«Η φέτα είναι σαν ασβέστης με αλάτι. Πραγματικά την τρώτε, ή τη φτιάχνετε μόνο για τους τουρίστες;». Αυτή είναι η ερώτηση της Σάμιαν απ’ την Ταϊλάνδη.
«Υπάρχει κάποιο κόλπο για να κάνεις το ταξί να σταματήσει; Αν σηκώσεις το χέρι σου δεν σταματάει κανένα, ούτε τα άδεια». Αυτή είναι η ερώτηση του Μάικλ απ’ το Νιου Τζέρσεϊ.
«Οι Ελληνες κάνετε παζάρι στον λογαριασμό στα εστιατόρια; Γιατί αν δεν κάνετε, είναι τόσο ακριβά που είναι απίστευτο». Αυτή είναι η ερώτηση της Αν απ’ την Αγγλία.
Είναι δύσκολο να κάνεις ρεπορτάζ με τους τουρίστες στην Αθήνα. Κυρίως γιατί πριν προλάβεις να ρωτήσεις οτιδήποτε, πρέπει πρώτα να απαντήσεις σε όλες αυτές τις ερωτήσεις που σε κάνουν να νιώθεις σαν εκπρόσωπος ιθαγενών. Το χειρότερο είναι πως οι τουρίστες – η Αν, η Σάμιαν, ο Μάικλ και οι υπόλοιποι που τριγυρνούν στην πόλη τώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, δεν θέλουν καθόλου να σε προσβάλλουν. Θέλουν μόνο μια λογική απάντηση για όλα τα παράλογα που τους συνέβησαν.
Η Σάμιαν έφαγε φέτα στην Πλάκα. Προφανώς πεπαλαιωμένη, αν κρίνω απ’ τη μυρωδιά ασβέστη και τη γλοιώδη υφή που περιγράφει. Η Αν πλήρωσε 112 ευρώ σ’ ένα ταβερνείο στου Ψυρρή για να της σερβίρουν «κεφτεδάκια της μαμάς» και «μπαρμπούνι με αμπελόφυλλα».
Κι ο Μάικλ έψαχνε τρία τέταρτα για ταξί στο Σύνταγμα μπροστά στη Βουλή. «Κάποιοι φρέναραν στιγμιαία», λέει, «αλλά μόλις πήγαινα να ανοίξω την πόρτα γκάζωναν κι έφευγαν». Μάλλον γιατί ο Μάικλ δεν μπορούσε να προφέρει το «Λυκαβηττός!», κι οι ταξιτζήδες δεν είχαν καμία όρεξη να τους παρασύρει σε κάποια μακρινή, ασύμφορη κούρσα.
Στην Ακρόπολη, στο Σύνταγμα και στο Θησείο διαπιστώνω πως ασχέτως εθνικότητας και ηλικίας, φύλου ή κοινωνικής τάξης, κάθε τουρίστας έχει να μου διηγηθεί κι από μια μικρή τραγωδία που του συνέβη στην Αθήνα. Κι όχι μόνο σ’ αυτήν – διότι πώς να κόψεις τη διήγηση όταν σου λένε για το αεροδρόμιο της Μυκόνου στο οποίο οι τουαλέτες ήταν χαλασμένες, με αποτέλεσμα οι επιβάτες να ψάχνουν για δεντράκια στη γύρω περιοχή; Ή για το αεροδρόμιο της Σαντορίνης που στοιβάζονται κατά δεκάδες Γιαπωνέζοι, Κινέζοι και λοιπές φυλές, και μέχρι να έρθει το αεροπλάνο η μόνη λύση είναι να κάτσεις πάνω στη βαλίτσα σου γιατί πουθενά αλλού δεν χωράς;
Την καλύτερη ιστορία απ’ όλους, την έχει ο Μάικλ. Μου δείχνει τα σανδάλια του. «Ξέρεις πόσο τα πλήρωσα;», μου κάνει. Είναι απ’ αυτά που πουλούν στο Μοναστηράκι, με τις δερμάτινες σόλες. «Είκοσι ευρώ;», λέω. «Τριακόσια πενήντα πέντε ευρώ!», κάνει εκείνος. Πριν από τρεις μέρες, τα αγόρασε 15 ευρώ κάπου στην Αδριανού. Την επομένη μπήκε στο μετρό, κι όπως στεκόταν ένιωσε το λουράκι του ενός σανδαλιού λυμένο. «Εσκυψα να το δέσω, σηκώθηκα, και εκείνη την ώρα είδα έναν τύπο που να φεύγει βιαστικά από δίπλα μου. Προφανώς όπως έσκυψα κι άνοιξε η πίσω τσέπη του παντελονιού μου, αυτός ήταν που τράβηξε από μέσα τα 340 ευρώ μου. Κι αυτός πρέπει να ήταν που έλυσε και το λουράκι του παπουτσιού για να με κάνει να σκύψω. Αλλά βέβαια, στα 20 δευτερόλεπτα που μου πήρε να τα καταλάβω όλ’ αυτά, οι πόρτες του τρένου είχαν κλείσει κι ο τύπος είχε εξαφανιστεί».
Είναι ενδιαφέρον να σκεφτεί κανείς πως όλοι οι άνθρωποι που συμμετέχουν σ’ αυτό το ρεπορτάζ, όταν ήρθαν στην Αθήνα είχαν την καλύτερη γνώμη για την πόλη. Αν εξαιρέσουμε το Ντον, τον νεαρό Αμερικανό που βρήκε την Ιθάκη του στην παραλιακή και τον 67χρονο Χάιντζ απ’ το Αμβούργο, που είναι αρχαιολόγος κι ακόμα δεν μπορεί να ξεκολλήσει απ’ το μυαλό του τις εικόνες του Παρθενώνα, όλοι οι υπόλοιποι θα φύγουν με τις χειρότερες εντυπώσεις.
Στο Κολωνάκι
Οπως το γκρουπ των Ταϊλανδών που συναντώ στην Ερμού. «Ο ένας σου λέει για “όμορφα κορίτσια σε καλή τιμή”, ο άλλος θέλει να σε τραβολογήσει σ’ ένα καταγώγιο, ο τρίτος βγάζει κάτι ρολόγια απ’ την τσέπη και προσπαθεί να στα πουλήσει…». Ο νεαρός Ταϊλανδός κουνάει το κεφάλι. «Εχω την εντύπωση», λέει, «πως όποιος μιλάει Αγγλικά στο Σύνταγμα, τα έχει μάθει για να σε ξεγελάσει!». Μου περιγράφει πως το προηγούμενο βράδυ τον τράβαγαν απ’ το μανίκι στην Πλάκα να κάτσει σ’ ένα εστιατόριο που δεν ήθελε. Η γιαγιά δίπλα του λέει πως «αυτό δεν είναι τίποτα!». Εκείνη όταν πρωτοβγήκε απ’ το ξενοδοχείο της σκόνταψε σ’ ένα ναρκομανή που είχε πέσει μπρος στην είσοδο! Στο «μα, πού μένετε;» απαντά ξέπνοα «Omonia square…». Κι ένα νεαρό κορίτσι με ρωτά αν έχω ψωνίσει ποτέ στο Κολωνάκι. Την κοιτάζω απορηματικά - «τι εννοείς;». Μου λέει πως αυτή προσπάθησε, αλλά δεν τα κατάφερε. «Πήγα να πάρω ένα μαγιό», λέει. «Το κατάλαβα απ’ την αρχή πως η πωλήτρια κάτι κακό σκεφτόταν για μένα. Αλλά είπα πως είναι η φαντασία μου. Διάλεξα δύο σχέδια και τη ρώτησα αν μπορώ να τα δοκιμάσω.
Ξέρεις τι μου απάντησε; “Συγγνώμη κορίτσι μου, αλλά νομίζω πως αυτά τα μαγιό είναι πιο ακριβά απ’ αυτό που αντέχεις να πληρώσεις!”.
Αφησα τα μαγιό κι έφυγα. Δεν νομίζω να έχω ξαναντραπεί άλλη φορά τόσο πολύ στη ζωή μου».
Της Μαριλης Mαργωμενου
ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
22.8.09
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου