Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

"Με ενοχλεί η εξαργύρωση των πάντων " αποκαλύπτει ο Αγγελος Δεληβοριάς, διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη


Περιουσία, για τον 72χρονο αρχαιολόγο, είναι η τέχνη, η Ιστορία, η πνευματική παραγωγή

Αγγελος Δεληβορριάς, διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη

Από τις πέντε το πρωί είναι στο πόδι. Οργανώνει το πρόγραμμα της ημέρας, κάνει διορθώσεις κειμένων, ετοιμάζει την αλληλογραφία και φεύγει στις 7.30 για να «συναντήσει» τον Χατζηκυριάκο - Γκίκα και όλη τη γενιά του ’30. Είναι το καθημερινό, απαρέγκλιτο, ραντεβού του Αγγελου Δεληβορριά. Ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη (από το 1973) ετοιμάζει μια στέγη για τους φίλους του, στο Σύνταγμα, στο σπίτι που κληροδότησε ο Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας. Ενα «μεγάλο έργο», το χαρακτηρίζει, ένα ακόμη παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη.

Είναι οι πρώτες κουβέντες του μετά τις ευχές για την καινούργια χρονιά. Στο τραπέζι υπάρχουν μόνο τα σερβίτσια. Αργούμε λίγο να δώσουμε την παραγγελία. Δεν πεινάμε, είναι εξάλλου μόλις 1.30 το μεσημέρι, είμαστε μόνοι μας στο εστιατόριο εκείνη την ώρα και ο ενθουσιασμός του Αγγελου Δεληβορριά για το νέο κτίριο είναι μεταδοτικός. Το μουσείο προβλέπεται να είναι έτοιμο σε ένα περίπου χρόνο αλλά στο μυαλό του εμπνευστή του κάθε έκθεμα έχει πάρει ήδη τη θέση του. «Καθώς μπαίνεις, Σωτήρης Σπαθάρης, αριστερά ο Κόντογλου, δεξιά ο Σκαρίμπας, στη συνέχεια Πικιώνης, Παπαλουκάς, από την απέναντι πλευρά η Βούλα Παπαϊωάννου, ο Στέρης, ο Κεφαλληνός, φάτσα απέναντι ο Απάρτης κι από κάτω, στις κεντρικές προθήκες, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Στρατής Δούκας, ο Μυριβήλης και ο Σεφέρης. Κάπου θα ίπταται ο Δημήτρης Μητρόπουλος... Διατηρείται το εργαστήριο του Γκίκα, όπως ήταν ακριβώς, τα έπιπλά του, τα έργα του, τα πινέλα του. Κάτω, το διαμέρισμα του Γκίκα, τα σαλόνια, η τραπεζαρία... Θα επισκέπτεται κανείς αυτό το μουσείο, όχι για να εκτιμήσει τη ζωγραφική του αλλά για να συνειδητοποιήσει το επίπεδο της ποιότητας που χαρακτήριζε κάποιες άλλες εποχές, κάποιες άλλες τάξεις. Γιατί, ξέρετε τι κινδυνεύουμε να πάθουμε; Να νομίζουμε ότι τα σπίτια τα καλά είναι του “νέου χρήματος”, των βορείων προαστίων. Εκεί, δεν θα είναι έτσι. Θα είναι το άλλο, το εξαιρετικό».

– Τι το χαρακτηρίζει εξαιρετικό;
– Η αισθητική ποιότητα στην επιλογή των πραγμάτων, στην επιλογή των επίπλων. Το χαρακτηρίζει ένας κοσμοπολιτισμός. Η γενιά του ’30, με τη διευρυμένη της έννοια, είναι, κατά τη γνώμη μου, ό,τι καλύτερο παρήγαγε αυτός ο τόπος. Δεν εννοώ μόνο τους «μπογιατζήδες»: τον Τσαρούχη, τον Μόραλη, τον Γκίκα, αλλά και όλους τους άλλους. Τους μουσικούς, τους λογοτέχνες, τους διανοητές. Ο Μάνος Χατζιδάκις, για παράδειγμα, δεν είναι γενιά του ’30, γεννήθηκε το ’25. Αλλά προέρχεται από εκεί,
– Τι προσδιόριζε τότε τους αστούς και τι σήμερα;
– Πιστεύετε, δηλαδή, ότι υπάρχει αστική τάξη σήμερα; (σ.σ.: τη φράση συνοδεύει μικρός καγχασμός). Υπάρχει ένας συσσωματωμένος κόσμος, δύσκολα προσδιορίσιμος, από τον οποίο ξεχωρίζει η τάξη του νέου χρήματος. Η αστική τάξη είναι ό,τι είχε απομείνει από τον 19ο αιώνα της ελληνικής διασποράς κυρίως. Τώρα που πλάθω αυτό το μουσείο και είναι μέσα η χαρακτική, η αρχιτεκτονική, το θέατρο, η ποίηση, σκέφτομαι ότι οποιοσδήποτε τόπος διέθετε αυτό το περιουσιακό στοιχείο θα ήταν περήφανος και θα ήξερε και να το εκμεταλλευθεί και να το εξαγάγει και να το διαφημίσει και να το υποστηρίξει. Εδώ σε πιάνει απελπισία. Ο συνδυασμός της αμάθειας, της α-καλλιέργειας, της αμνησίας…
– Τι δεν έχουμε σήμερα, ως κοινωνία, από τη γενιά του ’30;
– Πίστευαν, τόσο η πιο συντηρητική όσο και η πιο προωθημένη ομάδα της, στο ιδανικό ενός σοσιαλιστικού οράματος. Σήμερα, σε τι πιστεύουμε;
– Κι ο κόσμος που περιβάλλει το Μουσείο Μπενάκη; Που έρχεται στις διαλέξεις του, που συνωστίζεται στις εκθέσεις του;
– Είναι νέοι άνθρωποι, αυτοί που μας επιτρέπουν να μη χάνουμε την αισιοδοξία μας. Αυτούς τους κέρδισε πρωτίστως η Πειραιώς. Από τις άλλες ηλικίες είναι ό,τι έχει απομείνει από την εκλιπούσα παλιά αστική τάξη, από την οποία στηρίζεται όμως το Μουσείο Μπενάκη, και οικονομικά εν πολλοίς.

«Εχει περιουσία το Μουσείο Μπενάκη»;
Η ερώτηση παραλίγο να προκαλέσει πνιγμό!..
Ο Αγγελος Δεληβορριάς ξεσπάει σε γέλια.
Το βραστό κολοκυθάκι τραντάζεται στο μετέωρο πιρούνι. Εν τω μεταξύ, έχουν έρθει στο τραπέζι τα λιτά «πρώτα». Μια βραστή σαλάτα, δηλαδή, και μισό κιλό κόκκινο κρασί. Ο διευθυντής του Μπενάκη προσέχει τη διατροφή του, επιπλέον είναι λίγοι μήνες που έχει κόψει το τσιγάρο και δεν θέλει να πάρει βάρος.
Παρεμβαίνω για να προλάβω τις… συνέπειες.
«Πνευματική περιουσία, εννοώ»!
«Α, έτσι μάλιστα!», συνέρχεται ο συνομιλητής. «Εχουμε θησαυρούς».

– Βέβαια, από την άλλη, συγκεντρώνετε έναν μεγάλο αριθμό αρχείων…
– Ναι, γιατί έχουμε μια συγκεκριμένη άποψη για το... τι θα πει Ελλάδα.
– Δηλαδή;
Είναι η τέχνη της, η ιστορία της, η πνευματική της παραγωγή. Οταν ήρθε σε μας η βιβλιοθήκη του Αλέκου Αργυρίου, ήταν κάτι ανεκτίμητο. Τέτοια περιουσιακά στοιχεία έχει. Τα άλλα λείπουν.
Αντε, στην υγειά μας!

Για τον Αγγελο Δεληβορριά γνωρίζουμε, εν τέλει, τα βασικά. Πόσο διαδεδομένο είναι, για παράδειγμα, ότι ασχολείται με ανασκαφικό έργο στη Λακωνία και ότι προσπαθεί να ολοκληρώσει μελέτη για έναν αγαλματικό τύπο της Αφροδίτης του 5ου αιώνα; Τον θεωρούμε και λίγο «δεδομένο» καθώς παραμένει στη θέση του εδώ και 37 χρόνια. Δεν σκοπεύει να αποσυρθεί προς το παρόν αλλά έχει προετοιμάσει τη διάδοχη κατάσταση: «Μια συλλογική διοίκηση των τεσσάρων, πέντε, που θα έχουν και καλή μεταξύ τους επικοινωνία. Ο καθένας θα έχει μια συγκεκριμένη ειδικότητα. Διακεκριμένοι επιστήμονες, όλοι, στον τομέα τους, όπως ο Δημήτρης Αρβανιτάκης, ο Τάσος Σακελλαρόπουλος, η Σοφία Χανδακά, η Ειρήνη Γερουλάνου».Κατά κάποιον τρόπο, ο 72χρονος διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, ανήκει στη γενιά του ’30. Διαθέτει την αστική συνείδηση, το σοσιαλιστικό όραμα, την παιδεία και τον κοσμοπολιτισμό της.
– Γεμάτη ζωή, κύριε Δεληβορριά. Κάνατε αυτά που θέλατε;
– Ναι, αλλά βασανιστήκαμε κι όλας. Με δυο παιδιά, νέος, το ’67 ήμουν 30 ετών, πήγαμε στη Γερμανία, στη Γαλλία. Δύσκολες εποχές. Είχα όμως πείσμα.
Και κέφι για ζωή, αγάπη για γλέντια, γιορτές. Του αρέσει «να μαζεύονται οι άνθρωποι». Το Μπενάκη ήταν το πρώτο μουσείο που πρόσφερε ένα ποτήρι κρασί. Το 1974. «Κόντεψαν να πέσουν οι τοίχοι να με πλακώσουν. Προτείναμε μια άλλη άποψη για το περιεχόμενο της έννοιας μουσείο», λέει.
Από τη συζήτηση παρελαύνουν πολλά πρόσωπα. Λέει συχνά και με νόημα «να μην ανοίξω το στόμα μου». Τότε κλείνει το μαγνητόφωνο αλλά η φωνή δεν χρειάζεται να χαμηλώσει. Δυο, τρεις παρέες που υπάρχουν, πιο ’κει, είναι μάλλον εταιρικές συναντήσεις. Αλλος κόσμος.
Ο Χρήστος Λαμπράκης ήταν από τις τελευταίες απώλειες. «Αν δεν υπήρχε ο Λαμπράκης, δεν θα υπήρχε Μέγαρο, δεν θα υπήρχε μουσική ζωή. Ενας θετικός δηλαδή συναγωνισμός. Θα δέσποζε η αρχή των μονοπωλίων. Ηταν ένας θεσμός που πέτυχε, όποιες ενστάσεις και αν έχει κανείς».
– Τι εκτιμούσατε, κυρίως, στον Λαμπράκη;
– Οτι έδινε τις μάχες γι’ αυτά που πίστευε. Είχε κινητοποιήσει τη χορηγική ευαισθησία ενός κόσμου, στον οποίο κανείς από εμάς δεν είχε πρόσβαση.
– Τι αλλάζει στην ελληνική κοινωνία που σας ενοχλεί;
– Ημουν στο Βερολίνο πρόπερσι και αισθάνθηκα ότι η «Οπερα της Πεντάρας» του Μπρεχτ δεν είχε γραφτεί για το σήμερα αλλά για το αύριο. Ο παράς είναι που με ενοχλεί. Η εξαργύρωση των πάντων. Η παιδεία είναι εκεί που είναι, βιβλιοθήκες δεν υπάρχουν, η τηλεόραση ορίζει το στίγμα του ήθους, της αισθητικής, του γούστου, των πάντων. Αντε, στην υγειά μας! Να αντέχουμε, να μη χάνουμε το χιούμορ μας και να αισιοδοξούμε, γιατί αυτοί οι τρεις πόλοι αρθρώνουν και τον άξονα της επιβίωσής μας.
Η κρατική επιχορήγηση δεν καλύπτει ούτε τη μισθοδοσία
Ο Αγγελος Δεληβορριάς ελέγχει μια μικρή αυτοκρατορία:
  • Μουσείο Μπενάκη στη Βασιλίσσης Σοφίας (κεντρικό κτίριο),
  • στην Πειραιώς (εγκαινιάστηκε το 2004),
  • συγκρότημα Κεραμεικού (συλλογές Ισλαμικής τέχνης),
  • οικία Δέλτα (στην Κηφισιά, τμήμα των ιστορικών αρχείων),
  • οικία Κουλούρα (Παλαιό Φάληρο, συλλογή παιχνιδιών),
  • εργαστήριο Γιάννη Παππά (στου Ζωγράφου),
  • κτίριο Νίκου Χατζηκυριάκου - Γκίκα (Κριεζώτου 3).
– Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε έναν επεκτατισμό στο Μουσείο Μπενάκη.
– Γιατί επιλέξατε αυτή τη λέξη; Δεν είναι επεκτατισμός. Προσπαθούμε να κάνουμε τη δουλειά μας με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Το κεντρικό κτίριο του Μουσείου έχει δεδομένους χώρους. Αν το Μπενάκη διέθετε τους εκθεσιακούς χώρους του Λούβρου ή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, δεν θα μιλούσατε για επεκτατισμό. Σχετίζεται με την απέχθεια όλων μας, του Διοικητικού Συμβουλίου και εμένα προσωπικά, κατά της πυραμίδας, όπου στην κορυφή κάθεται ο Βούδας με την μπαγκέτα. Η κυρία Τσιλίκα, για παράδειγμα, με τους ανθρώπους της, έχει την ευθύνη των Ιστορικών Αρχείων στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα, την άνεση να επιλέγει μια κατεύθυνση σε συνεργασία φυσικά με το «κέντρο».
– Είστε στο Μουσείο Μπενάκη από το 1973. Ο μακροβιότερος διευθυντής που έχει υπάρξει ποτέ. Με κόστος ή υπερτερεί η ικανοποίηση και η χαρά;
– Χρωστάω στο Μουσείο Μπενάκη τη γνωριμία με τον τόπο. Κι αυτό είναι ανεκτίμητο.
– Ποια ήταν η πιο δύσκολη περίοδος;
– Αμέσως μόλις ανέλαβα το Μουσείο. Υπήρξε εσωτερική όξυνση με όσους ήταν κατά των αλλαγών και του ανανεωτικού πνεύματος. Αν δεν ήταν η κόρη του Μπενάκη, που ήθελε την ανανέωση και την αλλαγή, δεν ξέρω αν θα ήμουν τώρα στο Μουσείο. Το κεντρικό κτίριο χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί 25 χρόνια! Είμαστε, δηλαδή, 25 χρόνια πίσω απ’ οτιδήποτε γίνεται στην υφήλιο.
– Εξαρτάστε από τους χορηγούς;
– Ναι. Η κρατική επιχορήγηση δεν καλύπτει ούτε τη μισθοδοσία.
– Με την επέκταση των δραστηριοτήτων δεν αυξάνονται και τα έξοδα;
– Ναι, αλλά αυξάνεται και η δυναμική. Ξέρω ότι σε περιόδους ύφεσης η contre attack είναι η καλύτερη λύση. Αλλιώς, συρρικνώνεσαι και βουλιάζεις μέχρις εξαφανίσεως.
– Πιστεύετε ότι είναι χρήσιμα τα υπουργεία Πολιτισμού; Ορισμένοι τα θεωρούν, απλώς, ψυχροπολεμικά κατάλοιπα.
– Και το δικό μας είναι, επιπλέον, και χουντικό... Θα έπρεπε να είναι αλλιώς. Θα έπρεπε να λειτουργεί ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στα υπουργεία Οικονομικών και τον κόσμο του πνεύματος και της τέχνης. Ο πολιτισμός θέλει λεφτά, είναι μακροχρόνιας απόδοσης. Δεν έχει σχέση με τα ροδάκινα, για παράδειγμα… Εδώ, πάντα επιχορηγείται ό,τι είναι αμέσου αποδόσεως και ουδέποτε έχει γίνει σοβαρή μελέτη. Εδώ, ενοποιήθηκε το Τουρισμού με το Αθλητισμού και του Πολιτισμού. Ενα αμαρτωλό τρίγωνο επί έτη. Η μόνη ελπίδα είναι ότι το ΥΠΠΟ δεν μπορεί να πέσει πιο χαμηλά από εκεί που ήταν επί Νέας Δημοκρατίας. Αναρωτιέμαι τι διάρκεια θα πρέπει να έχει η περίοδος χάριτος μέχρι να αρχίσουμε να ενοχλούμαστε σοβαρά. Προσωπικά, μου ήρθε κεραμίδα η τοποθέτηση του Παύλου Γερουλάνου στο ΥΠΠΟ. Με όλους τους υπόλοιπους υπουργούς δεν είχα δυσκολία και να διαπληκτιστώ και να διεκδικήσω. Τον Παύλο, τον ξέρω από μικρό και ξέρω και την καλή του διάθεση και τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει. Θα έβαζα θετικό πρόσημο στη θητεία του, αν λύνονταν κάποια προβλήματα σχετικά με την οργάνωση των υπηρεσιών του ΥΠΠΟ. Χρειάζεται ένα συμμάζωμα εσωτερικό αλλά θεσμοθετημένο. Εάν τους ενδιαφέρει πραγματικά ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός, θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους κάποια υποδείγματα από το πώς λειτουργούν τα πράγματα εκτός Ελλάδος. Και ας μην αυξήσουν τώρα την ετήσια επιχορήγηση στο Μουσείο Μπενάκη... Η Λυρική είναι ένας οργανισμός που πάσχει εξαιτίας κακής αντιμετώπισης από την πολιτεία, εδώ και χρόνια. Οταν ξεπέταξαν, για παράδειγμα, τον Στέφανο Λαζαρίδη (σ.σ.: διαπρεπής σκηνογράφος, ανέλαβε τη Λυρική το 2006 και εκδιώχθηκε ένα χρόνο μετά)... Θέλω να πω ότι περιμένω να δω κάποιες κινήσεις χωρίς οικονομικό κόστος. Κινήσεις αποκατάστασης μιας ηθικής τάξης πραγμάτων. Θα ήθελα, δηλαδή, να ξαναδώ το Λαζαρίδη στη Λυρική και να προτείνει εκείνος τις τρέχουσες αλλαγές για την επιβίωση του μοναδικού λυρικού θεάτρου που διαθέτουμε στην Ελλάδα.
Oι σταθμοί του
1937 Γεννήθηκε στην Αθήνα
1956 Σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και Αθήνας. Ακολουθούν μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Φράιμπουργκ/ Μπράισγκάου.
1965 Διορίζεται στην Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία. Υπηρετεί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο υπό την καθοδήγηση του Χρήστου και της Σέμνης Καρούζου, τους οποίους θεωρεί «από τα σημαντικότερα πνευματικά κεφάλαια αυτού του τόπου». Παντρεύεται την ιστορικό Μαρία Γεωργουλοπούλου. Ως σήμερα είναι μαζί. Εχουν αποκτήσει δύο παιδιά και δύο εγγόνια.
1969 Με υποτροφία αρχίζει τη μελέτη της διδακτορικής του διατριβής στο Πανεπιστήμιο Τύμπινγκεν.
1972 Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και Ecole Pratique des Hautes Etudes.
1973 Αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Μουσείου Μπενάκη. Η ριζική ανάπλαση του κτιρίου ολοκληρώνεται το 2000.
1992 Εκλέγεται καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
2000 Τιμώνται από την Ακαδημία Αθηνών το Μουσείο Μπενάκη και ο Αγγελος Δεληβορριάς με το Χρυσό και Αργυρό Μετάλλιο αντίστοιχα.
2010 Φιλοδοξεί να εγκαινιάσει το νέο Μουσείο, στο σπίτι του Χατζηκυριάκου Γκίκα, για τη γενιά του ’30. Θα επεκταθεί η βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη, με τη συνδρομή του Ιδρύματος Ωνάση, αποτελώντας μια βιβλιοθήκη για ερευνητές.

Η συνάντηση
Απαραίτητη προϋπόθεση για το γεύμα ήταν να επιλέξουμε εστιατόριο με ελληνική κουζίνα. Ο Αγγελος Δεληβορριάς, θαμώνας στου «Φιλίππου», αποφεύγει τα «λιπαρά» και «περίεργα». Για αλλαγή, πήγαμε στον «Δημόκριτο» (Δημοκρίτου 23, Κολωνάκι). Φάγαμε βραστά κολοκυθάκια για σαλάτα και δύο σφυρίδες στη σχάρα. Ηπιαμε το μισό από μισό κιλό κόκκινο κρασί. Σύνολο: 57 ευρώ.

Της Μαριας Kατσουνακη
24.1.2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ShareThis