Οδυσσέας Ελύτης - Φωτό από εδώ |
Σε ένα έτος που αφορά έναν άνθρωπο του λόγου, δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι εκδόσεις. Οι εκδόσεις «Ικαρος» και «Υψιλον» που έτσι κι αλλιώς σηκώνουν το εκδοτικό βάρος των έργων του Ελύτη, ετοιμάζουν ήδη τέσσερις σημαντικές εκδόσεις: το λεύκωμα «Οδυσσέας Ελύτης: ο Ναυτίλος του αιώνα» και τα πρακτικά του συνεδρίου που έγινε στη Ρώμη το 2006 θα κυκλοφορήσουν από τον «Ικαρο». Ενας τόμος, με τίτλο «Συν τοις άλλοις» και με 37 συνεντεύξεις του Ελύτη από το 1942 ώς το 1992 και μια μικρή ανθολογία ποιημάτων και μελοποιήσεων θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Υψιλον» που θα έχει τίτλο έναν από τους πιο γνωστούς και αγαπημένους του, μελοποιημένους από τον Μίκη Θεοδωράκη στο «Αξιον Εστί»: «Με το λύχνο του άστρου». Στη διάρκεια της χρονιάς θα τεθεί σε λειτουργία και το site «Οδυσσέας Ελύτης», με πληροφορίες για τη βιογραφία, την εργογραφία, τις μεταφράσεις, τη βιβλιογραφία του Ελληνα ποιητή.
Λίγο μετά τη συνέντευξη Τύπου στο Μέγαρο, ήρθε και από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου η ανακοίνωση με τις εκδηλώσεις τις οποίες θα έχει υπό την αιγίδα του, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για το «Ετος Ελύτη».
Στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης, 21 Μαρτίου, θα γίνουν αναγνώσεις ποιημάτων και συζητήσεις για το έργο του σε διάφορα βιβλιοπωλεία της Αθήνας και της περιφέρειας, ενώ η Ιουλίτα Ηλιοπούλου θα διαβάσει στο Public στο Σύνταγμα επιλογές από το έργο του. Στο πλαίσιο της 8ης Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης θα φιλοξενηθεί στρογγυλό τραπέζι με συγγραφείς, πανεπιστημιακούς και εκπαιδευτικούς, ενώ θα υπάρχει και περίπτερο-αφιέρωμα με εικαστικό και φωτογραφικό υλικό και παρουσίαση των νέων εκδόσεων που θα κυκλοφορήσουν εν όψει του Ετους Ελύτη.
Κινητή έκθεση με 16 ταμπλό που θα περιλαμβάνει εργοβιογραφικά στοιχεία, εξώφυλλα βιβλίων, φωτογραφικό και αρχειακό υλικό για τη ζωή και το έργο του ποιητή θα ταξιδέψει σε όλη την Ελλάδα. Το ΕΚΕΒΙ τέλος θα στηρίξει εκδηλώσεις αφιερωμένες στον Ελύτη σε πανεπιστήμια, φορείς και βιβλιοπωλεία του εξωτερικού, ενώ θα επιχορηγούνται μεταφράσεις του έργου του.
Μας έμεινε πάντως η απορία: γιατί αφού όλα ανακοινώθηκαν την ίδια μέρα, δεν φιλοξενήθηκαν σε μια κοινή εκδήλωση υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού;
Πηγή Καθημερινή
17.2.2011
ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ (Οδυσσέας Ελύτης)
Ι
Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
της παλάμης , η Μοίρα , σαν κλειδούχος
μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο καιρός
πως αλλιώς , αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.
ΙΙ
Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
χωρίς εμάς και τραγουδώ τα άλλα που πέρασαν
εάν είναι αλήθεια
μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά
κι κιθάρες που αναβόσβηναν κάτω από τα νερά
τα "πίστεψε με" και τα "μη"
μια στον αέρα , μια στην μουσική
τα δυο μικρά ζώα , τα χέρια μας
που γύρευαν ν'ανεβουνε το ένα στο άλλο
η γλάστρα με το δροσάχι στις ανοιχτές αυλόπορτες
και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχοντουσαν μαζί
πάνω απ'τις ξερολιθιές , πίσω από τους φράχτες
την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
κι έτρεμε τρεις φορές το μώβ τρεις μέρες πάνω από τους καταρράχτες
εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
στον τοιχο , τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά
παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.
ΙΙΙ
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα
επειδή σ'αγαπω και στην αγάπη ξέρω
να μπαίνω σαν Πανσέληνος
από παντου , για το μικρό το πόδι μες στ'αχανη σεντόνια
να μαδάω γιασεμιά-κι έχω την δύναμη
αποκοιμισμένη , να φυσώ να σε πηγαίνω
μεσ'απο φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασκημίζουνε
ακουστά σ'εχουν τα κύματα
πως χαιδεύεις , πως φιλάς
πως λες ψιθυριστά το "τι" και το "ε"
τριγύρω στον λαιμό στον όρμο
πάντα εμείς το φως και η σκιά
πάντα εσύ τ'αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
το βρεγμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
τα δετά τριαντάφυλλα , το νερό που κρυώνει
πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
το γερτό παντζούρι εσύ , ο αέρας που το ανοίγει εγώ
επειδή σ'αγαπώ και σ'αγαπω
πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει
τόσο η νύχτα , τοσο η βοή στον άνεμο
τόσο η στάλα στον αέρα , τοσο η σιγαλιά
τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
κάμαρα τ'ουρανου με τ'αστρα
τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
που πια δεν έχω τίποτα άλλο
μες τους τέσσερις τοίχους , το ταβάνι , το πάτωμα
να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
να μυριζει από σένα και ν'αγριεύουν οι ανθρωποι
επειδή το αδοκίμαστο και το απ'αλλου φερμένο
δεν τ'αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς , μ'ακούς
είναι νωρίς ακόμη μες τον κόσμο αυτόν αγάπη μου
να μιλώ για σένα και για μένα
IV
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ'ακούς
δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ'ακούς
το χαμένο μου αίμα και το μυτερό , μ'ακούς
μαχαίρι
σαν κριάρι που τρέχει μες τους ουρανούς
και των άστρων τους κλώνους τσακιζει, μ'ακους
είμαι εγώ , μ'ακούς
σ'αγαπώ , μ'ακούς
σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
το λευκό νυφικό της Οφηλιας , μ'ακούς
που μ'αφήνεις , που πας και ποιος , μ'ακους
σου κρατεί το χέρι πάνω απ'τους κατακλυσμούς
οι πελώριες λιανές και των ηφαιστείων οι λαβές
θα'ρθει μέρα , μ'ακους
να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα , μ'ακους
να γυαλίσει επάνω τους η απονιά , μ'ακους
των ανθρώπων
και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
στα νερά ένα-ένα, μ'ακους
τα πικρά μου βότσαλα μετρώ , μ'ακους
κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία , μ'ακους
οπου κάποτε οι φιγούρες Των Άγιων
βγάζουν δάκρυ αληθινό , μ'ακους
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά , μ'ακους
ενα πέρασμα βαθύ να περάσω
περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
πουθενά δεν πάω , μ'ακους
Η κανείς η κι οι δυο μαζί, μ'ακους
το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και , μ'ακους
της αγάπης
μια για πάντα το κόψαμε
και δεν γίνεται ν'ανθίσει αλλιώς , μ'ακους
σ'αλλη γη , σ'αλλο αστέρι , μ'ακους
δεν υπάρχει το χώμα , δεν υπάρχει ο αέρας
που αγγίξαμε , ο ίδιος , μ'ακους
και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ'αλλους καιρούς
από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες , μ'ακους
να τινάξει λουλούδι , μονο εμείς , μ'ακους
μες στη μέση της θάλασσας
από μόνο το θέλημα της αγάπης , μ'ακους
ανεβάσαμε ολόκληρο νησί , μ'ακους
με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Ακου , ακου
ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει - ακούς;
ποιος γυρεύει τον αλλο , ποιος φωνάζει - ακούς;
ειμ'εγω που φωνάζω κι ειμ' εγώ που κλαιω , μ'ακους
σ'αγαπω , σ'αγαπω...μ'ακους
για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
με σοφές παραμάνες και μ'ανταρτες απόμαχους
από τι να'ναι που έχεις την θλίψη του αγριμιού
την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
και γιατί λεει , να μέλλει κοντά σου , να'ρθω
που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό
και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
στα μέρη τ'αψηλα της Κρήτης τίποτα
για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι
πιο δω , πιο κει, προσεχτικά , σ'ολο το γύρο
του γιαλού του προσωπου , τους κολπους , τα μαλλιά
στον λόφο κυματίζοντας αριστερά
το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου
βυθού , μεσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
ψηλά στο δώμα η πίσω στις πλάκες της αυλής
με τ'αλογο του Άγιου και το αυγό της Ανάστασης
σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
να χωράς στο κερακίτη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή
που κανείς να μην έχει δει κι ακούσει
τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη-άκρη στον αυλόγυρο
για σενα , ουτε η γερόντισσα μ'ολα της τα βοτάνια
για σένα μόνο εγω , μπορει , και η μουσική
που διώχνω μέσα μου αλλ'αυτη γυρίζει δυνατότερη
για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρόνων
το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει την θύμηση
και να το χώμα , να τα περιστερια , να η αρχαία μας γη.
VI
Έχω δει πολλά και η γη μεσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη
ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
η πέτρα η κοφτερή , ωραιότερα
το μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα
ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
της θάλασσας
ετσι σ'εχω κοιτάξει που μου αρκεί
να'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
μες το αυλάκι που το πέρασμα σου αφήνει
σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν'ακολουθει
και να παίζει με τ'ασπρο και το κυανό η ψυχή μου!
νικη , νικη όπου έχω νικηθεί
για τη ρολογια και για το γκιουλ-μπρισίμι
πηγαινε , πηγαινε και ας έχω εγώ χαθεί
μονος , και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο
μονος , και ας ειμ'εγω η πατρίδα που πενθεί
ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο
μόνος , ο αέρας δυνατός και μόνος τ'ολοστρογγυλο
βότσαλο στο βλεφαρισμό του σκοτεινού βυθού
ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
τον Παράδεισο!
VII
Ι
Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
της παλάμης , η Μοίρα , σαν κλειδούχος
μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο καιρός
πως αλλιώς , αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.
ΙΙ
Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
χωρίς εμάς και τραγουδώ τα άλλα που πέρασαν
εάν είναι αλήθεια
μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά
κι κιθάρες που αναβόσβηναν κάτω από τα νερά
τα "πίστεψε με" και τα "μη"
μια στον αέρα , μια στην μουσική
τα δυο μικρά ζώα , τα χέρια μας
που γύρευαν ν'ανεβουνε το ένα στο άλλο
η γλάστρα με το δροσάχι στις ανοιχτές αυλόπορτες
και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχοντουσαν μαζί
πάνω απ'τις ξερολιθιές , πίσω από τους φράχτες
την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
κι έτρεμε τρεις φορές το μώβ τρεις μέρες πάνω από τους καταρράχτες
εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
στον τοιχο , τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά
παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.
ΙΙΙ
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα
επειδή σ'αγαπω και στην αγάπη ξέρω
να μπαίνω σαν Πανσέληνος
από παντου , για το μικρό το πόδι μες στ'αχανη σεντόνια
να μαδάω γιασεμιά-κι έχω την δύναμη
αποκοιμισμένη , να φυσώ να σε πηγαίνω
μεσ'απο φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασκημίζουνε
ακουστά σ'εχουν τα κύματα
πως χαιδεύεις , πως φιλάς
πως λες ψιθυριστά το "τι" και το "ε"
τριγύρω στον λαιμό στον όρμο
πάντα εμείς το φως και η σκιά
πάντα εσύ τ'αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
το βρεγμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
τα δετά τριαντάφυλλα , το νερό που κρυώνει
πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
το γερτό παντζούρι εσύ , ο αέρας που το ανοίγει εγώ
επειδή σ'αγαπώ και σ'αγαπω
πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει
τόσο η νύχτα , τοσο η βοή στον άνεμο
τόσο η στάλα στον αέρα , τοσο η σιγαλιά
τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
κάμαρα τ'ουρανου με τ'αστρα
τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
που πια δεν έχω τίποτα άλλο
μες τους τέσσερις τοίχους , το ταβάνι , το πάτωμα
να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
να μυριζει από σένα και ν'αγριεύουν οι ανθρωποι
επειδή το αδοκίμαστο και το απ'αλλου φερμένο
δεν τ'αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς , μ'ακούς
είναι νωρίς ακόμη μες τον κόσμο αυτόν αγάπη μου
να μιλώ για σένα και για μένα
IV
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ'ακούς
δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ'ακούς
το χαμένο μου αίμα και το μυτερό , μ'ακούς
μαχαίρι
σαν κριάρι που τρέχει μες τους ουρανούς
και των άστρων τους κλώνους τσακιζει, μ'ακους
είμαι εγώ , μ'ακούς
σ'αγαπώ , μ'ακούς
σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
το λευκό νυφικό της Οφηλιας , μ'ακούς
που μ'αφήνεις , που πας και ποιος , μ'ακους
σου κρατεί το χέρι πάνω απ'τους κατακλυσμούς
οι πελώριες λιανές και των ηφαιστείων οι λαβές
θα'ρθει μέρα , μ'ακους
να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα , μ'ακους
να γυαλίσει επάνω τους η απονιά , μ'ακους
των ανθρώπων
και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
στα νερά ένα-ένα, μ'ακους
τα πικρά μου βότσαλα μετρώ , μ'ακους
κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία , μ'ακους
οπου κάποτε οι φιγούρες Των Άγιων
βγάζουν δάκρυ αληθινό , μ'ακους
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά , μ'ακους
ενα πέρασμα βαθύ να περάσω
περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
πουθενά δεν πάω , μ'ακους
Η κανείς η κι οι δυο μαζί, μ'ακους
το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και , μ'ακους
της αγάπης
μια για πάντα το κόψαμε
και δεν γίνεται ν'ανθίσει αλλιώς , μ'ακους
σ'αλλη γη , σ'αλλο αστέρι , μ'ακους
δεν υπάρχει το χώμα , δεν υπάρχει ο αέρας
που αγγίξαμε , ο ίδιος , μ'ακους
και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ'αλλους καιρούς
από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες , μ'ακους
να τινάξει λουλούδι , μονο εμείς , μ'ακους
μες στη μέση της θάλασσας
από μόνο το θέλημα της αγάπης , μ'ακους
ανεβάσαμε ολόκληρο νησί , μ'ακους
με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Ακου , ακου
ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει - ακούς;
ποιος γυρεύει τον αλλο , ποιος φωνάζει - ακούς;
ειμ'εγω που φωνάζω κι ειμ' εγώ που κλαιω , μ'ακους
σ'αγαπω , σ'αγαπω...μ'ακους
για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
με σοφές παραμάνες και μ'ανταρτες απόμαχους
από τι να'ναι που έχεις την θλίψη του αγριμιού
την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
και γιατί λεει , να μέλλει κοντά σου , να'ρθω
που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό
και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
στα μέρη τ'αψηλα της Κρήτης τίποτα
για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι
πιο δω , πιο κει, προσεχτικά , σ'ολο το γύρο
του γιαλού του προσωπου , τους κολπους , τα μαλλιά
στον λόφο κυματίζοντας αριστερά
το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου
βυθού , μεσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
ψηλά στο δώμα η πίσω στις πλάκες της αυλής
με τ'αλογο του Άγιου και το αυγό της Ανάστασης
σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
να χωράς στο κερακίτη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή
που κανείς να μην έχει δει κι ακούσει
τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη-άκρη στον αυλόγυρο
για σενα , ουτε η γερόντισσα μ'ολα της τα βοτάνια
για σένα μόνο εγω , μπορει , και η μουσική
που διώχνω μέσα μου αλλ'αυτη γυρίζει δυνατότερη
για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρόνων
το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει την θύμηση
και να το χώμα , να τα περιστερια , να η αρχαία μας γη.
VI
Έχω δει πολλά και η γη μεσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη
ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
η πέτρα η κοφτερή , ωραιότερα
το μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα
ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
της θάλασσας
ετσι σ'εχω κοιτάξει που μου αρκεί
να'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
μες το αυλάκι που το πέρασμα σου αφήνει
σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν'ακολουθει
και να παίζει με τ'ασπρο και το κυανό η ψυχή μου!
νικη , νικη όπου έχω νικηθεί
για τη ρολογια και για το γκιουλ-μπρισίμι
πηγαινε , πηγαινε και ας έχω εγώ χαθεί
μονος , και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο
μονος , και ας ειμ'εγω η πατρίδα που πενθεί
ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο
μόνος , ο αέρας δυνατός και μόνος τ'ολοστρογγυλο
βότσαλο στο βλεφαρισμό του σκοτεινού βυθού
ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
τον Παράδεισο!
VII
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
εχω ρίξει μες στ'απατα μιαν ηχώ
να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου