Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Χρειαζόμαστε τους πλούσιους;

Η απόκτηση πλούτου είναι ανθρώπινος διαχρονικός πόθος και οι πλούσιοι ομάδα ξεχωριστή, που πολλοί θαυμάζουν, άλλοι φθονούν και αρκετοί μισούν. Για τις κυβερνήσεις επίσης ο πλούτος, με τη μορφή της ανάπτυξης, είναι ίσως πρώτος σκοπός και βασικό εργαλείο πολιτικής, όπως και οι πλούσιοι πρώτη επιλογή του κάθε υπουργού Οικονομικών για την επιβολή φόρων.

Οταν η χώρα αναπτύσσεται, ο πλούτος ρέει, οι πλούσιοι κερδίζουν, ο κόσμος ξοδεύει και λογικώς γεμίζουν τα κρατικά ταμεία. Σε εποχές ευφορίας τα πάντα είναι ευκολότερα και οι συμβιβασμοί κοστίζουν λιγότερο. Τότε η άσκηση λύνεται και τα διλήμματα σπανίζουν.

Οι φτωχοί προσδοκούν, οι πλούσιοι θαυμάζονται και οι κυβερνήσεις βολεύονται, βρίσκουν χρήματα, δεν καίγονται, ούτε επιθυμούν συγκρούσεις. Σαν έλθουν όμως οι κακές μέρες, όπως τώρα συμβαίνει, τα πράγματα αλλάζουν. Η ανισοκατανομή του πλούτου αποκαλύπτεται, οι πλούσιοι, οι έχοντες και κατέχοντες, φανερώνονται, οι κυβερνήσεις καίγονται και η συζήτηση αλλάζει.

Σε τέτοιες περιόδους οι φόροι γίνονται πρώτο θέμα, η επιβολή τους αναστατώνει τους πάντες και ιδιαιτέρως τους πλούσιους, οι οποίοι πρώτοι καλούνται να πληρώσουν για όσα απήλαυσαν στις καλές τις μέρες.

Το ερώτημα που τίθεται πάντοτε είναι πόσο και ποιοι θα πληρώσουν.

Ποιοι είναι οι πλούσιοι, πώς θα τους βρούμε και πόσο πρέπει να φορολογηθούν ώστε να μη μεταναστεύσουν εξαιτίας του φορολογικού βάρους. Με άλλα λόγια δεν τίθεται ζήτημα. Τους πλούσιους τους χρειαζόμαστε, τόσο για τη δημιουργία τους όσο και για τους φόρους που κάθε φορά καλούνται να πληρώσουν. Αρκεί βεβαίως να τους πληρώνουν...

Πηγή Το Βήμα
14.2.2010

=================================================================
Να επικηρυχθούν οι φοροφυγάδες

Κάτω από την αδυσώπητη πίεση των χρηματοοικονομικών αγορών και των Βρυξελλών, η κυβέρνηση υποχρεώνεται να εγκαταλείψει εσπευσμένα τις δειλές προεκλογικές εξαγγελίες και να ακολουθήσει σκληρή δημοσιονομική πολιτική. Πρόκειται για μοιραία επιλογή, αφού η δραστική μείωση των κρατικών δαπανών, με παράλληλη αύξηση των φόρων, οδηγεί εκ του ασφαλούς στη συρρίκνωση της ζήτησης καταναλωτικών και επενδυτικών αγαθών. Αυτό θα έχει εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις στη χώρα μας, που αναμένει την οικονομική ανάκαμψη πρωτίστως από την εσωτερική αγορά και ελάχιστα από τις εξαγωγές, που αποτελούν μόλις το 20% του ΑΕΠ. Αυτό βέβαια το ξεχνούν οι φωστήρες των αγορών και των Βρυξελλών, που μας καλούν να μιμηθούμε το παράδειγμα της Ιρλανδίας. Η χώρα αυτή όμως έχει εντελώς εξωστρεφή οικονομία (με εξαγωγές 80% του ΑΕΠ) και επομένως οι δραστικές περικοπές μισθών πολύ λίγο επηρεάζουν την προοπτική οικονομικής ανάκαμψης, που εξαρτάται αποκλειστικά από τις διεθνείς αγορές.
Τι τραγική ειρωνεία, αλήθεια. Χρόνια τώρα μας καλούσαν να ακολουθήσουμε το ιρλανδικό μοντέλο ανάπτυξης. Τώρα που κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος, μας καλούν να ακολουθήσουμε το ιρλανδικό μοντέλο ανάκαμψης! Το γεγονός και μόνο ότι η πολιτική των Βρυξελλών ταυτίζεται σήμερα με την πολιτική των χρηματοοικονομικών αγορών αποτελεί κατάντια. Οταν άρχισε να φουντώνει η διεθνής πιστωτική κρίση (αρχές του 2008) και η ναυαρχίδα της ευρωζώνης ένιωθε ότι και αυτή απειλείται, οι γερμανοί ιθύνοντες έσπευσαν πάραυτα να στηλιτεύσουν τον αγγλοσαξονικό καπιταλισμό των χρηματοοικονομικών αγορών και τους διεθνείς κερδοσκόπους, χρησιμοποιώντας μάλιστα σκληρή γλώσσα, βγαλμένη κατευθείαν από τις σελίδες της «Αποκάλυψης» ( «ακρίδες» και «τέρατα» είχαν αποκληθεί από τον πρόεδρο της χώρας και τον προηγούμενο υπουργό Οικονομικών). Σήμερα, μόλις δύο χρόνια μετά, αυτοί που κάποτε πρωτοστατούσαν για την «πολιτική Ευρώπη» δεν διστάζουν να συντονιστούν με τις αγορές και τους κερδοσκόπους, που χρησιμοποιούν τα κρατικά πακέτα διάσωσης για να τιμωρήσουν τις «σπάταλες» χώρες του Νότου.

Τα τελευταία δέκα χρόνια η Ελλάδα σημείωσε εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης (διπλάσιους και τριπλάσιους από τον μέσον όρο των χωρών της ευρωζώνης), αλλά από την ανάπτυξη αυτή ελάχιστα ωφελήθηκε η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών. Οι μισθοί και οι συ ντάξεις εξακολουθούν να είναι από τους χαμηλότερους της ευρωζώνης και η ψαλίδα μεταξύ πλούτου και φτώχειας εξαιρετικά μεγάλη, αφού η κερδοφορία των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων εκτοξεύθηκε στα ύψη. Η κερδοφορία αυτή ενισχύθηκε από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, γεγονός που συνέβαλε στη διόγκωση του δημοσίου χρέους που τόσο ακριβά πληρώνουμε σήμερα. Επρόκειτο ουσιαστικά για ευρείας κλίμακας μεταβίβαση εισοδήματος από τους μισθούς στα κέρδη και από τα χαμηλά στα υψηλά εισοδήματα. Η φορολογική αυτή πρακτική ήταν η αιχμή του δόρατος των απανταχού νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και είχε διπλό στόχο. Πρώτον, να στερήσει από το κράτος τα φορολογικά έσοδα που χρειάζεται για τη χρηματοδότηση των πολιτικών του, έτσι ώστε με την πάροδο του χρόνου να περιθωριοποιηθεί. Δεύτερον, να δωρίσει στους «επενδυτές» τα χρήματα που χρειάζονται για την εξαγορά των δημοσίων επιχειρήσεων (δωρεάν ιδιωτικοποιήσεις).

Φορολογικοί παράδεισοι

Οποιαδήποτε προσπάθεια ανασυγκρότησης του φορολογικού συστήματος οφείλει να αποκαταστήσει τις ισορροπίες που ανετράπησαν. Τα χρήματα αυτά πρέπει να επιστρέψουν στα ταμεία του κράτους για να καλυφθούν τα ελλείμματα και να σωθεί η χώρα. Το εγχείρημα δεν είναι καθόλου εύκολο, ακόμη και αν υπάρχει πολιτική βούληση. Ωστόσο η συγκυρία είναι κατάλληλη για να αναληφθεί μια σταυροφορία επαναπατρισμού κεφαλαίων με πιθανότητες επιτυχίας. Τώρα που το αντικρατικό μένος έχει κοπάσειόλοι κατάλαβαν ότι καπιταλισμός χωρίς κράτος είναι καθαρός παραλογισμός- η πρόσφατη διάσκεψη κορυφής του G20 έβαλε ψηλά στην ατζέντα το θέμα του ελέγχου των φορολογικών παραδείσων και εξουσιοδότησε τον ΟΟΣΑ να καταρτίσει «μαύρη λίστα» με τα χρηματοοικονομικά κέντρα που αρνούνται να συνεργαστούν με τις φορολογικές αρχές.

Μαστίγιο και καρότο

Οι μεγάλες χώρες είναι ιδιαίτερα δραστήριες στον τομέα αυτόν. Οι ΗΠΑ υποχρέωσαν τις ελβετικές αρχές να άρουν το τραπεζικό απόρρητο για χιλιάδες αμερικανούς φορολογουμένους. Η Γερμανία χρησιμοποίησε την υπηρεσία πληροφοριών(!) για να κλέψει από τράπεζα του Λιχτενστάιν ηλεκτρονική βάση δεδομένων με τα ονόματα μεγάλων γερμανών φοροφυγάδων, τα οποία και δημοσιοποίησε. Τις τελευταίες ημέρες γερμανοί αξιωματούχοι δηλώνουν ότι πλήρωσαν 2,5 εκατ. δολ. για να αποκτήσουν τα ονόματα χιλιάδων Γερμανών που φοροδιαφεύγουν σε τράπεζες της Ελβετίας. Εκτός από την πολιτική του μαστιγίου υπάρχει και η πολιτική του καρότου. Η Ιταλία έδωσε κίνητρα και κατόρθωσε να επαναπατρίσει 100 δισ. ευρώ, με έσοδα 5 δισ. ευρώ για τα κρατικά ταμεία. Αποτελεί ευχάριστη έκπληξη που ο κ. Παπακωνσταντίνου αποφάσισε να χρησιμοποιήσει και τις δύο μεθόδους στη μάχη για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Πρέπει ωστόσο να πάρει αμέσως και το μαστίγιο. Εξι μήνες είναι πολύ μεγάλος χρόνος στην ιστορική συγκυρία που ζούμε. Ας κάνει εδώ και τώρα αυτό που κάνουν οι Γερμανοί. Να επικηρύξει τους φοροφυγάδες δίνοντας κίνητρα σ΄ όσους κατέχουν στοιχεία να τα παραδώσουν στις ελληνικές αρχές. Ετσι θα αποδώσει καρπούς και η πολιτική του καρότου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για θέμα ζωής ή θανάτου για τη χώρα και άρα ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Τα κεφάλαια αυτά δεν συμβάλλουν με κανέναν τρόπο στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, γι΄ αυτό και το όφελος θα είναι τεράστιο αν συλληφθούν φορολογικά. Αν όχι, η μόνη λύση που απομένει είναι οι φόροι κατανάλωσης (ΦΠΑ, καύσιμα, ποτά, τσιγάρα), που, εκτός του ότι είναι κοινωνικά άδικοι, συρρικνώνουν ακόμη περισσότερο την ισχνή αγοραστική δύναμη των μικρομεσαίων στρωμάτων, οδηγώντας σε ασφυξία την εσωτερική αγορά. Τα ρετιρέ της κοινωνίας δεν είναι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι.

Οι έχοντες και κατέχοντες βρίσκονται εκτός των τειχών, στους διεθνείς φορολογικούς παραδείσους.

Από εκεί πρέπει ν΄ αρχίσει η προσπάθεια φορολογικής ανασυγκρότησης της χώρας.

Του κ. Δουράκη
Ο κ. Γ. Δουράκης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

Πηγή Το Βήμα
14.2.2010






Δεν υπάρχουν σχόλια:

ShareThis