«Το θέμα δεν είναι μόνο τα χρήματα. Oσο εργάστηκα στην Ελλάδα, έμαθα πώς λειτουργούν τα εστιατόρια. Πώς πρέπει να υποδέχεσαι και να εξυπηρετείς τον πελάτη για να ξαναέρθει στο μαγαζί σου, επειδή έμεινε ικανοποιημένος από το φαγητό και τη συμπεριφορά σου. Αυτό είναι κάτι που δεν συναντάς συχνά εδώ».
Με αυτά τα λόγια ο Μπεκίρ Τσένε ξεκινάει την αφήγηση της ιστορίας του στην Ελλάδα. Κατάγεται από τους Αγίους Σαράντα, ήρθε στην Ελλάδα το 1991 και έμεινε μέχρι το 2001, όταν και αποφάσισε να επιστρέψει στην Αλβανία, όπου και τον βρήκε η «Κ», για να ανοίξει δικό του εστιατόριο. Oσο περνούν τα χρόνια, όλο και περισσότεροι Αλβανοί επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους. Oπως λένε οι περισσότεροι, εξαιτίας της κρίσης, δεν υπάρχουν πλέον δουλειές στην Ελλάδα και οι ίδιοι, έχοντας μαζέψει κάποια χρήματα για να ξεκινήσουν τις δικές τους επιχειρήσεις, επιστρέφουν στην πατρίδα τους. Αλλοι λένε ότι απλώς βαρέθηκαν να είναι μετανάστες. Τα παιδιά του Μπεκίρ έχουν μαζευτεί σ’ ένα τραπέζι και βλέπουν παλιά ταινία με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ξέρουν Eλληνικά, αν και δεν έχουν επισκεφθεί ποτέ την Ελλάδα. Τα έμαθαν από τον πατέρα τους και τους πελάτες του μαγαζιού.
Οι περισσότεροι κάτοικοι των Αγίων Σαράντα, όπου βρέθηκε η «Κ» στις αρχές της εβδομάδας, μιλούν Eλληνικά, είναι Βορειοηπειρώτες ή έχουν δουλέψει έστω και για λίγο στην Ελλάδα. Πολλές πινακίδες καταστημάτων είναι γραμμένες και στα Eλληνικά, τα μαγαζιά παίζουν ελληνική μουσική και οι τηλεοράσεις πιάνουν τα περισσότερα ελληνικά κανάλια, από την Κέρκυρα που βρίσκεται απέναντι. «Σας κλέβουμε το σήμα», λέει γελώντας Αλβανός σερβιτόρος.
Καθώς θεωρείται βασικό προσόν για τη δουλειά του, έχει μάθει Eλληνικά από το αφεντικό και τους πελάτες του χωρίς να έχει περάσει τα σύνορα της χώρας του ούτε μια φορά. Αλβανοί σουβλατζήδες, εστιάτορες, ξενοδόχοι και επιχειρηματίες, έζησαν στην Ελλάδα, μιλούν Eλληνικά, ομολογούν την αγάπη τους για την Ελλάδα και την ευχαριστούν για όσα τους προσέφερε τα προηγούμενα χρόνια. Γεμάτοι με γνώσεις και εμπειρίες των πιο ανεπτυγμένων χωρών στις οποίες έζησαν και εργάστηκαν, αποτελούν ένα πολύτιμο κομμάτι στο παζλ της σύγχρονης Αλβανίας, που αναπτύσσεται γοργά και κοιτάζει επίμονα προς την Ευρώπη.
Απόγευμα Παρασκευής, εκατοντάδες Αλβανοί έχουν συγκεντρωθεί επί της οδού Δεληγιάννη στο Μεταξουργείο περιμένοντας τη σειρά τους να επιβιβαστούν σε ένα από τα λεωφορεία που σταθμεύουν εκεί με προορισμό την Αλβανία. Οι περισσότεροι είναι φορτωμένοι με μεγάλες τσάντες, μια κυρία προσπαθεί να φορτώσει μέσα στο όχημα ένα ολόκληρο ψυγείο. Αλλοι δεν έχουν μαζί τους παρά μόνο τα απαραίτητα. Είναι εκείνοι που πηγαίνουν συχνότερα στην Αλβανία, συνήθως για το Σαββατοκύριακο. Το λεωφορείο στο οποίο επιβιβαζόμαστε είναι σχεδόν γεμάτο: ανάμεσα στους επιβάτες είναι κυρίως μεσήλικες εργαζόμενοι Αλβανοί που θα δουν τους συγγενείς, αλλά και Βορειοηπειρώτες που ζουν στην Ελλάδα και επισκέπτονται τακτικά τα πάτρια εδάφη. Στα τελευταία καθίσματα, κάθονται Αλβανοί που σπουδάζουν στην Ελλάδα και πηγαίνουν για μπάνιο στους Αγίους Σαράντα παρέα με Ελληνες συμφοιτητές τους. Το λεωφορείο είναι το πλέον οικονομικό μέσο: 45 ευρώ για να πάει και να γυρίσει κανείς στη Νότια Αλβανία. Ωστόσο, η ταλαιπωρία είναι τεράστια, το ταξίδι μέχρι τους Αγίους Σαράντα διαρκεί περίπου 10 ώρες από τις οποίες οι έξι μέχρι τα σύνορα και άλλη μια ώρα μέχρι τους Αγίους Σαράντα. Ο «χαμένος χρόνος» 2 - 3 ωρών αφορά τους ελέγχους στα δύο τελωνεία, ελληνικό και αλβανικό, και τις στάσεις για ξεκούραση και την παραλαβή επιβατών σε ενδιάμεσες πόλεις.
Μέχρι την Πάτρα υπάρχει κίνηση, μετά το λεωφορείο κινείται σε σχεδόν άδειους δρόμους, οι επιβάτες είναι σιωπηλοί, αρκετοί έχουν αποκοιμηθεί. Στις 5 τα ξημερώματα φτάνουμε στην Κακκαβιά όπου επικρατεί το αδιαχώρητο: δεκάδες λεωφορεία και Ι. Χ. έχουν φρακάρει στο τελωνείο περιμένοντας υπομονετικά τη σειρά τους για να ελεγχθούν τα ταξιδιωτικά έγγραφα και οι αποσκευές τους. Μεγαλύτερη καθυστέρηση συναντούμε στα σύνορα της γείτονος όπου το ύφος των αστυνομικών θυμίζει παλιότερες εποχές. Από τότε έχουν ξεμείνει διάσπαρτα και παρατημένα τα εκατοντάδες πολυβολεία, όλα στραμμένα προς την Ελλάδα, που αντικρίζουμε έχοντας περάσει τα σύνορα, όταν το όχημα ξεκινά και πάλι. Η παραφωνία συμπληρώνεται από τα συνθήματα για την Τσαμουριά που είναι γραμμένα με στένσιλ καθ’ όλο το μήκος του μεγάλου ανηφορικού δρόμου που οδηγεί στους Αγίους Σαράντα, τα οποία αφήνουν μάλλον αδιάφορους τους επιβάτες του λεωφορείου. Μετά την ανηφόρα αρχίζει η ανάπτυξη: όλοι οι δρόμοι έχουν σκαφτεί, παντού χτίζονται καινούργια κτίρια, ενώ εννέα στα δέκα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν είναι Μερσεντές, έστω και αν είναι 20ετίας. Μπαίνοντας στην πόλη βλέπουμε ότι πολλοί δρόμοι είναι σκαμμένοι, παντού χτίζονται πολυκατοικίες. Η πρώτη μας στάση στους Αγίους Σαράντα είναι ένα όμορφο ζαχαροπλαστείο που ανήκει σε Αλβανό ο οποίος έζησε στην Ελλάδα πάνω από 10 χρόνια. Απέναντι από το κατάστημα είναι η παραλία, η οποία επίσης έχει σκαφτεί με μπουλντόζες και στο σημείο ξεφυτρώνει ένα τεράστιο κτίριο, μάλλον ξενοδοχείο. Δεν είναι το μόνο, καθώς κατά το μήκος της θάλασσας πολλές παραλίες έχουν μπαζωθεί και στη θέση τους σηκώνονται μεγάλες τουριστικές μονάδες, κυριολεκτικά πάνω στο κύμα. Πολυτελείς, με ιδιωτικές παραλίες, αλλά προφανώς πέραν κάθε νομιμότητας. Η τουριστική ανάπτυξη της πόλης έχει αποτελέσει σημείο έλξης για επενδύσεις, ενώ αρκετοί Αλβανοί από τις βόρειες περιοχές της χώρας έχουν έρθει ως εσωτερικοί μετανάστες για τα καλύτερα μεροκάματα...
Στην παραλία των Αγίων Σαράντα, πολλά καταστήματα ανήκουν σε ομογενείς και σε Αλβανούς που έχουν ζήσει για χρόνια στην Ελλάδα. Eνα από αυτά είναι το ζαχαροπλαστείο του Γιώργου Κολλά, που άνοιξε πριν από λίγους μήνες, όταν ο ίδιος επέστρεψε από την Ελλάδα μαζί με την οικογένειά του. Η πινακίδα απέξω είναι γραμμένη και στις δύο γλώσσες: Αλβανικά - Ελληνικά. «Δεν υπάρχουν τέτοια γλυκά σε άλλο ζαχαροπλαστείο της περιοχής, η οικογένειά μου έχει μάθει τις συνταγές και τον τρόπο παρασκευής δουλεύοντας σε ελληνικά ζαχαροπλαστεία. Γι’ αυτόν τον λόγο ενώ οι τιμές μας είναι αρκετά πιο υψηλές απ’ ό, τι της αγοράς, η πελατεία μας συνεχώς αυξάνεται. Ο κόσμος προτιμά να πληρώσει περισσότερα για ένα καλύτερο προϊόν με εγγυημένη ποιότητα», θα πει.
Πριν επιστρέψει, ο ίδιος και η οικογένειά του εργάστηκαν σε ζαχαροπλαστείο στην Αθήνα. «Πάρα πολλοί Αλβανοί γυρίζουν στην πατρίδα τους τελευταίους μήνες, κυρίως λόγω της ραγδαίας πτώσης στις οικοδομικές δραστηριότητες.
Oσοι δουλεύουν σε οικοδομές, οι περισσότεροι δηλαδή, αντιμετωπίζουν σοβαρότατο πρόβλημα. Κάποιοι έχουν να κάνουν μεροκάματο πέντε και έξι μήνες. Βέβαια και εδώ τα πράγματα είναι ακόμα δύσκολα, οπότε εκείνοι που αποφασίζουν πρώτοι να επιστρέψουν είναι αυτοί που έχουν μαζέψει κάποια λεφτά με την προοπτική να κάνουν εδώ κάποιες επιχειρήσεις», εξηγεί.
Oπως λέει, τα τελευταία δύο χρόνια οι Aγιοι Σαράντα έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται ραγδαία. «Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εκτιναχθούν οι τιμές για τα ακίνητα. Αν είχα επιστρέψει μερικά χρόνια νωρίτερα, θα χρειαζόμουν πολύ μικρότερη επένδυση για να ανοίξω την επιχείρησή μου», καταλήγει.
«Δούλεψα 13 χρόνια στην Ελλάδα. Oταν είσαι δουλευταράς, μπορείς να τα καταφέρεις όπου κι αν βρεθείς. Eτσι κι εγώ δούλευα ασταμάτητα, δεν ήξερα τι μέρα και τι ώρα είναι, μόνο δούλευα. Κατάφερα να μαζέψω λεφτά. Με την Ελλάδα δέθηκα πολύ, την θεωρώ πατρίδα μου». Ακούγοντας για την Ελλάδα, από τις πρώτες κιόλας λέξεις, ο 48χρονος Λευτέρης Κούσπας δείχνει να συγκινείται, σηκώνεται όρθιος και αρχίζει να μιλάει χωρίς να περιμένει κάποια ερώτηση: «Δούλεψα υδραυλικός, τα περισσότερα χρόνια στους Αμπελοκήπους στην Αθήνα. Ζούσα πάρα πολύ καλά κι έβγαζα αρκετά χρήματα, καλύτερα απ’ ό, τι εδώ. Εκεί έχω τους φίλους μου κι εκεί γεννήθηκαν οι δύο κόρες μου, ευτυχώς όταν τις έφερα εδώ ήταν ακόμη μικρές, δεν είχαν πάει σχολείο και κατάφεραν να προσαρμοστούν σχετικά εύκολα. Hξερα ότι θα μου στοίχιζε το να φύγω από την Ελλάδα, αλλά καταλαβαίνετε ότι από την άλλη, όσο και να την αγαπώ, θα ήμουν πάντα ξένος. Δεν μπορούσα να είμαι μια ζωή μετανάστης», σχολιάζει ο Λευτέρης. Επιστρέφοντας στην Αλβανία κι έχοντας χρήματα στην άκρη, άνοιξε ένα μανάβικο, όπως αυτά που συναντάμε στις παλιές γειτονιές της Αθήνας, με τα ζαρζαβατικά, τις κονσέρβες και ψυγεία με αναψυκτικά, μπίρες και γάλατα.
Επιπλέον, έχει αγοράσει μερικά διαμερίσματα τα οποία ενοικιάζει σε επισκέπτες της πόλης του. «Eχω θέμα με τα χαρτιά, οπότε δεν μπορώ προς το παρόν να επισκεφθώ την Ελλάδα. Μόλις ρυθμιστούν κάποια τυπικά ζητήματα, θα πάω οπωσδήποτε να συναντήσω τους παλιούς μου φίλους και συνεργάτες. Να περπατήσω ξανά σ’ εκείνους τους δρόμους που θυμάμαι. Eπειτα από αυτά τα χρόνια μόνο καλά πράγματα έχω να λέω για την Ελλάδα και τους Eλληνες», συμπληρώνει ο Λευτέρης προσφέροντάς μας ένα κέρασμα, κατά τα ελληνικά έθιμα.
Ο Αιμίλιος Τσέκος είναι ομογενής που γεννήθηκε στους Αγίους Σαράντα και ήρθε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Δούλεψε ως οικοδόμος. Με την πτώση στις οικοδομές περνάει όλο και περισσότερο χρόνο στην Αλβανία, αφού μέσα στα χρόνια που προηγήθηκαν κατάφερε να φτιάξει ένα δικό του ξενοδοχείο. Λόγω της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, όπως λέει, πολλοί είναι αυτοί που επιστρέφουν στην πατρίδα τους. «Eβγαλα κάποια χρήματα δουλεύοντας στην Ελλάδα, πούλησα και κάποια χωράφια που είχα εδώ κι έτσι κατάφερα να φτιάξω το ξενοδοχείο μου που, όπως βλέπετε, έχει πανοραμική θέα όλους τους Αγίους Σαράντα. Τους χειμώνες εγώ και η γυναίκα μου δουλεύουμε στην Ελλάδα και τα καλοκαίρια είμαστε στο ξενοδοχείο. Εγώ περνάω όλο και περισσότερο χρόνο εδώ, καθώς αφ’ ενός δεν υπάρχει πια δουλειά στις οικοδομές και αφ’ ετέρου εδώ τα πράγματα βελτιώνονται μέρα με τη μέρα. Αν έρθετε τον Αύγουστο, θα δείτε ότι το ξενοδοχείο είναι φίσκα», λέει ο Αιμίλιος. Πλέον, ανάμεσα στους πελάτες του είναι και αρκετοί Eλληνες, κυρίως από τα Γιάννενα και άλλες περιοχές της Ηπείρου, αλλά και από την Κέρκυρα. Στο διπλανό τραπέζι κάθονται δύο Eλληνες που μόλις έφθασαν από τα Γιάννενα και ρωτούν ποιον δρόμο θα πρέπει να ακολουθήσουν για να βγουν σε μια καλή παραλία. Είναι η πρώτη τους επίσκεψη στην Αλβανία. «Eχουν έρθει και από αλλού, από τη Λευκάδα έως και από την Κρήτη», θα πει.
Οταν τον ρωτάμε γιατί ύστερα από τόσα χρόνια στην οικοδομή δεν συνεχίζει και στους Αγίους Σαράντα, η απάντησή του είναι αφοπλιστική: «Εδώ δεν πιάνουμε μυστρί στο χέρι. Αφ’ ενός το ξενοδοχείο δίνει αρκετά για να θρέψει και αφ’ ετέρου έχω δουλέψει αρκετά στη ζωή μου». Ο Αιμίλιος έχει δύο γιους που ζουν στην Ελλάδα, όπου πηγαίνουν σχολείο.
«Oταν γύρισα στην Αλβανία δεν ήξερα καν αλβανικά, εδώ τα έμαθα», περιγράφει ο 27χρονος Αλτίν Τσουκάρι. Ο ίδιος ήρθε μαζί με την οικογένειά του στην Ελλάδα το 1994 και έμεινε μέχρι το 2007, όταν πήρε την απόφαση να επιστρέψει και να ανοίξει εστιατόριο - ψησταριά. «Βαρέθηκα να είμαι υπάλληλος και ήδη, πιστέψτε με, είχα δουλέψει πολύ. Δούλεψα εγώ, ο αδερφός μου και οι γονείς μου. Σε μία ή και δύο δουλειές ο καθένας. Εγώ για ένα διάστημα δούλευα σε τρεις διαφορετικές δουλειές ταυτόχρονα και μάζευα χρήματα, έκανα οικονομία. Oταν μαζέψαμε αρκετά, αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω, το μαγαζί μας κόστισε περίπου 100.000 ευρώ. Κατά τα άλλα, η Ελλάδα είναι σαν πατρίδα μου, έζησα την εφηβεία μου στη Θήβα, με τους φίλους, τις βόλτες και τα μηχανάκια μου. Oταν τελείωσα το σχολείο δούλεψα σερβιτόρος, μπάρμαν και ό, τι άλλο έβρισκα. Τα πράγματα στην Ελλάδα άρχισαν να αλλάζουν, ενώ είχα πρόβλημα και με τα χαρτιά, αυτός ήταν μάλλον ο κυριότερος λόγος που γυρίσαμε. Βαρέθηκα να είμαι μετανάστης μια ζωή και να έχω αφεντικό πάνω από το κεφάλι μου», λέει ο ίδιος ενώ δέχεται παραγγελία από ένα τραπέζι Αλβανών. Στο εσωτερικό του το μαγαζί δεν διαφέρει σε τίποτα από ένα ψητοπωλείο στην Κυψέλη ή στο Παγκράτι. «Τώρα πια σκέφτομαι ότι θα πηγαίνω στην Ελλάδα μόνο σαν τουρίστας για να βλέπω τους παλιούς μου συμμαθητές και φίλους. Αρκετοί από το σόι μου είναι εγκατεστημένοι μόνιμα σε διάφορες περιοχές της Ελλάδα. Μου λείπει η Ελλάδα», λέει. «Εδώ τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά απ’ ό, τι τα άφησα πριν από χρόνια, υπάρχει τεράστια ανάπτυξη.
Φυσικά, το βιοτικό επίπεδο δεν έχει φτάσει στα επίπεδα της Ευρώπης, τα μεροκάματα είναι 10 - 12 ευρώ, ωστόσο, φαίνεται ότι υπάρχει προοπτική για το μέλλον. Σε αυτήν την προοπτική ελπίζουμε και επενδύσαμε», σχολιάζει ο Αλτίν, ο οποίος ετοιμάζεται να παντρευτεί μέσα στους επόμενους μήνες και να κάνει οικογένεια.
Του Κώστα Ονισένκο
Πηγή Καθημερινή
25.7.2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου