Το ότι «ο νεκρός δεδικαίωται» είναι στη χώρα μας κάτι σαν δόγμα. Ακόμα και ο δογματισμός όμως έχει τα όριά του, όπως δείχνει η ψυχρή υποδοχή της είδησης του θανάτου του Δημήτρη Ιωαννίδη, πρώην πραξικοπηματία και δικτάτορα, κύριου υπεύθυνου για την τραγωδία της Κύπρου. Αν δεν «έφευγε» Δεκαπενταύγουστο, είναι πιθανόν οι περισσότεροι Ελληνες να μην είχαν αντιληφθεί ότι απεβίωσε πλήρης ημερών και αμετανόητος - ο δικτάτορας αρνήθηκε όλα αυτά τα χρόνια να ζητήσει χάρη για όσα άνομα και καταστρεπτικά έπραξε.
Πολλοί είχαν ξεχάσει ότι υπήρχε. Τριάντα έξι χρόνια έχουν περάσει από τότε, οι φιγούρες από το παρελθόν θολώνουν στη μνήμη. Στις 26 Ιουλίου ο Ιωαννίδης αποδέσμευσε τη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στον «Αδέσμευτο Τύπο» ένα χρόνο νωρίτερα. Μπορεί να μιλούσε για πρώτη φορά, πέρασε όμως απαρατήρητος.
Δεν είχε άλλωστε κάτι πολύ σημαντικό να πει. Στη συνέντευξη επανέλαβε τις δύο λέξεις, τις μοναδικές που έγραψαν Ιστορία από το στόμα του, απευθυνόμενος στους Αμερικανούς το 1974: «Με εξαπατήσατε!». Γιατί δεν κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία στη συνέχεια; Διότι, όπως υποστηρίζει, τον πρόδωσαν οι αρχηγοί των επιτελείων και ο Γκιζίκης. Φυσικά, δεν βρήκε ούτε μια κουβέντα να πει στη συνέντευξη για ποιο λόγο οργάνωσε το πραξικόπημα το οποίο ανέτρεψε τον Μακάριο και προκάλεσε στην εθνική τραγωδία στην Κύπρο.
Την αλήθεια για το πραξικόπημα, την αλήθεια για το τι έγινε τις κρίσιμες ώρες της εισβολής, ο Δημήτρης Ιωαννίδης την πήρε μαζί του στον τάφο του. Δύσκολα άλλωστε θα αποκάλυπτε κάτι ουσιαστικό. Συνωμοτικός και κρυψίνους ήταν πάντοτε, αν πιστέψει κανείς το προφίλ του, που είχε καταρτίσει η CIA το 1973: «Είναι πολύ συγκρατημένος και περίεργος μπροστά σε γυναίκες και ανθρώπους που δεν γνωρίζει».
Ο Δημήτρης Ιωαννίδης γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1923 στην Αθήνα, από οικογένεια επιχειρηματιών της μεσαίας τάξης. Μπήκε στη Σχολή Ευελπίδων το 1940. Το 1945 έγινε μέλος του ΙΔΕΑ και συμμετείχε στο αποτυχημένο πραξικόπημα του 1951. Αυτό δεν επηρέασε την εξέλιξή του. Περισσότερο του στοίχισε ότι ήταν από τους τελευταίους της τάξης του, κάτι που καθυστέρησε την προαγωγή του σε συνταγματάρχη ώς το 1970.
Το 1956, ο Ιωαννίδης έγινε αρχηγός της ομάδας που οργάνωσε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Το 1959 παρέδωσε την αρχηγία στον Δημήτριο Πατίλη, ενώ το 1969 ανέλαβε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Παρέμεινε όμως ενεργός και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο πραξικόπημα, ως αρχηγός του Τάγματος των Ευέλπιδων, τους οποίους διέταξε εκείνο το βράδυ να στήσουν μπλόκα και να καταλάβουν κυβερνητικά κτίρια στην Αθήνα. Τον Οκτώβριο του 1967, ανέλαβε αρχηγός της ΕΣΑ και έγινε έτσι προϊστάμενος όλων των βασανιστών της χούντας. Η δουλειά με τους πολιτικούς κρατουμένους δεν του ήταν άγνωστη, στη διάρκεια του Εμφυλίου είχε υπηρετήσει στο ειδικό τάγμα στη Μακρόνησο.
Αναλαμβάνοντας αυτό το πόστο είχε σκοπό να ελέγξει και τον Στρατό, την πηγή ισχύος της χούντας. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Κωνσταντίνου, τον Δεκέμβριο του 1967, ανέλαβε την ευθύνη για την παρακολούθηση ενεργών αλλά και απόστρατων αξιωματικών, ενώ ταυτόχρονα ήλεγχε και τις μεταθέσεις των αξιωματικών. Οταν το 1968 ο Παπαδόπουλος ζήτησε από τους αξιωματικούς που συμμετείχαν στην κυβέρνηση της χούντας να επιλέξουν ανάμεσα στην ενεργό υπηρεσία και την πολιτική, ο Ιωαννίδης επέλεξε τη θέση του και τον βαθμό του. Με τη μέθοδο αυτή, διατήρησε την επαφή με τους νεότερους αξιωματικούς του Στρατού, κάτι που θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά χρήσιμο το 1973, όταν ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο.
Η διάσταση απόψεων ανάμεσα στον Ιωαννίδη και τον Παπαδόπουλο είχε εκδηλωθεί το 1970, όταν ο πρώτος τάχθηκε κατά του δημοψηφίσματος για το Σύνταγμα. Από τότε ήταν έντονα επικριτικός απέναντι στον τρόπο διακυβέρνησης του δικτάτορα και τις κατηγορίες για νεποτισμό και διαφθορά. Εκείνο με το οποίο διαφωνούσε πάντως ριζικά ο Ιωαννίδης ήταν η προσπάθεια του Παπαδόπουλου για «φιλελευθεροποίηση» του καθεστώτος και ανοίγματα στον πολιτικό κόσμο.
Η ευκαιρία που περίμενε ήρθε μία εβδομάδα μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, στις 25 Νοεμβρίου 1973. Ωστόσο δεν ανέλαβε ο ίδιος, αλλά διόρισε τον Αδ. Ανδρουτσόπουλο πρωθυπουργό και Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Φαίδωνα Γκιζίκη. Την ουσιαστική εξουσία όμως την ασκούσε ο ίδιος από το παρασκήνιο.
Επί Ιωαννίδη, το καθεστώς έγινε πολύ πιο σκληρό στο εσωτερικό και ασύγκριτα επιθετικότερο στο εξωτερικό, και ειδικά στην Κύπρο. Τον Ιανουάριο του 1974, μετά τον θάνατο του στρατηγού Γρίβα, ο Ιωαννίδης δρομολόγησε σχέδιο για να αποκτήσει τον έλεγχο της οργάνωσης ΕΟΚΑ Β΄, χρησιμοποιώντας ως όχημα την Εθνική Φρουρά, της οποίας ηγούντο αξιωματικοί αποσπασμένοι από τον Ελληνικό Στρατό.
Ακόμα και σήμερα ξαφνιάζει ότι ο Ιωαννίδης, ο οποίος είχε υπηρετήσει στην Κύπρο το 1963 και μισούσε τον Μακάριο θανάσιμα, θεωρούσε ακόμα, στις 15 Ιουλίου του 1974, πως το πραξικόπημα ήταν μια εσωτερική ελληνική υπόθεση. Σε πράκτορα της CIA μάλιστα, την ημέρα εκείνη, εξέφρασε την πεποίθηση ότι οι Τούρκοι δεν πρόκειται να αντιδράσουν: «Δεν έχουμε ενοχλήσει τους Τούρκους, δεν έχουμε αποφασίσει την ένωση», ήταν το επιχείρημά του.
Για κανέναν σοβαρό ηγέτη δεν θα αποτελούσε επιχείρημα το ότι εξαπατήθηκε από τους συμμάχους του. Στην πραγματικότητα όμως ο Ιωαννίδης δεν είχε προσπαθήσει καν να διαγνώσει καν τις προθέσεις της Ουάσιγκτον σε θεσμικό επίπεδο. Είχε αρνηθεί να δημιουργήσει δίαυλο επικοινωνίας με τον πρέσβη Τάσκα λόγω της ανασφάλειας και της μυστικοπάθειάς του. Ζητούσε οι συναντήσεις με τον πρέσβη να παραμένουν μυστικές και το περιεχόμενό τους να μην αποκαλύπτεται στις Επιτροπές του Κογκρέσου, ακόμη και κατόπιν αιτήματος των βουλευτών. Προτίμησε να διατηρήσει ως μοναδικό κανάλι επικοινωνίας τη CIA (με τους πράκτορες της οποίας ως άνθρωπος του παρασκηνίου αισθανόταν άνετα) και παρέπεμψε τον Τάσκα στον Ανδριτσόπουλο. Η έλλειψη άμεσης και έγκυρης πληροφόρησης για τη στάση των Αμερικανών μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, ενδέχεται κατά κάποιους να ήταν καθοριστική για την πορεία που πήραν τα πράγματα.
Τι άνθρωπος ήταν εν τέλει ο Ιωαννίδης; Φανατικός αμερικανόφιλος σίγουρα, ήθελε άλλωστε να συμμετάσχει η Ελλάδα στο πλευρό των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ. Οπαδός του αυταρχισμού ήταν σε κάθε περίπτωση, θεωρούσε ότι η χούντα δεν έπρεπε να επιτρέψει εκλογές στην Ελλάδα πριν περάσουν 20 χρόνια. Στο στράτευμα είχε τη φήμη ηθικού ανθρώπου. Στο «προφίλ» του η CIA αναφέρει, ότι κάποιοι τον περιγράφουν ως έξυπνο και αποφασισμένο, κάποιοι άλλοι όμως τον θεωρούσαν με ικανότητες κάτω του μέσου όρου και χωρίς φαντασία. Επίσης, ότι είχε μια απλοϊκή, εσωστρεφή αντίληψη των πραγμάτων (είχε βγει από την Ελλάδα μόνο μια φορά, για μετεκπαίδευση στη Γερμανία). Αναφέρεται ενδεικτικά η πεποίθησή του, ότι «ο Τύπος στις ΗΠΑ ελέγχεται από τους κομμουνιστές και τους συνοδοιπόρους της».
Αθεράπευτα αφελής, φανατικός που έχασε τον έλεγχο ή ενσυνείδητος εφιάλτης; Αυτός είναι ο γρίφος για τους ιστορικούς. Στην περίπτωσή του όμως θα ταίριαζε μια φράση του Τσώρτσιλ, με αποδέκτη τον πρωθυπουργό του κατευνασμού Αλεκ Μπόλντγουιν: «Θα ήταν καλύτερα για την Ελλάδα, αν δεν είχε ζήσει ποτέ».
Του Παναγή Γαλιατσάτου
Πηγή Το Βήμα
17.8.2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου