Πίτερ Μπρούγκελ, "Ο μισάνθρωπος", 1568 |
Εχουμε πραγματικά ανάγκη μια τέχνη που να παρηγορεί την ψυχή ή μήπως μια τέχνη που να ανακουφίζει τα κουρασμένα μας νεύρα;
Η κρίση βαθαίνει, η πραγματικότητα δείχνει τα δόντια της και είναι κυρίως από το δικό της δυσάρεστο χνώτο που έρχεται η ζέστη του φετινού καλοκαιριού. Από κάθε αρνητικό, αποσπάστε το θετικό του, συνιστούσαν οι στωικοί φιλόσοφοι. Εάν ακολουθήσουμε τις οδηγίες τους θα δυσκολευτούμε πολύ ή μπορεί και να απελπιστούμε επειδή δεν βλέπουμε τίποτα μπρος μας που να μοιάζει με διέξοδο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η τέχνη έρχεται συνήθως ως αρωγός. Παρουσιάζεται σαν η πιο συμπονετική και η πιο αποτελεσματική παρηγορήτρα. Τουλάχιστον αυτό συνέβαινε άλλοτε. Γιατί εδώ και καιρό -και σήμερα φαίνεται πολύ πιο καθαρά- ο προορισμός της άλλαξε. Σκοπός της δεν είναι πια η εξύψωση, είναι η «τόνωση» των απογοητευμένων. Αραγε αυτό είναι που χρειάζεται; Εχουμε πραγματικά ανάγκη μια τέχνη που να παρηγορεί την ψυχή (χωρίς να την ξεγελάει) ή μήπως μια τέχνη που να ανακουφίζει τα κουρασμένα μας νεύρα;
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Σ’ έναν πίνακά του, τον «Μισάνθρωπο», ο Μπρύγκελ δείχνει έναν άνθρωπο που αποχωρεί απαυδισμένος από τον κόσμο. Μια επιγραφή από κάτω λέει: «επειδή ο κόσμος είναι άθλιος, εγώ φεύγω και πάω να θρηνήσω». Η στάση του καλλιτέχνη εδώ και μερικές δεκαετίες δεν ήταν πολύ διαφορετική. Είχε στρέψει τα νώτα του σε μια κοινωνική πραγματικότητα που τον ενοχλούσε, τον υποβίβαζε, τον υποχρέωνε να ζει σ’ ένα πολιτιστικό σκουπιδότοπο. Αλλά την ίδια στιγμή που απέστρεφε αηδιασμένος το βλέμμα, οι παμπόνηροι που τον είχαν εξωθήσει στο περιθώριο, εξακολουθούσαν να τον έχουν για στόχο. Στον πίνακα του Μπρύγκελ βλέπουμε ένα διαβολεμένο ανθρωπάριο να απλώνει το χέρι και να κλέβει τον διαμαρτυρόμενο αναχωρητή που δεν παίρνει είδηση τι γίνεται πίσω του. Δεν υπάρχει επομένως περίπτωση να αποκοπούμε εντελώς από τον κόσμο. Αν του γυρίσουμε την πλάτη, τόσο το χειρότερο, αυτός θα μας εξαπατήσει ευκολότερα.
Το μήνυμα του Φλαμανδού ζωγράφου δεν είχε φθάσει στ’ αυτιά των συγχρόνων καλλιτεχνών. Συνέχιζαν να δυσφορούν, παράλληλα όμως και να απολαμβάνουν το προνόμιο των πειραματιστών που δεν δίνουν λογαριασμό σε κανένα. Φυσικά, η κοινωνία της αφθονίας μπορούσε να τους ανταμείβει κι αυτούς, όπως τον καθένα που θα ήταν ικανός να προσθέσει κάτι στο θέαμα και την ποικιλία του κόσμου. Οι αποτραβηγμένοι δεν ήταν τελικά παρά τρόφιμοι του καταναλωτικού «πλουραλισμού».
Ωσπου έρχεται η κρίση και τους αναγκάζει όλους σε επάνοδο. Να λοιπόν το θετικό, που λέγαμε στην αρχή. Οι καλλιτέχνες φαίνεται να επιστρέφουν, να νοιάζονται για τη δυστυχία μας, κι εμείς μπορούμε να καταλαβαίνουμε ότι μας νοιάζονται. Πλην όμως δεν είναι έτσι ακριβώς. Παρατηρούμε ότι συχνά η τέχνη επιστρέφει όχι ως δύναμη που μετουσιώνει, αλλά ως ειδική υπηρεσία «διαχείρισης κρίσεων». Εχουμε, πράγματι, γίνει μάρτυρες μιας επιχείρησης όπου μια ορισμένη καλλιτεχνία συνδυάζεται με μια ορισμένη υγιεινή. Προσφέρονται συνταγές για art-therapy, για χαλάρωση μέσω μουσικής, για ψυχοθεραπεία μέσω λογοτεχνίας. Μαζί μ’ αυτά πάνε και οι πιο εφαρμοσμένες τεχνικές για το πώς θα ασκήσετε την τέχνη του γάμου, πώς θα κάνετε φίλους και γενικά πώς θα μαγειρέψετε τα πάντα στην κουζίνα της ζωής σας ώστε να υπάρχουν διαρκώς χαμόγελα γύρω σας - κι αν όχι χαμόγελα, κάτι λιγότερο ευχάριστο μεν, οπωσδήποτε όμως πιο σταθερό: η συγκατάβαση των άλλων.
Καλούμαστε λοιπόν να ζήσουμε πιο μετρημένα, πιο ευέλικτα, πιο ανεκτικά. Μα ακριβώς αυτό δεν μας ζητούν και οι κατά τα άλλα απεχθείς κυρίαρχοι των αγορών; Αυτό δεν είναι που υποτίθεται ότι συμπιέζει τη ζωή μας; Τελικά είτε το αντιλαμβάνονται είτε όχι, οι διάφοροι καλλιτεχνίζοντες σύμβουλοι ξανατυλίγουν τους πελάτες τους με το δίχτυ μιας οικονομικής λογικής που δεν ξέρει παρά μόνο από έσοδα και έξοδα.
Θα πείτε ότι υπάρχει πάντα και η άλλη τέχνη, αυτή που εξακολουθεί με τον τρόπο της να αναφέρεται στο ωραίο. Ομως κι εδώ παραμένει το πρόβλημα. Γιατί αν (και σ’ αυτό συγκλίνουν οι θεωρίες) ωραίο είναι πάντα η «ενότητα μέσα από την πολλαπλότητα», το ερώτημα που γεννιέται σήμερα είναι πού έχει πάει η μέριμνα για την ενότητα. Ολα την αρνούνται μέχρι στιγμής, ή μάλλον όλα είναι απόπειρες για να την παρακάμψουν. Η καταχρηστική, για παράδειγμα, προσφυγή στα γκράφιτι, στο κολάζ και στις διάφορες τυφλές μείξεις διαφόρων μέσων και τεχνολογικών τρυκ, η σαρωτική επίσης μόδα των θεατρικών διασκευών καθώς και η εκρηκτική πληθωρικότητα κραυγών και χειρονομιών σε παραστάσεις, δρώμενα και χάπενινγκ είναι σημάδια πως η αποσπασματικότητα θριαμβεύει. Βεβαίως είναι ταυτόχρονα και σημάδια της μεγάλης, της ασφυκτικής ανάγκης για έκφραση. Οταν όμως η έκφραση γίνεται υπερ-έκφραση, τότε παύει η τέχνη και φιγουράρει απλώς το εγώ ενός ζογκλέρ που φωνάζει: «Δες τε με, είμαι εδώ και συμμερίζομαι τον πόνο σας». Αυτό ονομάστε το όπως θέλετε. Δεν λέγεται όμως ούτε εξύψωση ούτε μετουσίωση.
Θα περιμένουμε πάντως κι άλλο. Κανείς δεν ξέρει τι θα προκύψει. Δεν αποκλείεται με τα επόμενα τραντάγματα της κρίσης να λακίσουν οι σαλτιμπάγκοι που χορεύουν πάνω στα ερείπια. Και να ξεμυτίσει στη θέση τους, κάποιο άλλο είδος, καινούργιο. Ισως θυμίζει, αμυδρά έστω, εκείνους που στον 19ο αιώνα αποκάλεσαν «καλλιτέχνες - οικοδόμους». Χωρίς αμφιβολία η πίστη τους θα είναι μικρότερη. Τουλάχιστον όμως δεν θα τους λείπει η υπομονή και το πείσμα.
Του Βασίλη Καραποστόλη
* Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Πηγή Καθημερινή
7.8.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου