Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

Ο "αόρατος δικτάτορας" και η εισβολή στην Κύπρο (Δημ. Ιωαννίδης)

Δύο άνθρωποι γνώριζαν τι πραγματικά συνέβη το μοιραίο καλοκαίρι του 1974. Και οι δύο έφυγαν από τη ζωή παίρνοντας μαζί τους πολύτιμα μυστικά και χωρίς ποτέ να αποκαλύψουν την αλήθεια. Ο ένας ήταν ο «αόρατος δικτάτορας», ο ιδιόμορφος Δημήτρης Ιωαννίδης, ο οποίος απεβίωσε προ ολίγων ημερών. Ο άλλος, ο Γκας Αβρακότος, Ελληνοαμερικανός πράκτορας της CIA, ο οποίος χειριζόταν για πολλά χρόνια τη σχέση της αμερικανικής μυστικής υπηρεσίας με τον Ιωαννίδη.

Ο Αβρακότος ήταν ενας εξαιρετικά φανατικός αντικομμουνιστής που πολλές φορές ξεπερνούσε και τα όρια των εντολών του. Το 1967, λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, ο πρόεδρος Τζόνσον αποφάσισε να στείλει ένα άκρως απόρρητο μήνυμα στον τότε ισχυρό δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, με το οποίο του ζητούσε να μην εκτελέσει τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Αβρακότος γνώριζε καλά τον Παπαδόπουλο από τον καιρό που ο συνταγματάρχης ήταν ο σύνδεσμος της ΚΥΠ με την αμερικανική υπηρεσία. Αν και υπηρετούσε στο Βιετνάμ, το Λάνγκλεϊ τον διέταξε να πάει στην Αθήνα ως αγγελιαφόρος για να δώσει το μήνυμα στον Παπαδόπουλο. Εκείνος, σύμφωνα με διήγησή του, τον επεσκέφθη στο γραφείο του στη Βουλή και αφού του ανέπτυξε το επίσημο μήνυμα για τον Ανδρέα, συμπλήρωσε: «αυτό είναι το μήνυμα που φέρνω, αλλά αν θέλεις τη γνώμη μου, καλά θα κάνεις να καθαρίσεις αυτό τον «μπάσταρδο»». Ο Παπαδόπουλος, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ αποκτήσει και άλλα δικά του κανάλια επικοινωνίας με την Ουάσιγκτον, ζύγισε τα πράγματα και ακολούθησε τη συμβουλή του Τζόνσον.

Ο Αβρακότος επανήλθε, όμως, στην Ελλάδα, στον σταθμό της CIA και ανέλαβε το κρίσιμο πόστο του συνδέσμου με τα ΛΟΚ που είχαν εκείνη την εποχή την ευθύνη για τις επιχειρήσεις Stay behind που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «Κόκκινη Προβιά». Επρόκειτο στην ουσία για ένα σχέδιο που προέβλεπε την οργάνωση μυστικών ομάδων αντίστασης σε περίπτωση που οι δυνάμεις του Ανατολικού Μπλοκ εισέβαλλαν στην Ελλάδα. Ο Αβρακότος βρισκόταν συχνά στο γραφείο του διοικητη των ΛΟΚ, ταξίαρχου Γιαννακού, στο Πεντάγωνο, ο οποίος ήταν ο στενότερος φίλος του Ιωαννίδη. Οταν η CIA ήθελε να περάσει κάποιο μήνυμα στον Ιωαννίδη ο Αβρακότος ζητούσε να τον δει στο γραφείο του Γιαννακού.

Διαφορετικές «ατζέντες»

Σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές και μαρτυρίες, οι Αμερικανοί θεωρούσαν πως ο Παπαδόπουλος είχε αποκτήσει δική του «ατζέντα» το φθινόπωρο του 1973, ειδικά μετά τις δυσκολίες που προέβαλλε στη διευκόλυνση των αμερικανικών αποστολών βοήθειας στο Ισραήλ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Ο Ιωαννίδης είχε και εκείνος τη δική του «ατζέντα», καθώς διαφωνούσε με την «κοσμικότητα» που επεδείκνυε πλέον ο Παπαδόπουλος, αλλά και τα ανοίγματα φιλελευθεροποίησης που είχε ανακοινώσει. Είναι, λοιπόν, λογικό να βρήκε σύμφωνους τους ανθρώπους της CIA στην Αθήνα, μιας και την περίοδο εκείνη ο Κίσινγκερ θεωρούσε πιο σημαντική την πλήρη υποταγή της Ελλάδας στους δικούς του γεωπολιτικούς υπολογισμούς παρά την ομαλή μετάβαση σε ένα φιλοδυτικό δημοκρατικό καθεστώς.

Από εκεί και πέρα υπάρχουν δύο μυστήρια που περιμένουν ακόμη απαντήσεις. 

Το ένα είναι αν και ποιος έδωσε στον Ιωαννίδη αυτό που εκείνος εξέλαβε ως «πράσινο φως» να:
α) ανατρέψει τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και 
β) αγνοήσει παντελώς τον κίνδυνο τουρκικής εισβολής. 
Υπάρχει βεβαίως και ένα τρίτο ερώτημα, το οποίο όμως έχει απαντηθεί, για το πώς οι Αμερικανοί σταμάτησαν τον Ιωαννίδη και την τότε ελληνική κυβέρνηση από τον πόλεμο κατά της Τουρκίας, όταν με εξαιρετικά μεγάλη καθυστέρηση το αποφάσισε ο αόρατος δικτάτορας.

Ως προς τα πρώτα δύο ερωτήματα έχουμε μαρτυρίες και έγγραφα που δημιουργούν πολλά ερωτήματα. Ο τότε Νο2 της CIA στην Αθήνα Ρον Εστες ισχυρίζεται και αναφέρεται σε συγκεκριμένο τηλεγράφημα, πως επεσκέφθη τον Ιωαννίδη δέκα ημέρες πριν από το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, του επεσήμανε τους κινδύνους ανατροπής του στάτους κβο στην Κύπρο και το μεγάλο ρίσκο μιας τουρκικής εισβολής. Κατά τη διήγηση του Εστες, ο Ιωαννίδης αντέδρασε βίαια, κλώτσησε το τραπέζι με τον καφέ που είχε μπροστά του και δήλωσε πως «αν οι Τούρκοι τολμήσουν θα φτάσω έως την Κωνσταντινούπολη». Αυτό που δεν γνωρίζουμε είναι τι διημείφθη μεταξύ Ιωαννίδη και Αβρακότου, ο οποίος ήταν παρών σε αυτή την κρίσιμη συνάντηση, αλλά είναι βέβαιο πως είχε και αλλες κατ' ίδίαν επαφές με τον Ιωαννίδη. Ο Αβρακότος μισούσε τον Μακάριο, τον αποκαλούσε «Κάστρο της Μεσογείου» και δεν θα πρέπει να αποκλείεται -με βάση και το προηγούμενο με το μήνυμα για τον Ανδρέα- να τον ενθάρρυνε να προχωρήσει στο πραξικοπημα διαβεβαιώνοντάς τον πως οι ΗΠΑ δεν θα άφηναν ποτέ την Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο και να προκαλέσει ελληνοτουρκικό πόλεμο. Υπάρχει βεβαίως και η πιο συνωμοσιολογική θεωρία που θέλει τον Κίσινγκερ εν γνώσει του να στέλνει αυτό το μήνυμα στον Ιωαννίδη μέσω Αβρακότου γνωρίζοντας πως ο «τυφλωμένος» από μένος κατά του Μακαρίου και υπερπατριωτισμό Ιωαννίδης θα έπεφτε στην παγίδα.

Επιχείρηση παραπλάνησης
Γεγονός είναι πως ο Ιωαννίδης εξεπλάγη, έμεινε εμβρόντητος όταν έμαθε ότι άρχισε η τουρκική εισβολή και φερόταν σαν να είχε «προδοθεί» από κάποιους. 

Η αλήθεια πάντως είναι πως από την ώρα που, με τεράστια καθυστέρηση, αποφάσισε να αντιδράσει στρατιωτικά με την αποστολή υποβρυχίων και αεροσκαφών και την απειλή ενός ελληνοτουρκικού πολέμου, οι Αμερικανοί έκαναν τα πάντα για να τον αποτρέψουν. H CIA έφτασε στο σημείο να διαδώσει την παραπλανητική πληροφορία πως οι Βούλγαροι συγκεντρώνουν δυνάμεις στα σύνορά τους με την Ελλάδα, ενώ κατεβλήθη κάθε προσπάθεια να παραγκωνισθεί ο Ιωαννίδης και να περάσει η εξουσία στους τότε αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων οι οποίοι διατηρούσαν παραδοσιακά στενές σχέσεις με τους Αμερικανούς. Η Ουάσιγκτον θεώρησε, άλλωστε, τεράστια επιτυχία της, όπως φάνηκε και απο την περίφημη έκθεση της CIA μετά την κρίση, το γεγονός πως σταμάτησε τον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι ποτέ δεν είχε σχεδιάσει την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην εξουσία, γιατι τον θεωρούσε ισχυρογνώμονα, απρόβλεπτο και φιλοευρωπαϊστή.

Το τι συνέβη εκείνο το περίφημο και μοιραίο καλοκαίρι θα απασχολεί για πολλά ακόμη χρόνια τους ιστορικούς. Ο Αβρακότος πέθανε αφού πάλεψε με τη μανία καταδίωξης, ενώ ο Ιωαννίδης έβαζε συχνά τα κλάματα γιατί δεν άντεχε αντικρίζοντας το αποτέλεσμα του τυφλού του υπερπατριωτισμού. 

Και οι δύο έχουν ίσως πάρει μαζί στον τάφο δικά μας εθνικά μυστικά που αξίζει όμως τον κόπο να ερευνηθούν περαιτέρω.

ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΕΝΤΟΛΩΝ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ

Οι πληροφορίες για επικείμενη τουρκική εισβολή στην Κύπρο είχαν προκαλέσει κινητικότητα στην Αθήνα, όπως προκύπτει από την εντολή που δόθηκε στα υποβρύχια Τρίτων, Γλαύκος, Νηρεύς και Πρωτεύς, στις 19 Ιουλίου, να αποπλεύσουν από τη Σαλαμίνα με προορισμό τη Ρόδο. 

Επισήμως, σκοπός της μετάβασης ήταν η συμμετοχή τους σε ασκήσεις, ωστόσο οι κυβερνήτες των Γλαύκος και Νηρεύς είχαν ενημερωθεί σε μυστική σύσκεψη για σχέδιο που προέβλεπε αναχαίτιση τουρκικών δυνάμεων στην Κύπρο.

Σύμφωνα με τα σήματα, που παρουσιάζει η «Κ», στις 20 Ιουλίου και ενώ η απόβαση των τουρκικών δυνάμεων είχε αρχίσει από το πρωί, λίγο μετά τις 3 μ.μ., δόθηκε εντολή στα υποβρύχια Γλαύκος και Νηρεύς να πλεύσουν «εν καταδύσει και υπό πολεμικάς συνθήκας» στην περιοχή ανάμεσα στις ακτές Κύπρου και Τουρκίας, με σκοπό την εμπλοκή με τις τουρκικές δυνάμεις. 

Στις 21 Ιουλίου, στη 1 μ.μ. και ενώ τα δύο υποβρύχια βρίσκονταν σε απόσταση 85 ν.μ. δυτικά της Κύπρου, εστάλη νέο σήμα που διέτασσε την επιστροφή τους στη Ρόδο. Την επομένη, στις 3 μ.μ. δόθηκε νέα εντολή προς τα δύο υποβρύχια να κατευθυνθούν και πάλι προς την Κύπρο «το ταχύτερο δυνατόν», εντολή που ανακλήθηκε στις 23 Ιουλίου, στις 2 μ.μ.

Αντίστοιχα, τα πολεμικά αεροσκάφη Phantom, που βρίσκονταν σταθμευμένα στο Καστέλι της Κρήτης, έλαβαν δύο φορές διαταγή επέμβασης στις 22 Ιουλίου, η οποία και τις δύο φορές ανεκλήθη έπειτα από λίγα λεπτά. 

Ηταν ανεπάρκεια και ανικανότητα; 
Ηταν φόβος μπροστά στην ανάληψη της τεράστιας ευθύνης; 
Ηταν αλληλοσυγκρουόμενες αντιλήψεις τακτικής και στρατηγικής; 
Ηταν προσωπικά παιχνίδια εξουσίας και επικράτησης με το βλέμμα στραμμένο στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού; 

Απάντηση μέχρι σήμερα απόλυτα πειστική δεν δόθηκε στα ερωτήματα αυτά, που αφορούν τη συμπεριφορά της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Αποτελεί κοινή εκτίμηση ότι απέναντι στην απόβαση τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων, η Ελλάδα μπορούσε να «απαντήσει» αποτελεσματικά, με τρόπο που πιθανότατα θα άλλαζε το αποτέλεσμα της εισβολής. Η εκτίμηση αυτή απορρέει από την καταγραφή δυνάμεων, την υπεροπλία της χώρας μας στη θάλασσα με τα σύγχρονα γερμανικά υποβρύχια που διέθετε και θα μπορούσαν να ανακόψουν την πορεία των τουρκικών αποβατικών πλοίων και την υπεροπλία στον αέρα, με τα υπερσύγχρονα, τότε, αεροπλάνα τύπου Phantom. Οι αντιφατικές αποφάσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε εν μέσω κρίσης ένας άνθρωπος, στον οποίο όλοι να αναφέρονται και από τον οποίο να λαμβάνουν κατευθύνσεις. 

Αυτό που προβλήθηκε ως δικαιολογία από την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων για την καθυστερημένη, αρχικά, αντίδραση και για την ανάκληση των αποφάσεων εμπλοκής των υποβρυχίων και των αεροσκαφών ακολούθως, ήταν οι πληροφορίες που υπήρχαν για σχεδιαζόμενη επίθεση από τη Βουλγαρία.  

Ο «Ελληνας Νάσερ» και η «αρσακειάς»

«Δάμων και Φιντίας». Eτσι είχε περιγραφεi η σχέση Παπαδόπουλου - Ιωαννίδη από τη σύζυγο του δικτάτορα Δέσποινα Παπαδοπούλου. Οπως όλοι οι μύθοι της επταετίας όμως, ήταν και αυτός κούφιος. Η σχέση τους ξεκίνησε από τη συμμετοχή τους στην οργάνωση ΙΔΕΑ μετά τον πόλεμο και ήταν άνιση. Ο Παπαδόπουλος ήταν αριστούχος στην Ευελπίδων, δημοφιλής, με γρήγορη βαθμολογική ανέλιξη και φήμη εκκολαπτόμενου «Νάσερ της Ελλάδας». Ο Ιωαννίδης ήταν από τους τελευταίους της τάξης του και τον διέκρινε μάλλον αγοραφοβία. Ηταν ιδρυτής της ΕΕΝΑ, που οργάνωσε το πραξικόπημα, παρέδωσε όμως γρήγορα την ηγεσία της στον Γ. Παπαδόπουλο.

Μέγας συνωμότης ο τελευταίος, προφανώς εκτιμούσε τις «σκοτεινές» του ικανότητες. Τον Ιωαννίδη επέλεξε ως αρχηγό της ΕΣΑ (με αρμοδιότητα στις παρακολουθήσεις των στρατιωτικών). Τον θεωρούσε «μάτι του» και «αυτί του» στο στράτευμα…

Οι σχέσεις που εξυφαίνονται στη συνωμοτική δράση ψυχραίνονται όταν η συνωμοσία επιτυγχάνει. Στην περίπτωση μας, αυτό εκδηλώθηκε ως οπερετική φάρσα. Ο Ιωαννίδης άρχισε να διαφωνεί με τους χειρισμούς του Παπαδόπουλου από τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967.

Ο Ιωαννίδης ήταν ο μόνος από τους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος που παρέμεινε στο στράτευμα, διατηρώντας την επαφή με τη βάση ισχύος της χούντας. Ηγέτης μπορεί να μην ήταν, όμως του άρεσε να εμφανίζεται ως ο «ιδεολόγος της επανάστασης». Ασκεί όλο και πιο έντονη κριτική στον συγχρωτισμό του Παπαδόπουλου με το «μεγάλο κεφάλαιο» (τη διαμονή του στη βίλα Ωνάση στο Λαγονήσι) και τη διαφθορά. 

Δεν είναι τυχαίο ότι από τις πρώτες ενέργειες του ιωαννιδικού καθεστώτος ήταν η αποκάλυψη των σκανδάλων της περιόδου Παπαδόπουλου (υπόθεση Μπαλόπουλου). Ο Παπαδόπουλος είχε προειδοποιηθεί, δεν πίστευε όμως ότι ο Ιωαννίδης θα τον ανατρέψει: «Ο Μίμης είναι αρσακειάς. Αποκλείεται να κάνει κάτι τέτοιο», έλεγε. 

Δεν του το συγχώρησε ποτέ, στη φυλακή μάλιστα είχε εξομολογηθεί στον Παττακό πως ήθελε να του επιτεθεί στο προαύλιο. 

Από το 1974, Παπαδόπουλος και Ιωαννίδης δεν αντάλλαξαν ούτε μια κουβέντα.

22.8.2010

Η ΣΧΕΣΗ ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ ΚΑΙ ΔΗΜΗΤΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ

Ο θάνατος του Δημητρίου Ιωαννίδη μάς ξαναθυμίζει μια τραγική περίοδο της σύγχρονης Ιστορίας μας. Αφήνει συγχρόνως αναπάντητα ερωτήματα που, δυστυχώς, θα ταφούν μαζί με τον σκιώδη δικτάτορα: τι ήταν ο Ιωαννίδης; Πράκτορας ψυχροπολεμικών αμερικανικών συμφερόντων; Παρανοϊκά αντι-κομμουνιστής; Μονοδιάστατα και αθεράπευτα εθνικιστής; Ορκισμένος εχθρός του Μακαρίου; ΄Η «όλα τα παραπάνω»,  όπως θα απαντούσε φοιτητής πανεπιστημίου σε μια ερώτηση πολλαπλών επιλογών;

Το 1995 μου είχε δοθεί η ευκαιρία να συμμετάσχω στο ετήσιο συνέδριο της Λέσχης Μπίλντεμπεργκ, που έγινε σε χειμερινό θέρετρο στους πρόποδες των ελβετικών Αλπεων. Σε ένα από τα άτυπα δείπνα βρέθηκα δίπλα στον Χένρι Κίσινγκερ. Συγκεκριμένα, καθόμουν στα αριστερά του. Δεξιά του κάθησε κάποιος κύριος από την Τουρκία, που δεν έμαθα την ιδιότητά του. Δεν γνώριζα τον πρώην Αμερικανό ΥΠΕΞ και θεώρησα μοναδική ευκαιρία να του θέσω μερικά ερωτήματα σχετικά με τα θλιβερά γεγονότα της Κύπρου (πραξικόπημα του Ιωαννίδη κατά του Μακαρίου και τουρκική εισβολή που ακολούθησε σε δύο αιματηρά κύματα).

Ο παρακάτω διάλογος (όπως τον συγκράτησα στη μνήμη μου) μπορεί να μας βοηθήσει να απαντήσουμε στο καίριο ερώτημα για τον ρόλο των Αμερικανών στις τραγικές εξελίξεις: 
«Γιατί κ. υπουργέ», τον ρώτησα, «αφήσατε την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση στην Κύπρο να κλιμακωθεί επικίνδυνα και να φέρει δύο σημαντικές χώρες του ΝΑΤΟ στο χείλος της πολεμικής αναμέτρησης»; 
Η απάντηση του Κίσινγκερ ήταν προκατασκευασμένη για μαζική κατανάλωση. 
«Ακούστε», μου είπε, «η περίοδος εκείνη ήταν βαθύτατα φορτισμένη από τα ιστορικά γεγονότα του Γουοτεργκέιτ που ανάγκασαν τον πρόεδρο Νίξον να παραιτηθεί από τα προεδρικά του καθήκοντα. Ως προς την κατάσταση στην Ελλάδα και την Κύπρο, απανωτές εκθέσεις των διπλωματών μας συστηματικά ανέφεραν φήμες για τις αποσταθεροποιητικές προθέσεις της χούντας των Αθηνών και των Ελληνοκυπρίων συνοδοιπόρων της».

Επανήλθα στο θέμα προσπαθώντας, ταυτοχρόνως, να του δείξω ότι ήμουν υποψιασμένος και γνώστης των καθημερινών εξελίξεων της Ουάσιγκτον. «Κύριε Κίσινγκερ», του είπα, «ήμουν στα χρόνια 1965-83 καθηγητής στο Πανεπιστήμιο American της Ουάσιγκτον. Στα χρόνια της δικτατορίας βοηθούσα με τις πενιχρές μου δυνάμεις Ελληνες πολιτικούς που επισκέπτονταν την αμερικανική πρωτεύουσα, με σκοπό να πείσουν την κυβέρνηση Νίξον να σταματήσει τον θερμό εναγκαλισμό της με τους πραξικοπηματίες. Παράλληλα, μιλούσα συχνά με αξιωματούχους τους State Department που χειρίζονταν τις υποθέσεις Ελλάδας και Κύπρου (π.χ. Thomas Boyatt, John Day, Walter Silva κ.ά.)».

Συνέχισα την τοποθέτησή μου ως εξής: «Δέχομαι ότι τον Ιούλιο του 1974 οι ΗΠΑ δεν ήθελαν και δεν μπορούσαν να εμποδίσουν μια τουρκική στρατιωτική επιχείρηση στην Κύπρο. Είχατε, όμως, κάθε δυνατότητα να σταματήσετε την απόλυτα εξαρτημένη χούντα του Ιωαννίδη! Ο Thomas Boyatt σάς είχε προτείνει μια επιστολή προς Ιωαννίδη που θα τον προειδοποιούσε ότι οι ΗΠΑ δεν θα είχαν καμιά ευθύνη (ή υποχρέωση), σε περίπτωση που η Τουρκία -έπειτα από ένα ελληνικό πραξικόπημα- επενέβαινε στρατιωτικά στην Κύπρο. Οπως γνωρίζετε, το 1964 ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον είχε στείλει μια αυστηρότατη επιστολή στον Ισμέτ Ινονού, τονίζοντας ότι η Αμερική δεν θα ευθυνόταν και δεν θα αντιδρούσε σε περίπτωση σοβιετικών ενεργειών εις βάρος της Τουρκίας. Ετσι, παρά την ενόχληση της Αγκυρας με την αμερικανική στάση, ο Ινονού δεν διέταξε τα τουρκικά στρατεύματα να εισβάλουν στην Κύπρο».

Στο σημείο αυτό ο Κίσινγκερ μου απάντησε πιο συγκεκριμένα, δίνοντάς μου και «είδηση». «Δείτε», μου είπε, «είχαμε ετοιμάσει γραπτό μήνυμα, το οποίο -δυστυχώς- δεν έφτασε ποτέ στον Ιωαννίδη, διότι ο πρέσβης μας Henry Tasca αρνήθηκε να επισκεφθεί ένα άτομο (Ιωαννίδης), το οποίο δεν είχε επίσημη θέση στην ελληνική κυβέρνηση». Εγώ τότε επέμεινα προσθέτοντας: «Γιατί δεν δώσατε οδηγίες στον τοπικό συνομιλητή του της CIA να τον αποτρέψει, λέγοντάς του ότι η Ουάσιγκτον δεν μπορούσε να εγγυηθεί τη μη ανάμειξη της Τουρκίας, ως συνεγγυήτριας δύναμης κ.λπ.»; «Κοιτάξτε», μου είπε (και εδώ ήταν η είδηση), «δεν μπορώ να αποκλείσω ότι κάποιος από τους πράκτορές μας, ίσως Ελληνοαμερικανός, πήρε την πρωτοβουλία -χωρίς καμιά εξουσιοδότηση- να ενθαρρύνει τον Ιωαννίδη, διαβεβαιώνοντάς τον ότι οι Τούρκοι θα παρέμεναν αδρανείς σε περίπτωση που η Αθήνα ανέτρεπε τον Μακάριο».

Εδώ, προφανώς, ο Κίσινγκερ αναφερόταν στον Ελληνοαμερικανό πράκτορα Γκας Αβρακότος, ο οποίος διατηρούσε μακροχρόνια επαφή με το καθεστώς Παπαδόπουλου - Ιωαννίδη. Είναι κρίμα που ο Ιωαννίδης δεν έλυσε ποτέ τη σιωπή του για το όλο θέμα, πέρα από την κραυγή του προς τους Αμερικανούς στο άκουσμα της τουρκικής εισβολής... «μας εξαπατήσατε».

Στα γκρίζα χρόνια της δικτατορίας αναπτύχθηκαν δύο σχολές σκέψης σχετικά με τον τρόπο αποκατάστασης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα: ομαλή και ανώμαλη προσγείωση! Η πρώτη υποστηριζόταν από την πλειονότητα των Ελλήνων πολιτικών και προϋπέθετε τη διεθνή απομόνωση των συνταγματαρχών και την καθαρή παρέμβαση της Ουάσιγκτον που θα ανάγκαζε τη στρατιωτική ηγεσία να παραδώσει την εξουσία σε μια μεταβατική κυβέρνηση εθνικής ενότητας που θα διενεργούσε ελεύθερες εκλογές. Η δεύτερη σχολή συνιστούσε μια ένοπλη αναμέτρηση με τις «αμερικανικές δυνάμεις κατοχής και τους ντόπιους εντολοδόχους τους».

Τελικά, η προσγείωση ήταν, δυστυχώς, ανώμαλη με θύματα την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου και την ταπείνωση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Ο θύτης ήταν ο μόλις αποδημήσας εις Κύριον, Δημήτριος Ιωαννίδης. Θα μπορούσαμε, ίσως, να προσθέσουμε στη λίστα των υπευθύνων της κυπριακής τραγωδίας τον Γκας Αβρακότος και -γιατί όχι- τον ίδιο τον Χένρι Κίσινγκερ. 

Οι ιστορικοί του μέλλοντος ίσως πλησιάσουν πιο κοντά στην αλήθεια για μια από τις πιο μαύρες σελίδες της Ιστορίας του τόπου μας.

Του Θ. Κουλουμπή 
(Ο κ. Θεόδωρος Κουλουμπής είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. couloumbis@msn. com)

22.8.2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ShareThis