|
Το κάστρο του Ρεθύμνου - Φωτό από dpgr.gr |
Ονειρευόμουν νεράιδες και θαλασσοσπηλιές την ώρα που με μισοξύπνησαν οι ακτίνες του ήλιου που ξετρύπωσαν πίσω από τα βράχια του ακρωτηρίου, εδώ στη νότια άκρη του Πλακιά, στην Κρήτη. Η βραδιά ήταν τόσο γλυκιά, και τα αστέρια τόσο λαμπερά, που αφήσαμε το αντίσκηνο μόνο του και απλώσαμε τους υπνόσακούς μας έξω στο ύπαιθρο, κάτω από τους γαλαξίες. Ως συνήθως ο Φρόντις, ο συνταξιδιώτης μου, είχε ξυπνήσει πριν από εμένα. Ανασκάλευε τα κάρβουνα της χθεσινοβραδινής φωτιάς και ένας μυρωδάτος ελληνικός καφές φούσκωνε στο μπρίκι που είχε χώσει ώς τη μέση μέσα στην καυτή στάχτη.
Η μοτοσικλέτα του ήταν κιόλας φορτωμένη. Βουλιαγμένος στη ζεστασιά του πουπουλένιου μου καταφυγίου, τον παρατηρούσα. Κάποια στιγμή σηκώθηκε, έβαλε τις μπότες του, κούμπωσε το μπουφάν του και φόρεσε το φουλάρι του. «Μα πού πάει...» σκέφτηκα, «ακόμα δεν ξημέρωσε καλά καλά». Ο Φρόντις τράβηξε το μπρίκι από τη στάχτη και ακούμπησε τον καφέ κάτω από τη μύτη μου. «Αφού δεν σε ξυπνάει ο ήλιος και τα πουλιά, αυτό θα σε ξυπνήσει σίγουρα», μου είπε, και πρόσθεσε πηγαίνοντας προς τη μοτοσικλέτα του: «Εγώ φεύγω τώρα, να προλάβω τα αρώματα των φαραγγιών, των αγρών και των ελαιώνων. Ελα να με βρεις όταν σηκωθείς, θα είμαι στο Ρέθυμνο, στη Φορτέτζα».
Το πιο μεγάλο κάστρο Εφτασα στο Ρέθυμνο λίγο πριν από το μεσημέρι. Πήγα κατευθείαν στο ενετικό κάστρο της πόλης και βρήκα τον Φρόντι ξαπλωμένο στα αγριολούλουδα και τα χορτάρια, να λιάζεται. Παρότι Απρίλιος, δεν ήταν κανείς άλλος εκεί, το τεράστιο κάστρο ήταν όλο δικό μας. Ξάπλωσα δίπλα του, πάτησα το rec στο κασετοφωνάκι μου, και να η ιστορία. «Με όλη αυτή την υπερεκμετάλλευση, είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε πώς ήταν αυτό το τοπίο το 1500 π.Χ., όταν ήρθαν εδώ οι πρώτοι άνθρωποι και έχτισαν τα σπίτια τους πάνω σε τούτο τον χαμηλό λόφο. Ποιοι ήταν και από πού ήρθαν μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ, αφού από την πρώτη μινωική πόλη δεν έχει ανακαλυφθεί παρά ένας μικρός λαξευτός τάφος. Το όνομα της πρώτης εκείνης πόλης, ωστόσο, πρέπει να έχει κάποια σχέση με το όνομα Ρίθυμνα, όπως ονομάστηκε η πόλη που αναπτύχθηκε εδώ στους μετα-ανακτορικούς και ιστορικούς χρόνους.
»Η αρχαία Ρίθυμνα υπήρχε σ’ όλη τη διάρκεια της κλασικής, της ρωμαϊκής και της βυζαντινής περιόδου, αλλά δεν ήταν καμιά σπουδαία πόλη, ούτε και σώθηκαν πολλές πληροφορίες γι’ αυτήν. Οταν όμως ήρθαν οι Βενετοί το 1204, έφτιαξαν εδώ ένα υποτυπώδες λιμάνι για την προστασία των πλοίων τους που παρέπλεαν τη βόρεια ακτή, και οχύρωσαν πρόχειρα τη μικρή πόλη που έχτισαν. Η ζωή κυλούσε ομαλά μέχρι το 1538, όταν ο τρομερός πειρατής Μπαρμπαρόσα επιτέθηκε στο Ρέθυμνο, με στόχο να το λεηλατήσει. Ο καλός Θεός και η πεισματική άμυνα της φρουράς έσωσαν τότε την πόλη, αλλά οι Βενετοί συνειδητοποίησαν ότι θα ήταν καλό να έχουν κι ένα ισχυρό τείχος να τους προστατεύει αν δεν ήθελαν να ξαναδούν τον χάρο με τα μάτια τους. Αρχισαν λοιπόν το 1540 να χτίζουν ένα τείχος σε ευθεία γραμμή, που ξεκινούσε από την ανατολική άκρη της πολιτείας και κατέληγε στη δυτική άκρη της, προστατεύοντάς την από τη μεριά της ξηράς.
»Δεν πρόλαβε καλά καλά να στεγνώσει η λάσπη στους αρμούς του και εμφανίστηκε ο εχθρός, αλλά, φευ, όχι από κει που τον περίμεναν... Ηταν ένας κακομοίρης Αλγερινός πειρατής, κάποιος Ολούτζ Αλή με το ασκέρι του, ο οποίος, όπως όλοι οι πειρατές, εμφανίστηκε από τη θάλασσα! Οταν οι Βενετοί συνειδητοποίησαν το λάθος τους να αφήσουν ανοχύρωτη την πόλη από την πλευρά της θάλασσας, ήταν ήδη πολύ αργά. Ο Ολούτζ Αλή αποβιβάστηκε στην αμμουδιά, κατέλαβε την πόλη διά περιπάτου, τη λεηλάτησε και φυσικά την έκαψε.
»Αυτή τη φορά οι Βενετοί έβαλαν μυαλό. Αφού πέρασαν δύο χρόνια ώσπου να συνέλθουν από την καταστροφή και το ρεζιλίκι, ξεκίνησαν να χτίζουν πάνω στον λόφο το μεγαλύτερο και πιο οχυρό κάστρο που είχαν κατασκευάσει μέχρι τότε στην Κρήτη. Το χτίσιμο κράτησε δέκα χρόνια και εργάστηκαν σ’ αυτό όλοι οι κάτοικοι της περιοχής, εκτελώντας συνολικά 77.000 αγγαρείες (καταναγκαστικά μεροκάματα). Ενίσχυσαν το τείχος με τέσσερις προμαχώνες και τρεις αιχμές, και το εξόπλισαν με πολλά κανόνια. Ετσι χτίστηκε αυτό το κάστρο, η περίφημη Φορτέτζα, που σώζεται μέχρι σήμερα σε άριστη κατάσταση.
»Ομως η Μοίρα είναι γεμάτη με σκοτεινούς υπόγειους διαδρόμους που δυναμιτίζουν τα θεμέλια των ανθρώπινων έργων και κάνουν ακόμα και τα πιο οχυρά κάστρα να μοιάζουν με παιδικά κάστρα στην άμμο. Μόλις 60 χρόνια πρόλαβαν να χαρούν την ασφάλεια του κάστρου τους οι Βενετοί. Το 1646, ο περήφανος Λέων της Βενετίας ποδοπατήθηκε σαν μυρμήγκι από τον “ελέφαντα” τουρκικό στρατό του Χουσεΐν πασά, μετά από 22 μέρες πολιορκίας. Η δύναμη είναι η πιο εύθραυστη ψευδαίσθηση του ανθρώπου. Αποκτιέται με δυσκολία, αλλά χάνεται μ’ ένα φύσημα του ανέμου...».
Σαν κήπος της Εδέμ
Το θαλασσινό αεράκι που τρύπωνε από τις πολεμίστρες και ξεπηδούσε πάνω από τα τείχη του κάστρου, ήταν σαν γλυκό χάδι. Ανακάτευε τα αγριολούλουδα. Ανακάτευε τα μαλλιά μας έτσι όπως ήμασταν ξαπλωμένοι μέσα στα αγριολούλουδα. Κουβαλούσε αλμύρα και υγρασία από το πέλαγος. Δεν μου αρέσουν τα κάστρα, γιατί είναι ποτισμένα με αίμα και δάκρυα. Αλλά τούτο εδώ, με τόσα λουλούδια, μοιάζει με μια γωνιά του Κήπου της Εδέμ. «Και τι απέγινε ο Χουσεΐν που τόσο πολύ ήθελε αυτό το κάστρο;» τον ρώτησα, παίζοντας στα χείλη μου μια κατακίτρινη μαργαρίτα. Ο Φρόντις φύσηξε την απάντησή του μέσα στους αυλούς μιας φυσαρμόνικας που έβγαλε από την τσέπη του μπουφάν του.
Νομίζω πως αναγνώρισα τη μελωδία του τραγουδιού «Dust in the wind»...
Του Στέφανου Ψημένου 16.4.2011 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου