Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Προσφορά εις μνήμην Κωνστάντιου

Ο εικαστικός Στήβεν Αντωνάκος τίμησε τον οραματιστή του Βυζαντινού Μουσείου
 
Του Γιωργου Θ. Καλοφωνου*

Συμπληρώθηκε αυτές τις ημέρες ένας χρόνος από τον πρόωρο θάνατο του χαρισματικού διευθυντή του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, Δημήτρη Κωνστάντιου, του ανθρώπου που συνέδεσε το όνομά του με τη μεταμόρφωση του Μουσείου μετά την κτιριακή επέκτασή του στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Υπό την φωτισμένη καθοδήγησή του πραγματοποιήθηκε η επανέκθεση των μόνιμων συλλογών του Μουσείου (από τις σημαντικότερες διεθνώς), της Βυζαντινής που εγκαινιάσθηκε το 2004 και κατόπιν της Μεταβυζαντινής που εγκαινιάσθηκε πέρυσι λίγους μήνες δυστυχώς μετά τον θάνατό του, με την αναπληρώτρια διευθύντρια και συνεργάτιδά του Αναστασία Λαζαρίδου στη θέση του. Οργανωμένη από τον ίδιο και μια ομάδα εκλεκτών συνεργατών, η επανέκθεση έχει συγκεντρώσει τους ένθερμους επαίνους επισκεπτών και ειδικών από όλο τον κόσμο. Οι προωθημένες αντιλήψεις του Δημήτρη Κωνστάντιου για τον ρόλο των μουσείων στην εποχή μας, συνετέλεσαν ώστε το Βυζαντινό Μουσείο να ανοίξει τις πύλες του σε ένα πλήθος πολιτιστικών εκδηλώσεων και εκθέσεων υψηλής ποιότητας, που το έκαναν για πρώτη φορά γνωστό σε ένα ευρύτερο κοινό. Παράλληλα με σημαντικές διεθνείς βυζαντινολογικές εκθέσεις, το μουσείο φιλοξένησε διαλέξεις, συναυλίες, και εικαστικές εκθέσεις σύγχρονης τέχνης όπως η περυσινή έκθεση για τον Αντυ Γουώρχολ και την «Εικόνα».

Αφιερωμένη στη μνήμη του, η περασμένη Κυριακή ήταν ανοιχτή ημέρα για το Μουσείο. Με τη συγκινητική εθελοντική προσφορά όλου του προσωπικού του -που ανέλαβαν για μια μέρα τον ρόλο των φυλάκων και των ξεναγών- και με την παρουσία της νέας διευθύντριας και παλιάς συνεργάτιδος του Κωνστάντιου, της Ευγενίας Χαλκιά, το πολυάριθμο κοινό που συνέρρευσε, μπόρεσε να επισκεφθεί ολόκληρη τη μόνιμη έκθεση του Μουσείου. Επρόκειτο για ευκαιρία σπάνια, διότι η επανέκθεση της μεταβυζαντινής συλλογής έκλεισε λίγους μήνες μετά τα εγκαίνια και παραμένει κλειστή έκτοτε λόγω έλλειψης φυλακτικού προσωπικού.

Κορυφαία στιγμή ήταν η ανακοίνωση της προσφοράς του διακεκριμένου Νεοϋορκέζου εικαστικού Στήβεν Αντωνάκου ενός έργου του που θα ενσωματωθεί στη μόνιμη έκθεση του Μουσείου, αφιερωμένο στη μνήμη του εκλιπόντος. Γνωστός για το πρωτοποριακό έργο του, που εισήγαγε τη χρήση του «νέον» στη σύγχρονη τέχνη, ο Αντωνάκος υπήρξε όψιμος φίλος και θαυμαστής του Δημήτρη Κωνστάντιου. Η γνωριμία τους ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της έκθεσης του Αντωνάκου στον Πόρο, λίγους μήνες πριν από τη μεγάλη αναδρομική του έκθεση το 2007-2008 στο Μουσείο Μπενάκη. Ο Δημήτρης Κωνστάντιος θαύμαζε κι αυτός το έργο του Στήβεν Αντωνάκου, και την υπαινικτική σχέση του με τη βυζαντινή τέχνη. Παρά τον προφανή μινιμαλισμό στο εικαστικό ιδίωμα του Αντωνάκου, το έργο του χαρακτηρίζεται επίσης από έναν εσωτερικό διάλογο με την ορθόδοξη πνευματικότητα, που συνδέεται με τις ελληνικές ρίζες του διεθνούς δημιουργού, ο οποίος γεννήθηκε στη χώρα μας και μετανάστευσε με την οικογένειά του στη Νέα Υόρκη σε ηλικία τεσσάρων ετών. Ο διάλογος αυτός είναι περισσότερο εμφανής σε έργα του όπως τα παρεκκλήσια (chapels), ένα από τα οποία έχει ήδη δωρίσει στο Μουσείο, καθώς επίσης και στη χρήση ορισμένων υλικών όπως η χρυσή ή η αργυρή επένδυση σε άλλα έργα του, που παραπέμπουν με απολύτως αφαιρετικό τρόπο στον χρυσό κάμπο των ορθόδοξων εικόνων ή στα αργυρά καλύμματα των εικόνων και των λειτουργικών ευαγγελίων.

«Με καταλάβαινε και αναγνώριζε»
«Η στιγμή αυτή είναι πολύτιμη για μένα», είπε ο Στήβεν Αντωνάκος απευθυνόμενος στους παρισταμένους. «Είμαι πολύ ευτυχής που έχω αυτήν την ευκαιρία, εδώ, να προσφέρω τον βαθύ σεβασμό και την αγάπη που αισθάνομαι για τον Δημήτρη Κωνστάντιο. Ηταν ένας άνθρωπος με τρομερή ψυχική και πνευματική ενέργεια, και διορατικότητα εκπληκτική. Για μένα, ως καλλιτέχνη, ήταν μεγάλο δώρο να ξέρω ότι καταλάβαινε και αναγνώριζε ορισμένες βαθύτερες τάσεις του έργου μου».
Μιλώντας για το έργο που προσέφερε, ο Στήβεν Αντωνάκος ανέφερε μεταξύ άλλων: «Το έργο ανήκει σε μια ολιγάριθμη σειρά αναγλύφων που ξεκίνησα στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Συνδέονται με το βιβλίο μου «Αλφάβητος». Ορισμένα από τα ανάγλυφα αυτά είναι κατασκευασμένα από ξύλο χρωματισμένο λευκό και άλλα από ασήμι. (...) Ο κύκλος και το τετράγωνο –και συχνά ο ελλιπής κύκλος και το ασυμπλήρωτο τετράγωνο– είναι κεντρικά μοτίβα στην τέχνη μου – η «γλώσσα» που χρησιμοποιώ. Στο έργο μου, η μορφή είναι σημαντική. Τα σχήματα πρέπει να συνδέονται καλά μεταξύ τους και όλα μαζί πρέπει να συνδέονται καλά με το έργο ως όλον. Επιπροσθέτως, το έργο πρέπει να σχετίζεται καλά με το αρχιτεκτονικό περιβάλλον του, τον χώρο που το περικλείει. Το φως είναι πάντοτε πολύ σημαντικό. Το ασήμι ιδιαίτερα, με τις λαμπερές αντανακλάσεις του και τις σκοτεινές περιοχές του που δημιουργούν αντιθέσεις, έχει μια ζωντάνια, αλλάζοντας συνεχώς οπτικά όσο κινούμαστε μπροστά από το ανάγλυφο. (...) Το έργο αυτό συνδέεται με τα αργυρά καλύμματα των Ευαγγελίων, παρότι βέβαια η τέχνη μου είναι απολύτως αφηρημένη. Ο κάθε ένας θεατής θα βρει σ’ αυτό τα δικά του αισθήματα και τα δικά του νοήματα».

Εκδηλώσεις
Οι εφετινές εκδηλώσεις στη μνήμη του σημαντικού αυτού βυζαντινού αρχαιολόγου, μουσειολόγου και διευθυντή θα συνεχιστούν με την επιστημονική ημερίδα που διοργανώνουν οι συνεργάτες και φίλοι του, σε συνεργασία με το Μουσείο, στις 11 Μαρτίου, με θέμα «Μουσείο-Μνημείο-Κοινωνία» και με την συμμετοχή σημαντικών προσωπικοτήτων από την Ελλάδα και το εξωτερικό μεταξύ των οποίων η Helen Evans του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης και ο Jannick Durand από το Μουσείο του Λούβρου.
* Ο κ. Γ. Θ. Καλόφωνος είναι ιστορικός - βυζαντινολόγος.

21.2.2011


Δεν υπάρχουν σχόλια:

ShareThis