί τους. Δηλαδή πολεμάει το σκοτάδι του φόβου με αχτίδες φωτός που υπάρχουν μέσα στην κοινωνία.
«Εγώ αντέδρασα»
– Λέτε πολύ σκληρά πράγματα για την Κρήτη, για τους ανθρώπους και τις συμπεριφορές τους. Πιστεύετε ότι θα έχετε αντιδράσεις;
– Αυτό δεν είναι θέμα δικό μου. Νομίζω μάλιστα ότι τα ΜΜΕ έχουν πει απείρως χειρότερα και μάλιστα χωρίς ν’ αφήσουν καμιά αχτίδα φωτός, καμιά ελπίδα. Εγώ αντέδρασα σ’ αυτή την εικόνα και θέλησα να δω και τι αντιμάχεται το κακό. Ισως κάποιοι δυσαρεστηθούν, αλλά πιστεύω ότι οι σοβαρότεροι θα ευχαριστηθούν.
– Νομίζετε ότι έχετε «καθαρίσει» μυθιστορηματικά με την Κρήτη;
– Α, δεν το ξέρω αυτό. Οταν τελειώνω ένα βιβλίο δεν ξέρω ποιο θα είναι το επόμενο. Καμιά φορά βέβαια παρατηρώ ότι το επόμενο είναι ήδη εγκιβωτισμένο στο προηγούμενο, αλλά για να το διακρίνω καθαρά πρέπει να περάσει λίγος καιρός. Για παράδειγμα, γράφοντας τον Ισμαήλ Φερίκ Πασά ήταν βέβαιο ότι κάπου θα μου έβγαινε και ο Λουί, γιατί ήθελα να δω τι σημαίνει και το δυτικό πρόσωπο.
«Αποκαλύπτομαι μπροστά στην αξιοσύνη και την ταπεινότητα των ξένων»
– Εχει ιδιαίτερη θέση στο βιβλίο ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τους ξένους. Εχουμε βελτιωθεί ως κοινωνία σ’ αυτό τον τομέα;
– Αν δεχτούμε ότι υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις, τους αντιμετωπίζουμε μ’ έναν άθλιο τρόπο τους ξένους. Νομίζω ότι είμαστε από τις λίγες χώρες που έχουν μια τόσο σκληρή στάση. Λείπει κάθε έννοια σεβασμού και ισονομίας που υποφέρουν. Δεν λέω να γίνουν αμέσως πολίτες της χώρας, ή να συγγενέψεις μαζί τους που αυτό είναι ένα τεράστιο ταμπού που γεφυρώνεται έπειτα από πολλές γενιές, αλλά οφείλεις να συμπεριφέρεσαι ανθρώπινα. Αλλά τα παιδιά που έχουν πάρει ελληνική μόρφωση, έχουν πάει σε ελληνικά σχολεία, θα πρέπει να θεωρούνται Ελληνες. Νομίζω ότι είναι το λιγότερο που πρέπει να κάνει αυτή η κυβέρνηση. Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους είναι εξαιρετικά άξιοι και αποκαλύπτομαι μπροστά στην αξιοσύνη και την ταπεινότητα αυτών των ανθρώπων, στη λιτότητα με την οποία ζουν προκειμένου να μπορέσουν να επιβιώσουν που με εντυπωσιάζουν γιατί ήταν ένας τρόπος που κάποτε ζούσαν οι Ελληνες. Είναι σαν να βλέπω μια ασπρόμαυρη ταινία του ’50.
– Στο βιβλίο είναι παρούσα η ιδεολογική βία και η βία των όπλων, που όμως δεν εντοπίζεται μόνο στην Κρήτη...
– Είναι αλλιώτικη η χρήση της βίας στις πόλεις με το λεγόμενο αντάρτικο πόλεων. Γύρω μας υπάρχει όλο και περισσότερο αυτή η βία, στην οποία είμαι εντελώς αντίθετη. Για την ακρίβεια την βρίσκω δειλή. Ο άνθρωπος που έχει ένα δίκιο το διεκδικεί ανοικτά. Ακόμα και στην περίφημη κρητική βεντέτα, ο θύτης πριν εκτελέσει το θύμα του, όφειλε να φωνάξει τ’ όνομά του για να γυρίσει να τον δει κι αν μπορέσει να φύγει. Οταν βγαίνει κανείς από έναν τέτοιο πολιτισμό, τότε νομίζω ότι το να λειτουργεί κανείς στα ξαφνικά με κρυμμένα πρόσωπα, εναντίον ανθρώπων που απλώς κάνουν τη δουλειά τους δεν έχει μια ανδρειοσύνη που εγώ θα ήθελα. Κι επίσης δεν συμφωνώ καθόλου με την κατηγοριοποίηση του εχθρού, π.χ. αυτός επειδή είναι αστυνομικός, στρατιώτης, μετανάστης, Εβραίος, κ.λπ. είναι κακός. Πρόκειται για μία κατηγοριοποίηση των ανθρώπων που απαλείφει την προσωπικότητα, την ελευθερία, τη δικαιοσύνη.
Συνέντευξη στην Ολγα Σελλα
Πηγή Καθημερινή
6.12.09
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου