Η σημερινή μορφή του ελληνικού λιανεμπορίου δεν αποτελεί παρά τη νεωτερική εξέλιξή του. Και το σημείο της αφετηρίας της χρονολογείται από τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ωστόσο η ελληνική κοινωνία έχει συνδέσει ιστορικά την εξέλιξή της με τη μορφή του παντοπωλείου, του «μπακάλικου» στην καθομιλουμένη.
Μια μορφή η οποία, αν και σε μεγάλο βαθμό όσα συνέβησαν τις τέσσερις - πέντε τελευταίες δεκαετίες την έχουν απωθήσει από το προσκήνιο της αγοράς, εξακολουθεί να ασκεί ακόμη ισχυρή γοητεία στους έλληνες καταναλωτές. Η οικογένεια Θανοπούλου είναι ίσως η μοναδική - συνεχίζουσα τη λιανεμπορική δραστηριότητά της - που συνδέει το σημερινό λιανεμπόριο με τον 19ο αιώνα. Από το μεγάλο μπακάλικο της οδού Αιόλου που απευθυνόταν στην κοινωνική ελίτ της εποχής στη σημερινή μικρή αλυσίδα σουπερμάρκετ των βορείων προαστίων της Αθήνας, η οποία εξακολουθεί να απευθύνεται στην κοινωνική ελίτ αυτής της περιοχής. Από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα ως και το 2008, τέσσερις γενιές της οικογενείας Θανοπούλου (σήμερα πρόκειται για την οικογένεια του κ. Δ. Θανόπουλου) συνεχίζουν τη «διακριτική» αλλά ασφαλώς αξιοπρόσεκτη παρουσία τους στο αθηναϊκό λιανεμπόριο.
Η επιχειρηματική ιστορία της οικογενείας Θανοπούλου αρχίζει περίπου στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ο Παναγιώτης Θωμόπουλος σε ηλικία 14 ετών το 1863 φεύγει από το χωριό του Μαγούλιανα - στην ορεινή Αρκαδία, κοντά στη Βυτίνα - και έρχεται στην Αθήνα για να εργαστεί ως «μπακαλόγατος», όπως αποκαλούνταν μάλλον υποτιμητικά τότε οι βοηθοί παντοπωλείων, φτωχά παιδιά από την επαρχία που δεν δούλευαν μόνο στα παντοπωλεία της εποχής και αργότερα, ως τα χρόνια του Μεσοπολέμου, αλλά διέμεναν και μέσα σε ειδικό χώρο του καταστήματος. Ο τότε νεαρός Π. Θωμόπουλος «έπιασε δουλειά σε κάποιον μακρινό συγγενή του μπακάλη, ονόματι Καραλή, ο οποίος διατηρούσε μικρό κατάστημα κάπου στην οδό Ακαδημίας» αφηγείται ο κ. Δ. Θανόπουλος.
Πολλές φορές όμως την «τύχη» τους τη διαμορφώνουν οι ίδιοι οι άνθρωποι. Οπως εξηγεί ο ίδιος: «Ο Καραλής αρρώστησε σοβαρά και αναγκάστηκε για πολλούς μήνες να απουσιάσει από το μαγαζί. Καθ' όλο αυτό το διάστημα ο νεαρός Θανόπουλος τηρούσε με θρησκευτική ευλάβεια τους λογαριασμούς και μόλις ο ιδιοκτήτης επέστρεψε του απέδωσε τα νόμιμα. Ο ιδιοκτήτης εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την τιμιότητα και την εργατικότητα του Θανόπουλου, ώστε του πρότεινε να γίνει συνεταίρος του». Οπερ και εγένετο. Στο κατάστημα του Καραλή παρέμεινε συνεταίρος ως το 1877 οπότε αποφάσισε να ανοίξει το δικό του παντοπωλείο στην Αιόλου 79, με την επωνυμία «Θανόπουλος. «Αυτό το κατάστημα» εξηγεί ο κ. Θανόπουλος «σύντομα απέκτησε εξαιρετική φήμη και έγινε το καλύτερο μπακάλικο της τότε Αθήνας».
* Σημείο αναφοράς
Αποτέλεσε σημείο αναφοράς όλης της κοινωνικής ελίτ της εποχής. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι «ο Π. Θανόπουλος αγόρασε κοντά στις παραδουνάβιες περιοχές εκτάσεις και παρήγαγε δικό του χαβιάρι». Και στην εφημερίδα του «Ρωμηός», στο φύλλο της 30ής Μαρτίου 1885 ο Γ. Σουρής έγραφε: «Χαβιάρι Γιέλβας και τυριά και μπύρα στην μπουκάλα, σαμπάνια ανεκτίμητη καθώς και τόσα άλλα, τουτέστιν αυγοτάραχα και του κουτιού σαρδέλαις, πρώτης ποιότητος εληαίς, τουρσιά και μουρταδέλαις, του Θανόπουλου το λαμπρόν κοσμούν παντοπωλείον, που κείται στο Βασιλικόν εκεί Φωτογραφείον».
Ο Παν. Θανόπουλος πέθανε τον Δεκέμβριο του 1914 και τον διαδέχθηκε ο γιος του Παντελής, αν και σε μικρή ηλικία (αρωγοί ήταν οι δύο αδελφές του). Το κατάστημα της Αιόλου συνεχίζει να γνωρίζει «ημέρες δόξας». Στην Αιόλου 79 παρέμεινε ως το 1931 όταν ο γιος του Παντελής Θανόπουλος - «δανδής της εποχής» όπως τον χαρακτηρίζει ο κ. Δ. Θανόπουλος - μεταφέρει την επιχείρηση σε μεγαλύτερο κτίριο, στο σημείο Σταδίου και Αιόλου 98, στα Χαυτεία. Το κατάστημα αυτό συνεχίζει την παράδοση και δικαίως φέρει τη φήμη του καλύτερου καταστήματος τροφίμων των Αθηνών. «Να σκεφτεί κανείς ότι όλα τα διαθέσιμα κεφάλαια τα έδωσε ο πατέρας μου για να διαμορφώσει το ντεκόρ του καταστήματος».
Παντρεμένος με τη Δέσποινα Μαυρέλη - επιχειρηματική οικογένεια της ελληνικής ομογένειας της Αιγύπτου -, απέκτησε πέντε παιδιά, τους Παναγιώτη, Γιώργο, Δημήτριο, Ελευθέριο και Παύλο. Στη διάρκεια της Κατοχής το κατάστημα υπολειτουργούσε υπό την εποπτεία των Ιταλών και εν συνεχεία των Γερμανών. Ο Παντελής Θανόπουλος οδηγήθηκε στον θάνατο το 1948, όταν διαπίστωσε ότι διάφοροι συγγενείς του, οι οποίοι απασχολούνταν στην επιχείρηση, δεν ήταν άξιοι της εμπιστοσύνης του, με αποτέλεσμα το κατάστημα και ο ίδιος να συσσωρεύσει αρκετά χρέη. Αμέσως μετά τα ηνία της επιχείρησης αναλαμβάνει η σύζυγός του, η οποία πληρώνει τα χρέη και συνεχίζει τη λειτουργία της επιχείρησης.
* Εποχές λιανεμπορίου
Οι δεκαετίες του 1950 και του 1960 είναι εξαιρετικές εποχές για το λιανεμπόριο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η Δέσποινα Θανοπούλου μάλλον φοβούμενη, όπως αναφέρει ο κ. Δ. Θανόπουλος, το μέλλον της επιχείρησης αποκτά συνεταίρους δύο χονδρεμπόρους. Σε τρία - τέσσερα χρόνια όμως η ίδια ξαναπαίρνει όλη την επιχείρηση στα χέρια της. Ηδη όμως από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 τα παιδιά σιγά σιγά μπαίνουν στην επιχείρηση.
Το 1963 δημιουργείται η εταιρεία Θανόπουλος Σελφ Σέρβις ΑΕΒΕ. Το 40% της νέας εταιρείας ανήκει στον γνωστό ζυθοποιό και από τα μεγαλύτερα επιχειρηματικά ονόματα της εποχής κ. Κάρολο Φίξ. Στόχος των δύο εταίρων είναι να αναπτύξουν αλυσίδα καταστημάτων. Το ίδιο διάστημα η οικογένεια Μαρινοπούλου δημιουργεί την εταιρεία Νίκη ΑΕ - θα αποτελέσει τη «ναυαρχίδα» του ομίλου στον κλάδο των σουπερμάρκετ τις επόμενες δεκαετίες - με τη συμμετοχή της ΕΤΕΒΑ και του γαλλικού ομίλου Printemp (Prisunic). Οι δύο οικογένειες Θανοπούλου και Μαρινοπούλου ουσιαστικά καθιέρωσαν το μοντέλο του σουπερμάρκετ στην ελληνική αγορά. Οπως αναφέρει ο κ. Θανόπουλος, με διαφορά μηνών οι δύο εταιρείες άνοιξαν το πρώτο τους κατάστημα. «Λίγους μήνες αφότου τέθηκε σε λειτουργία η "Νίκη" στην πλατεία Κολιάτσου, ανοίξαμε εμείς το κατάστημα στη Φωκίωνος Νέγρη» προσθέτει. Ο κ. Φιξ παρέμεινε μέτοχος επί δύο - τρία χρόνια και σημαντικό μέρος της ανάπτυξης της νέας αλυσίδας οφείλεται στα κεφάλαια που ο ίδιος συνεισέφερε.
Ως το 1972 οι πέντε γιοι του Παντελή Θανόπουλου δημιουργούν σταδιακά μια αλυσίδα 16 καταστημάτων self-service στις περιοχές Χαυτεία, Φωκίωνος Νέγρη, Π. Φάληρο, Αλεξάνδρας, Αρχελάου, Πατησίων, Κηφισιάς, Μηθύμνης, Μακρυγιάννη, και αλλού. Και όπως επισημαίνει ο κ. Δ. Θανόπουλος: «Ημασταν τολμηροί, εμείς πρώτοι δημιουργήσαμε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, εισαγάγαμε τη μηχανογράφηση στη λειτουργία της εταιρείας και καθιερώσαμε το σύστημα αυτοεξυπηρετήσεως (self-service) πρώτη φορά στην Ελλάδα».
* Χωριστοί δρόμοι
Το 1973 οι δρόμοι του κ. Δ. Θανόπουλου με τα αδέλφια του χωρίζουν. Ο ίδιος σημειώνει πως «είχαμε διαφορετικές απόψεις για την ανάπτυξη της επιχείρησης και κυρίως εγώ διαπίστωσα πως υπήρχε δυνατότητα να κερδίσουμε, παραμένοντας μικρή επιχείρηση και περιορίζοντας το κόστος της οργάνωσης και της λειτουργίας της». Ετσι αποχώρησε ιδρύοντας δική του εταιρεία, με τη συμμετοχή ενός εκ των αδελφών του, του κ. Ελ. Θανόπουλου. Λίγο αργότερα τα άλλα αδέλφια πούλησαν όλα σχεδόν τα καταστήματα, εκτός από το παλαιό στα Χαυτεία - αυτό έκλεισε τη δεκαετία του 1980.
Το πρώτο κατάστημα βρίσκεται επί της λεωφόρου Αχαρνών 434. Και η νέα εταιρεία ονομάζεται Δημήτριος Θανόπουλος & Σία ΕΠΕ. Το 1976 η εταιρεία μετατρέπεται σε ανώνυμο με την επωνυμία Δημήτριος Θανόπουλος - Εμπόριον Τροφίμων και Οικιακών Ειδών ΑΕ. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1981, η επιχείρηση μεταφέρεται σε ακίνητο επί της οδού Ιλισίων και Ελαιών 38, στην πλατεία της Νέας Κηφισιάς.
* Στα βόρεια προάστια
Αγοράζει ένα μικρό ποσοστό του ακινήτου, το οποίο αυξάνεται τα επόμενα χρόνια. Από τότε αρχίζει και η σταδιοδρομία της εταιρείας στην περιοχή των βορείων προαστίων και όπως εκτιμά ο ίδιος: «Γρήγορα κατάλαβα ότι η Αθήνα θα αναπτυχθεί βόρεια και γι' αυτό κατευθύνθηκα προς τα εκεί». Σιγά σιγά η εταιρεία επεκτείνεται και το δεύτερο κατάστημα ανοίγει πολύ αργότερα, το 1997, στην Κηφισιά. Την ίδια χρονιά ο κ. Δ. Θανόπουλος εξαγοράζει το μερίδιο του αδελφού του Ελευθέριου και έπειτα από έναν χρόνο ο δεύτερος αποχωρεί και από τη διοίκηση.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1999, έπειτα από διαδοχικές εξαγορές των ακινήτων, το σύνολο των οικημάτων στα οποία στεγάζεται η εταιρεία ανήκει κατά το μεγαλύτερο ποσοστό σε αυτήν, και σχεδόν το υπόλοιπο στους μετόχους της εταιρείας.
Οι πωλήσεις της ανέρχονταν σε 12 εκατ. ευρώ. Τότε και η επιχείρηση περνά από την τρίτη στην τέταρτη γενιά, αφού ο κ. Δ. Θανόπουλος παραμένοντας πρόεδρος της εταιρείας αναθέτει στους γιους του Παντελή και Περικλή τη διεύθυνση της επιχείρησης.
Και μόλις το 2004 η επιχείρηση ανοίγει το τρίτο κατάστημα στη Νέα Ερυθραία αποκτά σύντομα αξιόλογο μερίδιο στην τοπική αγορά. Την ίδια χρονιά οι πωλήσεις της ανέρχονται σε 21 εκατ. ευρώ, τον επόμενο χρόνο σε 26 εκατ. και το 2006 σε 29,9 εκατ. ευρώ.
Το 2007 οι πωλήσεις της εταιρείας ανήλθαν σε 33,8 εκατ. ευρώ, ενώ ο κ. Δ. Θανόπουλος υποστηρίζει μετ' επιτάσεως πως «δεν σκοπεύουμε να μεγαλώσουμε»!
Πηγή Το Βήμα
3.2.2008
2 σχόλια:
xaxaxa θυμήθηκα τον πατέρα μου που μου έλεγε να γράψω στην ταμπέλα "έπιπλα από το 1916".. τότε άνοιξε η γιαγιά μου μαγαζί επίπλων στον πειραιά.. 16-17 ετών.. αλλά δεν κατάφερε να το κρατήσει.. 4 παιδιά πόλεμος κατοχή εμφίλιος.. :):)
την καλησπέρα μου :):)
@koulpa
Είναι όμορφο να υπενθυμίζεις την ιστορία της επιχείρήσής σου. Για μένα τουλάχιστον έχει μια ιδιαίτερη γοητεία. Επιχειρήσεις που άντεξαν στον χρόνο, άλλες όχι...
ΥΓ. Καλημέρες πολλές (ετεροχρονισμένα είδα το σχόλιό σου...κάλλιο αργά παρά ποτέ)
Δημοσίευση σχολίου