Η κατά κύματα επιβολή νέων φόρων, υπογραμμίζουν οι επικριτές των κυβερνητικών μέτρων, υπονομεύει την ανάπτυξη. Οντως. Η φορολογία στερεί κεφάλαια από επενδύσεις και κατανάλωση. Η μόνη περίπτωση όπου η αφαίμαξη λειτουργεί αναπτυξιακά είναι όταν το κράτος διοχετεύει κονδύλια σε παραγωγικές τοποθετήσεις, ενώ οι ιδιώτες θα τα διέθεταν για εισαγόμενα είδη πολυτελείας.
Στην Ελλάδα όμως δεν ισχύει αυτό- όχι πάντως ως προς το κράτος. Μεγάλο μέρος των δαπανών είναι μισθοί για περιττό προσωπικό, προνομιακές παροχές, σπατάλες σε έργα που πληρώνονται τρίδιπλα λόγω διαφθοράς. Εξ ου οι ξένοι υποδεικνύουν ότι η «δημοσιονομική προσαρμογή» πρέπει να γίνει κατά το 1/3 με νέους φόρους και κατά τα 2/3 με μείωση δαπανών. Οι φόροι δεν μπορούν να αυξάνονται εις το άπειρον χωρίς να τραυματίζουν την οικονομία, ιδίως όταν είναι προδιαγεγραμμένο ότι θα πάνε στον πάτο του πηγαδιού.
Το μόνο κακό είναι ότι πολλοί ομιλούντες για ανάπτυξη εν Ελλάδι αντιτάσσονται και στους φόρους και στη μείωση των εξόδων, πράγμα που αφήνει ανεξήγητο πώς θα νοικοκυρευτεί η κατάσταση. Μια λύση είναι η προσέλκυση κεφαλαίων (όπως ο επαναπατρισμός - ακόμη και χωρίς επιβάρυνση- ή η ελεύθερη χρήση των καταθέσεων για αγορά ομολόγων), αλλά δεν αρκεί. Το Δημόσιο είναι αναγκασμένο να αυξήσει τους φόρους. Μόνο που πρέπει, πολύ περισσότερο, να μειώσει τα έξοδα.
Το «γιατί» προκύπτει και από απλούς αριθμούς. Παράδειγμα, ένας άνθρωπος που κερδίζει 50.000 ευρώ ετησίως (17 εκατ. παλιές δραχμές). Καλείται να πληρώσει φόρο εισοδήματος 11.800, ήτοι 23,6%. Ο φόρος εισοδήματος δεν είναι όμως η κύρια επιβάρυνση στην Ελλάδα. Κατά τον προϋπολογισμό θα αποφέρει γύρω στα 17 δισ. ευρώ, ενώ οι έμμεσοι φόροι πάνω από 30 δισ. (και αυτό πριν από την αύξηση στα καύσιμα)- μόνο οι φόροι στον καπνό αντλούν 4 δισ. ευρώ, το 23% του φόρου εισοδήματος. Ο άνθρωπός μας λοιπόν θα κληθεί να πληρώσει φόρο σε κάθε αγορά με βασικό συντελεστή ΦΠΑ 19% και με πολύ μεγαλύτερη επιβάρυνση για καύσιμα, καπνό και οινοπνευματώδη, για είδη δηλαδή βασικότατα- όσο και αν αυτό παραξενεύει ορισμένους οικολόγους. Θα πληρώσει επίσης δημοτικά τέλη, ΕΡΤ, ΦΜΑΠ, ΤΑΠ. Κατά μετριοπαθή εκτίμηση θα πληρώσει σε τέτοιες επιβαρύνσεις άλλες 7.500 ευρώ, άρα μαζί με τον φόρο εισοδήματος 19.300 ή 38,6% του εισοδήματός του.
Kαι όμως αυτός ο άνθρωπος, με τέτοιο εισόδημα και τόση επιβάρυνση, δεν φτάνει να καλύψει το κόστος ενός περιττού δημοσίου ή δημοτικού υπαλλήλου ή συμβασιούχου της ΕΡΤ, πολύ λιγότερο ενός λιμενεργάτη. (Μάλλον πάντως θα φτάνει ο κόπος του για την επιδότηση ενός αγροτικού κλήρου.)
Το κράτος πρέπει να έχει έσοδα. Σήμερα όμως διαθέτει μεγάλο μέρος τους προς σίτιση ράθυμων πολιτικών πελατών. Απομυζά πόρους, αντί να τους αξιοποιεί. Λόγω των συνθηκών, αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Από μια πλευρά μπορεί να βγει σε καλό.
Του Δ. Καστριώτη
Πηγή Το Βήμα
13.2.2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου