Από το 1920, η διαφωνία για την προέλευση ενός πορτρέτου γυναίκας με τίτλο «La belle Ferronniére» αποτέλεσε υλικό για νομικά δράματα, για αμφισβητήσεις γύρω από ζητήματα αισθητικής και για αμέτρητες επιστημονικές αναλύσεις. Αρχικά, κάποιοι ειδήμονες πίστεψαν ότι ο πίνακας, ο οποίος απεικονίζει μια γυναίκα με διεισδυτική σκοτεινή ματιά, ήταν έργο του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Ηταν, υποστήριξαν, η δεύτερη εκδοχή ενός πίνακα με το ίδιο θέμα που βρίσκεται στη μόνιμη συλλογή του Λούβρου. Αλλοι ειδικοί, συμπεριλαμβανομένου και του διαβόητου εμπόρου έργων τέχνης Τζόζεφ Ντουβίν, αποκήρυξαν το έργο ως ψεύτικο, χωρίς ποτέ να το έχουν δει, ισχυριζόμενοι ότι «ο πίνακας είναι αντιγραφή·μια από τις δεκάδες που έγιναν από το συγκεκριμένο καθώς και από άλλα θέματα του Λεονάρντο και προσφέρθηκαν στην αγορά ως αυθεντικά».
Η τεχνολογία του 21ου αιώνα κατέρριψε κάθε πιθανότητα το έργο να ανήκει στον μεγάλο ιταλό δάσκαλο της Αναγέννησης. Η εμφάνισή του ωστόσο στην επερχόμενη δημοπρασία της Πέμπτης 28ης Ιανουαρίου του οίκου Sotheby΄s έχει εγείρει άφθονα ερωτήματα, μεταξύ των οποίων και το πλέον θεμελιώδες: Ποιος και πότε ζωγράφισε τον πίνακα; «Ο πίνακας δεν έχει φιλοτεχνηθεί από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, είμαι σίγουρος γι΄ αυτό» είπε ο Τζορτζ Γουότστερ, διευθυντής του αρμόδιου τμήματος του οίκου Sotheby΄s. «Πρόκειται όμως για ένα τόσο ισχυρό όνομαώστε υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που επιθυμούν να τον αγγίξουν- όπως και οτιδήποτε σχετίζεται με εκείνον» πρόσθεσε. Ισως αυτός να είναι και ο λόγος που η τιμή εκτίμησης του οίκου για το έργο κυμαίνεται μεταξύ 300.000 ως 500.000 δολαρίων.
Η ιστορία της διαδρομής του πίνακα από το Κάνσας Σίτι του Μιζούρι στον Sotheby΄s ξεκινά το 1919, με τον γάμο ενός πωλητή αυτοκινήτων ονόματι Χάρι Χαν με μια νεαρή Γαλλίδα, την Αντρέ Λαρντού. Η γιαγιά της νύφης χάρισε τον πίνακα στο ζευγάρι ως γαμήλιο δώρο την εποχή που το έργο εθεωρείτο ότι έφερε την υπογραφή του Ντα Βίντσι. Αυτό δεν εμπόδισε το ζευγάρι να τον πουλήσει στο Ινστιτούτο Τέχνης του Κάνσας Σίτι για περισσότερα από 250.000 δολάρια.
Οταν ένας ρεπόρτερ της εφημερίδας «Τhe Νew Υork World» (1860 - 1931) αντιλήφθηκε τη δοσοληψία έσπευσε να τηλεφωνήσει στον Τζόζεφ Ντουβίν. Ηταν μία τα ξημερώματα. Ενας μισοκοιμισμένος Ντουβίν σήκωσε το τηλέφωνο και διαβεβαίωσε τον ρεπόρτερ ότι το πορτρέτο ήταν ψεύτικο. Η φουριόζικη απάντησή του πυροδότησε μια δικαστική διαμάχη μεταξύ του ιδίου και των Χανς, η οποία έλαβε μεγάλη δημοσιότητα.
Η υπόθεση εκδικάστηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Νέας Υόρκης τον Φεβρουάριο του 1929 και σύμφωνα με το βιβλίο «Τhe Αmerican Leonardo», το οποίο αναφέρεται στην ιστορία του πίνακα, καλύφθηκε από έναν ορυμαγδό ρεπορτάζ. Η κάθε πλευρά είχε επιστρατεύσει ειδικούς για να πείσουν για την ορθότητα των επιχειρημάτων της, αλλά η υπόθεση έληξε όταν ο Ντουβίν συμβιβάστηκε εξωδίκως, καταβάλλοντας στους Χανς αποζημίωση ύψους 60.000 δολαρίων.
Πέρυσι η κόρη των Χανς Ζακλίν, θέλοντας να ικανοποιήσει την περιέργειά της αναφορικά με τον πίνακα που είχε σφραγίσει την ιστορία της οικογένειάς της, τον πήγε στο Μουσείο Ζ.Π. Γκετί του Λος Αντζελες για να εξεταστεί από ειδικούς. Ο Σκοτ Τζ. Σέφερ, επιμελητής έργων τέχνης του Μουσείου, της είπε ότι ο πίνακας για τον οποίο τόσα πολλά είχε διαβάσει ο ίδιος- ένα προφίλ τριών τετάρτων της γυναίκας που πιστευόταν ότι ήταν η Λουκρητία Κριβέλι, ερωμένη του Λουντοβίκο Σφόρτσα , δούκα του Μιλάνου-, δεν ήταν αυτό που περίμενε να δει. «Ηταν πολύ καλύτερος από όσο φανταζόμουν . Δεν επρόκειτο για μια απλή αντιγραφή ενός πίνακα, αλλά για μια ερμηνεία γεμάτη δεξιοτεχνία» εξήγησε. Η επιστημονική ανάλυση ωστόσο δεν έφερε τα αποτελέσματα που προσδοκούσε. «Οταν τον είδα θεώρησα ότι είχε φιλοτεχνηθεί μεταξύ 1820 και 1830» ανέφερε ο Σέφερ. Πολλοί ειδικοί θεώρησαν ότι επρόκειτο για έργο γάλλου νεοκλασικού ζωγράφου, πιθανόν του Ζαν Ογκύστ Ντομινίκ Ενγκρ. «Αλλά η επιστήμη μάς διέψευσε». Για τους αρχάριους, ενώ ο πίνακας του Λούβρου είναι σε φάτνωμα/ταμπλό (panel), ο συγκεκριμένος πίνακας είναι σε καμβά. Το λευκό φάτνωμα/ταμπλό ήταν ένα τυπικό υλικό για φλωρεντιανά πορτρέτα του 14ου αιώνα, όπως θεωρήθηκε το συγκεκριμένο, ενώ ο καμβάς ήταν ένα υλικό που έγινε περισσότερο δημοφιλές αργότερα. Αυτό από κοινού με άλλα ευρήματα οδήγησαν στην εισήγηση ότι ο πίνακας φιλοτεχνήθηκε πιθανώς πριν από το 1750. Οταν το πληροφορήθηκε ο Σέφερ δήλωσε ότι «ξαφνικά έπρεπε να ξανασκεφτώ τα πράγματα. Ο πίνακας μάλλον θα πρέπει να δημιουργήθηκε νωρίτερα απ΄ ό,τι φανταζόμουν». Ωστόσο το μυστήριο γύρω από το έργο προσθέτει και μια γοητευτική ιστορία. Και το όλο θέμα «παραμένει ένα αίνιγμα».
Της Κατερνίας Λυμπεροπούλου
Πηγή Το Βήμα
16.1.2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου