Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Αθήνα της τέχνης και της μουτζούρας (Τα graffiti και τα "graffiti")

«Oι Τοίχοι είναι παντού - και ένα σημαντικό τμήμα τους είναι ακόμα λευκό. Ολα συνεχίζονται». Αυτές είναι οι δύο καταληκτικές φράσεις του jnor, Αθηναίου «γκραφιτά» στις «Ακατάληπτες μουτζούρες» (εκδ. Γραμμή*500), μια πολύ πρόσφατη έκδοση για τη νεοϋορκέζικη σκηνή του γκράφιτι που περιλαμβάνει κι ένα σύντομο κοίταγμα στην ελληνική περίπτωση.

Εχει δίκιο ο jnor. Πολλοί από τους αθηναϊκούς τοίχους είναι ακόμα άδειοι από γκράφιτι, ταγκς (υπογραφές με το ψευδώνυμο του writer, δηλαδή αυτού που κάνει γκράφιτι), πολιτικά και γηπεδικά συνθήματα. Ομως, ίσως, ξεχνάει κάτι: γίνονται όλο και λιγότεροι. Το κέντρο της Αθήνας μοιάζει μερικές φορές να είναι γραμμένο από την κορυφή ώς τα νύχια. Ισόγεια πολυκατοικιών, δημόσια κτίρια, νεοκλασικά, διατηρητέα, σχολεία, πλατείες, παγκάκια, βαγόνια τρένων, σχεδόν τίποτα δεν φαίνεται να γλιτώνει από την περισσότερο ή λιγότερο δημιουργική μανία όσων επιθυμούν να αφήσουν το αποτύπωμά τους στον δημόσιο χώρο. Δεν είναι σωστό να «τσουβαλιάζονται» όλα στο ίδιο πηγάδι. 

Στα Εξάρχεια, μια γειτονιά που θεωρητικά έχει «υποφέρει» πολύ από το γκράφιτι και την ακατάσχετη συνθηματολογία στους τοίχους, πέφτεις πάνω σε γκράφιτι πραγματικά έργα τέχνης. Από αυτήν την άποψη σήμερα τα Εξάρχεια είναι μια ζωντανή πινακοθήκη γκράφιτι.

Αλλά στο τέλος της ημέρας το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Η Αθήνα μοιάζει πιο «γραμμένη» και πιο «λερωμένη» από ποτέ. Δίπλα σε δεκάδες άλλα σημαντικά προβλήματα, το θέμα του ανεξέλεγκτου γκράφιτι εισβάλλει ορμητικά από την πίσω πόρτα. Το κράτος, «μαύρο πανί» για τους πιο πολιτικοποιημένους writers, οι οποίοι δεν επιθυμούν την παραμικρή συνδιαλλαγή μαζί του, δεν έχει πολλά περιθώρια. Η «ποινικοποίηση» του γκράφιτι, μιας ήπιας παραβατικής συμπεριφοράς, δεν συζητιέται καθόλου, επομένως αναζητούνται φόρμουλες συμβιβασμού και, γιατί όχι, συνεργασίας. 

Αυτές τις ημέρες βρίσκεται σε εξέλιξη στου Ψυρρή ένα πρόγραμμα του Δήμου Αθηναίων για τρεις τοιχογραφίες σε ισάριθμες μεσοτοιχίες από την ομάδα «carpe diem», μια από τις πιο γνωστές του χώρου (βλ. ρεπορτάζ σελ. 2). «Οι προσπάθειες προγραμματικής ένταξής του στην εικόνα της πόλης μειώνουν τη δυναμική του και περιορίζουν την απρόβλεπτη και ανατρεπτική συμβολή του στην άμεση και εφήμερη αναδιαμόρφωση της αστικής ζωής μας», σχολιάζει ο αρχιτέκτονας και εντ. επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών, Νίκος Καζέρος. «Το μετατρέπουν σε μια φευγαλέα, προβλέψιμη και ασφαλή εικονογράφηση».

Το γκράφιτι στην Αθήνα είναι μια ιστορία περίπου 20 χρόνων. Σήμερα είναι παντού. Ο κ. Θανάσης Χαρμάνης είναι ο επικεφαλής των εκδόσεων «Υψιλον». Το 2005, όταν ανακαίνισε ένα ωραίο παλιό σπίτι στην οδό Τζαβέλλα, στα Εξάρχεια, είχε την έμπνευση να αναθέσει σε σπουδαστή της Σχολής Καλών Τεχνών την αναπαραγωγή μιας σκηνής από κόμικ του Αρκά με την ελπίδα ότι θα τον προστατεύσει από μελλοντικά κρούσματα ανεπιθύμητων γκράφιτι. «Πραγματικά μέχρι τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008 το σεβάστηκαν. Από τότε γράφουν σχεδόν κάθε μέρα». Ο κ. Παναγιώτης Παρασκευόπουλος, πρόεδρος της Επιτροπής Πρωτοβουλίας Κατοίκων Πλάκας, σηκώνει τα χέρια ψηλά. «Στην Πλάκα η κατάσταση έχει επιβαρυνθεί σημαντικά τα τελευταία πέντε χρόνια». Εκεί το πρόβλημα εντοπίζεται περισσότερο στα κτίρια που στεγάζουν υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού και Ιδρύματα.

Για τον αρχιτέκτονα Πάνο Δραγώνα, αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Πατρών «τα γκράφιτι πολλαπλασιάζονται στις πόλεις που διέρχονται κρίση. Η Νέα Υόρκη του ’70, το Λονδίνο της Θάτσερ, το σύγχρονο Σάο Πάολο, αποτελούν παραδείγματα πόλεων που πλημμύρισαν από γκράφιτι όταν γνώρισαν οικονομικά προβλήματα και μεγάλες κοινωνικές ανισότητες. Αντίστοιχα, τα αθηναϊκά γκράφιτι υποδηλώνουν την πολιτισμική κρίση που διέρχεται η σύγχρονη ελληνική κοινωνία, την αποσύνθεση του δημοσίου χώρου και τα αδιέξοδα των νέων. Τα γκράφιτι, όμως, αποτελούν και μια έκφραση ελπίδας. Στο παρελθόν η εξάπλωσή τους συνδέθηκε με την εμφάνιση νέων πολιτισμικών εκφράσεων, όπως το hip hop στη Νέα Υόρκη ή το punk στο Λονδίνο, που ανανέωσαν την ταυτότητα των παρηκμασμένων μητροπόλεων. Τα αθηναϊκά γκράφιτι αποτελούν πρωτογενείς εκφράσεις μιας αναδυόμενης αστικής κουλτούρας. Αποδεικνύουν ότι η νεότερη γενιά είναι θυμωμένη, συχνά ασεβής, αλλά και ανήσυχα δημιουργική».

Με το ταγκ είσαι λίγο πιο παράνομος

Κάτω από την ταμπέλα του γκράφιτι θα βρείτε πολλές υποδιαιρέσεις. Μπορεί ένας «γκραφιτάς» να κάνει τα πάντα, από απλά ταγκ (υπογραφές) μέχρι ολοκληρωμένες τοιχογραφίες (murals). Ρωτάμε τον same84 γιατί κάνει (και) tagging. «Γιατί είναι πιο γρήγορο. Κινδυνεύεις λιγότερο. Εξάλλου, το ταγκ είναι γκράφιτι σε μικρογραφία. Κι ακόμα, το ταγκ σε κάνει να αισθάνεσαι λίγο πιο παράνομος»(????) . Γιατί υπάρχει περίπτωση να σε κυνηγήσει κάποιος; «Ναι. Με τόση αστυνομία έξω, υπάρχει πρόβλημα». Αυτό που κάνει η αστυνομία (αν κι εφόσον ασχοληθεί) είναι να οδηγήσει writers στο τμήμα για εξακρίβωση. Καμία σχέση με όσα συμβαίνουν στο εξωτερικό. Σε χώρες όπως η Γαλλία έχουν ιδρυθεί ομάδες πολιτών που σβήνουν γκράφιτι. Βγαίνουν με βανάκια στους δρόμους και κάνουν αυτήν τη δουλειά. Αλλοι μαθαίνουν να αναγνωρίζουν υπογραφές, τους ταυτοποιούν και τους καρφώνουν στην αστυνομία. Στη Νέα Υόρκη, το γκράφιτι έχει σχεδόν πεθάνει. «Είναι φυσικό. Με τα τεράστια πεζοδρόμια του Μανχάταν είσαι ακάλυπτος από παντού. Ενώ η Αθήνα με τα στενά της, τη ρυμοτομία της κι όλα αυτά, βολεύει περισσότερο». Ερχεται ποτέ στη θέση των ανθρώπων που ξυπνάνε ένα πρωί και βλέπουν το σπίτι τους πνιγμένο στο γκράφιτι; «Οσο μεγαλώνεις, αλλάζεις μυαλά. Δεν είσαι στη φάση να γράψεις όπου σου έρθει. Ούτε θέλεις να χάσεις τη δουλειά σου γιατί έγραψες σ’ έναν τοίχο».

Ορισμένες φορές προβάλλεται η πολιτική διάσταση του γκράφιτι. Ο Νίκος Καζέρος υποστηρίζει ότι «το γκράφιτι συνδέεται συνήθως με εκείνες τις περιοχές της πόλης που βρίσκονται σε μεταβατική κατάσταση ή φιλοξενούν τις κοινωνικές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις. Στην περίπτωση της Αθήνας, το γκράφιτι είναι παρόν με διάφορες μορφές, ιδιαίτερα στις κεντρικές περιοχές της όπως τα Εξάρχεια, η Ομόνοια, του Ψυρρή, το Μεταξουργείο, το Γκάζι, η οδός Πειραιώς, περιοχές που δέχονται σήμερα τις μεγαλύτερες οικονομικές και κοινωνικές πιέσεις και ορισμένες από αυτές αποτελούν αντικείμενα νέων σχεδιαστικών παρεμβάσεων». Ο same84 υποβιβάζει την πολιτική διάσταση. «Οσοι σκέφτονται πολιτικά είναι η εξαίρεση. Οι περισσότεροι το κάνουμε για την πλάκα μας· το βλέπουμε σαν χόμπι».

Πέτρος Μπαμπασίκας
Τα ίχνη της αστικής μνήμης
Η ιστορία της Αθήνας χαράσσεται αδιάκοπα επάνω στο ίδιο υπόβαθρο. Συνεχείς στρώσεις αδρανών, πλήρωσης, ασφάλτου, ασβέστη, ιζημάτων, ρύπανσης: η πόλη ασκεί πίεση στις παρυφές της μπαζώνοντας, καλύπτοντας, σβήνοντας, ξεχνώντας. Μνημεία γίνονται θεμέλια ασήμαντων κτιρίων. Ροές και πρακτικές διακρίνονται ως καπνισμένα ίχνη. Οι ρήξεις, τα ανοίγματα, οι μελέτες, ο δημόσιος χώρος εμποδίζονται. Η πίεση επιστρέφει στο κέντρο με μανία.
Στο εντροπικό υπόστρωμα γράφεται μια δεύτερη, εφήμερη ιστορία: τσίχλες στις νεραντζιές, η υπογραφή του Βύρωνα στο ναό του Ποσειδώνα, ονόματα εραστών στα παγκάκια, συνθήματα και γκράφιτι σχεδόν πάντα στα νεοκλασικά. Ενα συνεχές, ζωντανό μουρμουρητό, σημάδια ρήξεων, νοήματος και επιθυμιών σε μια πόλη που δεν τις εκφράζει –ακόμη– στην αρχιτεκτονική της.
Στην τέχνη του δρόμου συναντά κανείς ενδιαφέροντα και αδιάφορα σχέδια. Η απόσταση μεταξύ βανδαλισμού και έμπνευσης είναι μικρή. Εξαρτάται από την οπτική του ιδιοκτήτη, αστυνόμου, τεχνίτη ή τεχνοκριτικού – και από το χρονόμετρό του. Η αξία των άσεμνων σκαλισμάτων της Πομπηίας και των εφήμερων τοιχογραφιών του Banksy είναι συγκεκριμένα τοπική: διαψεύδει τον ισχυρισμό του Adolf Loos πως η αρχιτεκτονική διακόσμηση είναι έγκλημα και η παρόρμηση να γράψουμε έναν τοίχο μορφή βαρβαρότητας.
Γίνεται να «καλλωπίσουμε» τις μεσοτοιχίες μας με γκράφιτι; Τα αξιόλογα σχέδια συνδιαλέγονται με τις επιφάνειες που καταλαμβάνουν: δύο χέρια κι ένας ουρανός σε ένα χτισμένο παράθυρο, ένας ζωγραφιστός καθαριστής ξεπλένει σπηλαιογραφίες σε μια στοά. Το γκράφιτι γίνεται γραφικό στις καθαρές επιφάνειες, εκρηκτικό στις τραχιές, υπερπλήρεις, παρωχημένες.

Στην αρχαιολογία του μέλλοντος, φορητοί σαρωτές θα μπορούν να αποκαλύπτουν, μέσω tags, τη θαμμένη αστική μνήμη: ιστορίες περιπάτου, όπου τα σχέδια ξεκλειδώνουν το παλίμψηστο μιας περισσότερο ανοιχτής Αθήνας.

Ο κ. Πέτρος Μπαμπασίκας είναι αρχιτέκτων, λέκτωρ του Πανεπιστημίου Πατρών, μέλος του γραφείου Drifting City.

Του Δημήτρη Ρηγόπουλου
Πηγή Καθημερινή
25.7.2010

Σημείωση δική μας :
Ασφαλώς  υπάρχουν graffiti και "graffiti" όπως υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε ένα έργο τέχνης και μια μουτζούρα. Η ζωή στην Αθήνα πιστεύω πως μάλλον κλείνει να γίνει μια μουτζούρα και αυτό απεικονίζεται στις μουτζούρες που  δίχως αιδώ κοσμούν πλέον κάθε τοίχο αδιακρίτως αν είναι ένα ιστορικό μνημείο, ένα σχολείο ή ακόμη και ο τοίχος μιας ιδιωτικής κατοικίας.

Το χειρότερο όμως για μένα είναι ο βιασμός της βούλησης του πολίτη. Τι κι αν εσένα σου αρέσει να βλέπεις τον τοίχο του σπιτιού σου όμορφο και νοικοκυρεμένο? Ερχομαι εγώ που έχω ψυχοπαθολογικά προβλήματα (μια μουτζούρα δηλαδή στην ψυχή μου) και αντί να ζητήσω ψυχολογική υποστήριξη, εκτονώνομαι στον δικό σου τοίχο ζωγραφίζοντας τις μουτζούρες μου.....Κι έπειτα νομίζω πως κάτι σπουδαίο έκανα.....Και κυρίως αδιαφορώ για τη δική σου βούληση, δεν σε ρωτάω καν εάν εσύ θέλεις να σου ζωγραφίσω τον τοίχο......γιατί μου είσαι απλά αδιάφορος.....γιατί απλά δεν νοιάζομαι για τον "άλλον" παρά μοναχά για το άτομό μου. Αυτό είναι το "graffiti" στις μέρες μας.....και ας ξεκίνησε σαν μια μορφή τέχνης που μας έδωσε εξαιρετικά έργα όπως αυτό του Banksy που εικονίζεται δίπλα....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ShareThis