Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Η οθωμανική αγορά και η χρηματική αμοιβή

Σαββίδης Συμεών "Ανατολίτικο παζάρι"
Η οθωμανική αγορά, εξυπακούεται όχι μόνο αυτή, είναι πολυεπίπεδη: η αγορά της πόλης, το παζάρι· η αγορά που διαμορφώνεται ενόψει του εξωτερικού εμπορίου· πριν απ’ αυτές η όποια αγορά διαμορφώνεται στις οικιστικές μονάδες της υπαίθρου, τα χωριά. Συμβαίνει οι μικρές οικιστικές μονάδες να περικλείονται από τη θάλασσα: είναι, κατά κύριο λόγο, τα νησιά του Αρχιπελάγους, μάλιστα τα μικρότερα. Δεν έχουν αυτάρκεια παρά σχετική. Ολες όμως αυτές οι «εσωτερικές» αγορές είναι υπόφορες στη διακίνηση των αγαθών και, μαζί μ’ αυτές, στη διακίνηση των ανθρώπων: μεταφορείς, εποχικοί εργάτες, αγροτικοί και βιοτεχνικοί, ναυτικοί. Κάθε αγορά είναι αναγκασμένη να διαμορφώνει ένα σύστημα τιμών: άλλες οι τιμές του παζαριού, άλλες εκείνες του εξαγωγικού εμπορίου, άλλες εκείνες των τόπων παραγωγής.

Το παζάρι υπάρχει στις μικρές και στις μεγάλες πληθυσμιακές συγκεντρώσεις: άλλοτε είναι ανοιχτό, άλλοτε περίκλειστο, το «μπεζεστένι» με εσωτερική όμως συνήθως κατανομή, ανάλογα με το είδος των προϊόντων που προσφέρουν, προϊόντα φυσικά, προϊόντα βιοτεχνικά. Ολα τους, ωστόσο, πριν γίνουν εμπόρευμα υφίστανται μια επεξεργασία: από το όργωμα στη σπορά, από τη σπορά στη συγκομιδή, απ’ αυτήν στο αλώνισμα, στην αλευροποίηση· από το λινάρι και το βαμβάκι στο νήμα και στο ύφασμα, από το δέρας, το τομάρι, στο κατεργασμένο δέρμα, ένας ατέλειωτος χορός μεταποίησης.
Σε όλη αυτή τη μεταποιητική διαδικασία εμφιλοχωρεί η αμοιβή της εργασίας με χρήμα, αλλά η χρηματική αμοιβή του μόχθου δεν αποτελεί τον κανόνα: ο άμεσος παραγωγός ανήκει σε μια κλιμακωτή εκχρηματισμένη οικονομία, αλλά συγχρόνως είναι και απλός εμπορευματικός παραγωγός που περνά σε κάποια αγορά τις. μεταλλαγμένες σε χρηματικές, φυσικές αξίες που παράγει ενόψει ενός χρηματικού εισοδήματος, που η χρήση του είναι πολλαπλή. Αλλά τούτο είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο που δεν χωράει σε ένα σημείωμα παρά με την επίκληση της έννοιας της «υποχρεωτικής εμπορευματοποίησης», για την οποία μας δασκάλεψε εδώ και πολλά χρόνια ο Witold Kula. Ας ξαναγυρίσουμε στο παζάρι της πόλης.

Είναι ο τόπος και η μέθοδος μέσω του οποίου και με την οποία έρχονται σε επαφή ζητούντες και προσφέροντες με ενδιάμεσο το χρήμα, το νόμισμα, και όχι την αλλαγή υλικών προϊόντων. Το σύστημα φυσικά είναι πανάρχαιο. Το χρηματικό ενδιάμεσο, δηλαδή η τιμή, ρυθμίζεται βάσει συνδυασμένων εκτιμήσεων: τη ρύθμιση αυτή η οθωμανική εξουσία την ονόμαζε «ναρχ» κι αυτό καθόριζε την ανώτατη τιμή. Το κωδικοποιούσαν με σχολαστική ακρίβεια κατά προϊόν, αλλά και κατά «υπηρεσία». Στην κατανομή μνημονεύονταν και οι τόποι προέλευσης, που υποσήμαιναν και την «ιδιοπροσωπία» των εμπορευμάτων. Από την πλευρά τους οι κοινοτικοί θεσμοί υποκαθιστούσαν (όταν δεν υπήρχαν) τα οιονεί κρατικά όργανα του ελέγχου της αγοράς και αποκαταστούσαν το σκοπούμενό τους, στο οποίο προεξείχε η ικανοποίηση των καταναλωτικών αναγκών του πληθυσμού: πρόκειται για μιαν «ανωνική» πολιτική, σύνδρομο της οποίας ήταν ο περιορισμός του ανταγωνισμού: μια ακόμη από τις αντιφάσεις του συνολικού συστήματος, από το οποίο δεν ήταν μπορετό να εκλείψει ο ανταγωνισμός. Θα χρειαστεί να ξαναμιλήσουμε κάποια φορά για το σύστημα ισορροπίας, χωρίς να πούμε, εξυπακούεται, τίποτε το πρωτόφαντο, καθώς τίποτε το πρωτόφαντο δεν είπαμε ώς τώρα: είναι καλό όμως να αναθυμούμαστε.

Φορολογία
Η αγορά που συγκεντρώνει τις καθημερινές δοσοληψίες είναι ελεγχόμενη, έχει την αγορανομία της, αλλά και πηγή φορολογικών εσόδων. Είναι, καθώς λέγαμε, δεμένη με τη διακίνηση των αγαθών, ορισμένα από τα οποία δεν φορολογούνται στην πηγή τους αλλά κατά τη διακίνησή τους και τα κυριότερα τόσο στη φάση της παραγωγής όσο και σε κείνη της διακίνησης. Το ίδιο συμβαίνει και με την κτηνοτροφία. Το παζάρι βαρύνεται από τον συνώνυμο φόρο, το «μπάτζι παζάρ» - «φόρο ωνίων» κατά μία από τις μεταγενέστερες αποδόσεις στα ελληνικά. Υπάρχουν επίσης τα «διαπύλια» - τόσο το κάθε εισερχόμενο προϊόν. Ο φόρος αγοράς, το «μπατζ», ισχύει και στις μικρές οικιστικές συναθροίσεις: δεν είναι ενιαίο, αν και αναλογικό, αλλά συναρτημένο με τη διοικητική (συνάλληλη και όχι πάντα επάλληλη με τη δημοσιονομική) ενότητα όπου γίνονται οι δοσοληψίες: δοσοληψίες μέσα στα όρια του «καζά» (του «καδηλικιού»), με εμπορεύματα που έρχονται και απέξω («χαρίτζ»).

Τα δεύτερα υπόκεινται στην καταβολή υψηλότερου φόρου. Εκτός από τα διαπύλια υπάρχει και το τελωνείο, ο τελωνειακός φόρος, το «γκιουμρούκ» (τουρκοποίηση του βυζαντινού «κομμερκίου»), που βαρύνει τη θαλάσσια διακίνηση. Ας μην επεκταθούμε στις περιοδικές αγορές, τα ετήσια εμπορικά πανηγύρια και στις φορολογικές τους πρακτικές. Ας ξανάρθουμε στο παζάρι της πόλης επαναλαμβάνοντας ότι εξυπηρετεί την καθημερινή κατανάλωση: αποτελεί μια μορφή εμπορίου (όπως και σήμερα με τις αγορές των πόλεων), δεν εγκλείει όμως όλο το εμπόριο που συνήθως μελετάμε τα μεγάλα μεγέθη του εξαγωγικού και εισαγωγικού: ένας κατά χονδρική προσέγγιση υπολογισμός των μεγεθών (των ανατολικών μεγεθών) των δύο μορφών εμπορίας, και συνεπώς των δύο αγορών, θα έδειχνε πόσο υπέρτερα είναι τα συνολικά μεγέθη του παζαριού· και πόσο μεγαλύτερα θα ήταν αν συνυπολογιζόταν η αυτοκατανάλωση. Στοιχεία, όλα αυτά, διακριτικά της εσωτερικής αγοράς που δεν έχει αναχθεί σε εθνική· στοιχεία επίσης χαρακτηριστικά των (ετεροβαρών) οικονομικών ισορροπιών.

Του Σπ. Αδραχά
30.1.2011
* Ο Σπ. Ασδραχάς είναι ιστορικός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ShareThis